9 Ιαν 2013

Ρέμβη



Στο όριο μιας νύχτας παγερής, απέραντης, που έσβηνε γλυκά στην οριζόντια χρυσοκόκκινη γραμμή που ορίζει το γλυκοχάραμα, συνέβησαν πράγματα που την έβγαλαν από το στέρεο, σε κολώνες και δοκάρια στηριγμένο και αυστηρά δομημένο χώρο της οικίας της, μιας οικίας καμωμένης από μπετόν και τις τετράγωνες επιταγές του μοντερνισμού. Ακολουθώντας την καμπύλη του ορίζοντα, η Μυρσίνη πέρασε την πύλη της φαντασίας και οδηγήθηκε σε μια παραμύθια, σουρεαλιστική διάσταση. Ιχνηλατώντας τα ίδια βήματα πιο διστακτικά και ο αναγνώστης, θα διαπιστώσει πως ο παραμυθητικός της χαρακτήρας ήταν δισήμαντος, ίσως το κέρδος διπλό.
Με τη βοήθεια του βάρους πέντε κουβερτών, με τη φωτιά που ακόμη κρατούσε στο τζάκι, με την κόπωση, σωματική και ψυχική της προτεραίας, κοιμόταν βαθιά... Το χέρι γυρτό, έξω απ’ τα σκεπάσματα, η ανάσα βαθιά… Ένας ύπνος που στ’ αλήθεια την ξεκούραζε. Κι ενώ συνήθως στον ύπνο της φυλούσε ταυτόχρονα σκοπιά, γιατί ήταν μάνα και φρουρός της οικογενειακής εστίας και αλαφροΐσκιωτη από τη φύση της, εκείνη τη νύχτα είχε παραδοθεί πλήρως εμπιστεμένη στα χέρια του Μορφέα. Ταξίδευε…
Η χαραυγή της γύρω της πραγματικότητας έγινε στο όνειρό της μια κατάφωτη ολόλαμπρη μέρα, πλήρης δραστηριότητας. Γιατί στη συνηθισμένη λαμπερότητα της Αττικής γης, προστέθηκε η λευκάδα του χιονιού, κι η αντανάκλασή του στο φως του ήλιου... Το τοπίο σε τύφλωνε, αποκτώντας μια μεταφυσική διάσταση, κατά κυριολεξία ονειρική.
Εντούτοις, στο όνειρο συνέβαιναν πράγματα καθημερινά, γνωστά από το χώρο του boulot, της εργασιακής πολυπραγμοσύνης. Βρισκόταν σε διεθνές συνέδριο, που κάπου κάπως συντελείτο, με καλεσμένους πλήθος ανθρώπους… Κατά πλειονότητα μεσήλικες και βάλε, κυρίως κυρίες με σταχτιά μαλλιά, ανοιχτόχρωμα δέρματα και φωτεινά γαλάζια μάτια, που δεν στερούνταν κάποιας νεανικής σπίθας. Ήταν, πιθανολόγησε, επισκέπτες εκπαιδευτικοί, από βορειοευρωπαϊκή χώρα… Ή ίσως ήταν προσκυνητές μιας ορθολογικής εκκλησίας της Διαμαρτύρησης που ήθελαν να εξερευνήσουν τους χρυσοπόρφυρους θησαυρούς της βυζαντινής μας παράδοσης... Δεν ήξερε και δεν μπορούσε με βεβαιότητα να πει... Όμως ξαφνικά ένας δραστήριος άντρας, (κλητήρας τυχόν; αρχηγός του γκρουπ;), δεν ήξερε και δεν την απασχόλησαν περαιτέρω οι δικαιοδοσίες στο χώρο του ονείρου, ένας άντρας ακμαίος πάντως είπε:
«Γρήγορα, διακόπτουμε αμέσως, αλλιώς κινδυνεύουμε να αποκλειστούμε εδώ στο Πεντελικό βουνό. Μαζευτείτε όλοι σε πέντε λεπτά, να φύγουμε για τα ξενοδοχεία μας».
Αναστάτωση αλλά και πειθαρχία επικράτησε, και σε λίγα λεπτά όλοι οι ξένοι έμπαιναν με τη σειρά στα πολυμορφικά αυτοκίνητα που εκτελούσαν τα δρομολόγιά τους. Ακολουθούσε κι εκείνη με το τζιπάκι της, ένδοξο κάποτε αλλά τώρα υψηλής αρχαιολογικής και φορολογικής αξίας, που βογγούσε ασταμάτητα και ο θόρυβός του ήταν λίγο πιο αδιάκριτος από το επιβεβλημένο. Στις δόξες του, σε πιο ανέμελους καιρούς, είχε εξερευνήσει βουνά, διασχίσει ποτάμια, γνωρίσει απίθανες γωνιές της ελληνικής γης. Αλλά και σήμερα, γερασμένο και ταπεινότερο, παρά την κάποια ακράτεια των υγρών του, άντεχε ακόμη να κάνει το φορτηγό στις επαγγελματικές της δραστηριότητες... Γι’ αυτό –αλλά και χάριν μιας ανώφελης συναισθηματικής εξάρτησης– δεν προχωρούσε η σκέψη της ευθανασίας, παρά το εξωφρενικό κόστος του. Με τη μηχανή αναμμένη από ώρα και το καλοριφέρ ήδη στο φουλ, περίμενε τη σειρά της· να αναχωρήσουν πρώτα οι ξένοι και κατόπιν να ακολουθήσει κι η ίδια.
Εκεί όμως που περίμενε, σε ετοιμότητα και όχι δίχως κάποια αδημονία, παρακολούθησε αθέλητα μια σκηνή που εκτυλισσόταν μπροστά στα μάτια της.
Μια γυναίκα ψαρομάλλα, όπως πρόδιδαν οι λίγες τούφες που ξεπρόβαλλαν κάτω από το σκούφο της, δεν έμπαινε στο διατεταγμένο πολυμορφικό αυτοκίνητο και λογόφερνε με τον οδηγό του. Μετά από έντονες φωνές και ηχηρότατες χειρονομίες, εκείνος είδε κι αποείδε και στο τέλος ξεκίνησε, αφήνοντάς την επιτόπου.
Η Μυρσίνη έμεινε αποσβολωμένη, παγιδευμένη στον ονειρικό χώρο ενός τοπίου, το οποίο άξαφνα φάνταζε πολύ πιο ορεινό, πολύ πιο χιονισμένο, και γύρω υπήρχαν θάμνοι και όχι αποκαΐδια, και ίσως δεν ήταν στην Πεντέλη αλλά ψηλά στον Ελικώνα, το κατοικητήριο των μουσών… Ή τυχόν στον Όλυμπο, το κατοικητήριο των θεών… Χιόνι σκέπαζε τα πάντα… Η αίσθηση του προσανατολισμού την πρόδιδε… Ένιωθε μετεωριζόμενη στο πουθενά ανάμεσα σε ουρανό και γη. Έπρεπε να βιαστούν... Ο δρόμος γινόταν δυσδιάκριτος και το χιόνι ανέβαινε... Σηκώθηκε κι ένας αέρας δαιμονισμένος, και μόλις που διέκρινε τον μωβ σκούφο της γυναίκας σε κοντινή απόσταση.
Έχοντας το αίσθημα ευθύνης της οικοδέσποινας (γιατί δεν ήξερε ακριβώς, αλλά τέτοια φιλότιμα συναισθήματα την έπιαναν πότε πότε), άνοιξε το ηλεκτρικό παράθυρο της θέσης του συνοδηγού και είπε στη γυναίκα να μπει στο αυτοκίνητο, το δίχως άλλο, γνωρίζοντας ότι αν έμενε εκεί θα ήταν βέβαιος ο θάνατος.
Η γυναίκα όμως, χωρίς να πει λέξη, με μιαν αστραπιαία κίνηση από το άνοιγμα του παραθύρου πέταξε μέσα στο αμάξι της κάτι που έμοιαζε με τζίνι, ή με ξωτικό ή ακριβέστερα με μια παγοκολόνα που τα χρώματά της υπεδείκνυαν κάτι πολύχρωμο, παρδαλό ίσως, φυλακισμένο στο εσωτερικό... Το αντικείμενο μίκρυνε για να περάσει και γιγαντώθηκε μόλις προσγειώθηκε στη θέση του συνοδηγού.
«Αν δεν έρθει αυτή, δεν έρχομαι κι εγώ», δήλωσε ορθά κοφτά. Η Μυρσίνη εκείνη την ώρα ζάρωνε επίσης σε διαστάσεις εντόμου… Δεν ένιωθε τα πόδια της και δεν ήταν παρά μια σαστισμένη και κατατρομαγμένη οδηγός, γεμάτη απορία και φόβο ή περιέργεια ή ενδιαφέρον, αισθήματα που εναλλάσσονταν.
Στο πάνω εναλλάξ ψήλωσε και ξαναόρισε τα πόδια της.
«Έλα μέσα γρήγορα», είπε επιτακτικά στην ξένη γυναίκα με τον σκούφο και άνοιξε την πίσω πόρτα για να κάτσει. Κάθισε και πάλι στη θέση της κι έριξε μια κλεφτή φοβισμένη ματιά στο παράξενο, ασάλευτο ξωτικό, το εγγεγραμμένο σε πάγο που έσταζε δίπλα της. Και τι να δει;  Ήταν άνθρωπος. Μια γυναίκα λιλιπούτεια, ισχνή, μελαχρινή, που καθώς ο πάγος έλιωνε άρχισε να αργοσαλεύει. Πρώτα τα ματοτσίνορα, μετά ελάχιστα τα χείλη... Ακόμα πιο τρομαγμένη στράφηκε πίσω της… Η αποφασιστική συνεπιβάτις της, με το μωβ σκούφο τραβηγμένο πίσω, ίχνη ιδρώτα στο μέτωπο και τούφιες μαλλιών ανάρια κολλημένες, της χαμογέλασε ενθαρρυντικά.
«Σώσαμε άνθρωπο σήμερα», συνεννοήθηκαν με τα μάτια… Τα μάτια δεν αντέξαν άλλο σφαλιστά. Η Μυρσίνη τα άνοιξε αμέσως από το βασίλειο της παραδοξότητας στον κόσμο του πραγματικού.  Ήταν γλυκοχάραμα μιας καινούργιας μέρας, μέρας που ξεκίνησε με ένα παράξενο συναίσθημα. Κουκουλωμένη στα κλινοσκεπάσματα για λίγη ώρα ακόμη, προσπαθούσε να ανασυλλέξει και να κατανοήσει βαθύτερα το παράξενο όνειρο...
Μισή ώρα μετά, η Μυρσίνη, ντυμένη και συντεταγμένη για την καθημερινή της εργασιακή δραστηριότητα, άκουγε με δίψα ειδήσεις στο αυτοκίνητο, μετά τη διήμερη απεργία των δημοσιογράφων.
Και νάτο, νάτο... Το άκουσε κι αυτό: «Άστεγος κατέληξε από τον παγετό στη Σητεία της Κρήτης σε εγκαταλελειμμένο σπίτι».
Μα δεν είχε κάνει λάθος: άλλος ένας είχε βρεθεί την προηγούμενη βδομάδα στα Χανιά, σε παγκάκι στη δημοτική πλατεία... Αυτά στο νότιο άκρο της χώρας. Βορειότερα ποιος ξέρει τι γινόταν...
Η Μυρσίνη μεταμελήθηκε για τη σπουδή της να ξυπνήσει. Αναρωτιόταν γιατί να πάει να εργαστεί… Θα ήθελε να παρέμενε λίγο ακόμα κάτω από τις κουβέρτες… Λίγο ακόμα να ζούσε στον κόσμο του ονείρου, μόνο όσο χρειάζεται, μια αιωνιότητα μια στιγμή, για να παρέλθει ο ζωντανός εφιάλτης.
Το κορνάρισμα του οδηγού πίσω της, μόλις άναψε το πράσινο, της θύμισε τα άμεσα καθήκοντά της. Δεν ήταν καιρός για ρέμβη. Χωρίς περαιτέρω διερεύνηση, με άδειες σκέψεις, χωρίς αίσθημα, πάτησε το γκάζι…
 
Νέα επεξεργασία στις 9 Ιανουαρίου 2013. Μια πρώτη, και σημαντικά διαφοροποιημένη, πρωτοπρόσωπη γραφή του παρόντος, και με τίτλο «Και πάτησα το γκάζι...» δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα Χριστιανική, Φύλλο 864, Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 2012, σ. 10.

Δεν υπάρχουν σχόλια: