Εὔη Βουλγαράκη-Πισίνα, Παιχνίδι
τοῦ
Λευκοῦ
καὶ
τοῦ
Μαύρου.
Σπουδή. Ἀκρυλικὸ σὲ χαρτόνι. Διαστάσεις 35 x 50 ἑκ
Ζέστη
Ἡ
ζέστη ἐπικάθεται στὶς συνειδήσεις
Κι ὣς
τὴ νωχέλεια γλυκὰ νὰ συνηθίσεις
Οἱ
δύστηνοι ἦχοι τῆς καρδιᾶς
Ξεκούρδιστο
ρολόι βαριανασαίνουν
Παρατημένη
παραγκούπολη
Ρόμβοι
συντρίμια ἀσυνεννόητα
Μὲ
κύκλους σμίγουν ἀτελεῖς
Σὲ
πλάκες καὶ λιθόστρωτα
Ὁ
μάγειρας τῆς θερινῆς
Φαιοκίτρινης
δροσάτης στραπατσάδας
Δὲν
ὁμιλεῖ, μόνο σὲ
Ἀποστομώνει
μὲ ἄφθονο φαΐ.
Ξυπνᾶς
γιὰ λίγο πρὶν νὰ βυθιστεῖς
Βαθύτερα
σὲ ὕπνο ἀνεπίγνωστο
Οἱ
ράγες καθορίζουν
Τὴν
πορεία χωρὶς ἐσέ.
Λέξη
Ἡ
λέξη ψαροκόκκαλα
Πλέκει
σφιχτοδεμένα
Σὲ ὑφαντὸ
πολύχρωμο
Στὸ
φάσμα τοῦ λευκοῦ
Κι ὁ
νοικοκύρης ζηλευτοῦ
Νοικοκυριοῦ
προσμένει
Τὸ
νόημα ποὺ καταύγασε
Τὸ
εὖρος τοῦ ἐφικτοῦ.
Σημάδια
Ξηλῶσαν
τὰ παλιά μας τὰ σημάδια
Ρημάδια
καταντήσανε τὰ σπίτια
Κοπῆκαν
δέντρα κραταιὰ
Καὶ
θαλλερὲς πλατεῖες στάχτη γινῆκαν
Ὁ
νοῦς στριμώχνεται σὲ ἄθλια παραπήγματα
Ἑτοιμόρροπα
τὰ δοκάρια τῆς σκεπῆς
Σὲ
σβήνει ὁ φόβος μήπως καὶ χαθεῖς
Ἐλπίζεις
στὸν ἐξάντα σὲ παλιὲς τεχνολογίες
Τὸ
σύμπαν κατακλύστηκε ἀπὸ φλυαρίες
Οἱ
μελωδίες τὸ ἄτι τοῦ ἤχου δὲν προφτάσαν
Σ’ ἀπόηχο
βόμβων κι ὑπερήχων ἰαχὴ
Σιγὴ
ἀσυρμάτου μᾶς συνέχει τὴν ψυχή.
Ἄνεμος
Ὁ ἄνεμος
φυσάει
Τὰ
σκόρπια φύλλα
Ἡμιτελῶν
σημειώσεων
Θραύσματα
ἀορίστων ἐντυπώσεων
Σηκώνονται
πουλιὰ τῆς δυστυχίας
Τῆς
δυστοπίας σταχτοπράσινος ὁ ἥλιος ἀνατέλλει
Κι ἀπ’
τὶς διανοιγμένες τοῦ μὴ μὲ μέλλει
Πολεμίστρες
περνοῦν τὰ βέλη
Ποὺ
τὸ θάνατο σκορποῦν
Αἷμα
καὶ κορμιὰ χυμένα
Νὰ
πιῶ μοῦ δίνουν νὰ μεθύσω
Μαυλιστικὸ
γλυκόπιοτο
Ἀρνοῦμαι
τὸν πόνο
Νὰ
μὴν ἐπαισθανθῶ
Μὲ ἕνα
λαό
Σὲ
δρόμους σὲ χωράφια
Μιὰ
μπαλαλάικα ἠχεῖ
Σὲ
σόλο ἀπόμακρο
Καλπασμός
Στὸν
ἄγριο καλπασμὸ τῆς τρόικας τοῦ Ἰούνη
Μὲ
συναντᾶ ὁ ἥλιος τοῦ μεσημεριοῦ
Τ’ ἀφηνιασμένα
ἄλογα δὲν εἶναι τοῦ χεριοῦ μας
Μοῦ
ψιθυρίζουνε πολύχρωμες φωνὲς πανηγυριοῦ
Κοράκια κράζουν πάν΄ ἀπ΄ τὸ πτῶμα τοῦ λαοῦ
Ποὺ σφάλισε τὰ χείλη μ’ ἁλυσίδα
Καὶ ἡ προσποίηση «δὲν ἤξερα δὲν εἶδα»
Ἔφερε τὴ θανή. Ἡ δίψα τοῦ καλοκαιριοῦ
Στὴν ἔρημο ἀνυπόφορη ἀνάξιων λογισμῶν
Χαμένων στὰ συνθετικὰ ἀπόλυτων -ισμῶν
Σὲ βλέμματα πλαγίως προσηλωμένα
Στὴ θέα τοῦ μαύρου τοῦ σκοτεινοῦ τοῦ μερικοῦ σὲ
ξένα
Χνάρια καθοδηγούμενα δὲν θὰ σταθῶ
Μόν’ ἀντικρὺ στὸν ἥλιο ὣς
νὰ σωριαστῶ
Ἰπτάμενο Ἰντερμέδιο
Τὸ νέκταρ πίνει τῆς ροδιᾶς
Σ’ ἀπόμερη ἀκρογυαλιὰ
Ἀνάμεσα στὰ βοῦρλα
Ξαγρυπνᾶ καρτερικά
Πύργος
Δὲν
ξαραχνιάζω ἀκατοίκητους ἀραχλιασμένους πύργους.
Μ΄ ὅλους τοὺς θησαυρούς τους τοὺς χαρίζω.
Μὲ τὸ δισάκι μου τὸ δρόμο μου τραβῶ
Στὰ χώματα, στὶς πέτρες, στὰ χορτάρια
Μ΄ ὅση σοφία συνέλεξα, ὅση γνώση
Ὅση πίκρα καὶ γλυκόπιοτο νερὸ
Τὸ ἄγνωστο εἶναι θελκτικὸ
Κι ἡ ὤσμωση στοῦ κόσμου τὰ παζάρια.
Μ΄ ὅλους τοὺς θησαυρούς τους τοὺς χαρίζω.
Μὲ τὸ δισάκι μου τὸ δρόμο μου τραβῶ
Στὰ χώματα, στὶς πέτρες, στὰ χορτάρια
Μ΄ ὅση σοφία συνέλεξα, ὅση γνώση
Ὅση πίκρα καὶ γλυκόπιοτο νερὸ
Τὸ ἄγνωστο εἶναι θελκτικὸ
Κι ἡ ὤσμωση στοῦ κόσμου τὰ παζάρια.
Ἀνατροπή
Στὸ μαῦρο μὲς στὸν κόσμο
Στὸν πυκνωτὴ τοῦ χρόνου
Λιώσαμε σὰν κεριὰ
Φωτίζοντας τὸ δρόμο
Τ’ ὁλόγιομο φεγγάρι
Ἡ Πούλια κι ὁ Αὐγερινὸς
Συνέτρεξαν χαράζοντας
Πυρακτωμένο χνάρι
Σημείωμα Ὑστερόγραφο
Τὶς μέρες τοῦτες τοῦ Ἰούνη ζήσαμε τὴν πιὸ σκληρὴ ἐπέλαση τοῦ
μαύρου, μὰ καὶ τὸ ἄνοιγμα τῆς χαραμάδας τοῦ φωτός. Τὰ ὅσα ζήσαμε ἐκεῖ στὸ
προαύλιο τοῦ ραδιομεγάρου τῆς ΕΡΤ, Ἁγία Παρασκευή, μὲ χιλιάδες γνωστὸ καὶ ἄγνωστο
κόσμο, τὰ ὅσα σχολιάσαμε στὰ μέσα κοινωνικῆς δικτύωσης γνωστοὶ καὶ ἄγνωστοι,
λιγότερο καὶ περισσότερο φίλοι, τὰ θραύσματα τῶν σκέψεων, οἱ εὔστοχες ἀτάκες, τὸ
χιούμορ, τὰ συνθήματα, δὲν κατόρθωσαν νὰ γεννήσουν ἕνα συγκροτημένο πολιτικὸ
κείμενο.
Ἴσως γιατὶ φλέγονταν οἱ αἰσθήσεις, κατακλυζόταν τὸ κορμὶ ἀπὸ ἤχους,
μουσικὲς καὶ συναντήσεις, βγῆκε αὐτὴ ἡ συλλογή, Στὸ Ἄτι τοῦ Ἰούνη: [Ὀκτώηχος σὲ Ὀκταήμερο]. Ἀφιερώνεται σὲ ὅσες καὶ
ὅσους συμπορευτήκαμε: Γιῶργο, Κέλλυ, Μαρία, Δημήτρη, Γιῶργο, Γρηγόρη, Ἔποπα,
Γεωργία, Πέτρο, Γιῶργο, Ἄρτεμη, Δημήτρη, Ἀδριανό, Χρύσα, Τασούλα, Εὐάγγελο, Ρούμπη,
Νέφωση, Ἕλενα, Λευτέρη, Βασίλη, Ἀντώνη, Χριστόφορο, Γιῶργο, Εὐαγγελία κι ὅσους ἦταν
μαζί μας νοερά, κι ὅσους ξεχνῶ…
Ἀκόμα χορεύουν μέσα μου τὰ συνθήματα, οἱ ρυθμοί, οἱ ἀνομολόγητες
σχεδὸν ἐλπίδες, ἡ ἐπιμονὴ καὶ ἡ ὁλοσχερὴς ἄρνηση παραδοχῆς τῆς ἤττας. Στέκουμε ἀκόμα
ὄρθιοι.
Τὶς μέρες τῆς ἐλεύθερης τηλεόρασης χαρήκαμε πραγματικὸ πολιτισμὸ
καὶ γευτήκαμε πρωτόγνωρη ποιότητα στὸν δημόσιο πολιτικὸ λόγο.
Εἴμαστε σκληρὸς λαὸς ποὺ δὲν μᾶς θέλγει εὔκολα τὸ παραμύθι μιᾶς
ψευδοῦς ἐπιτυχίας. Ἀντίθετα, μᾶς συνέχει ἡ γοητεία τῆς κακοτράχαλης πορείας ἐλευθερίας.
Καὶ συνεχίζουμε στὸν μέσα μας καὶ δίπλα μας ρυθμό.
Ὑστερόγραφο 2
Εὐχαριστῶ τοὺς φίλους Πηγὴ Λ. καὶ Γρηγόρη Στ. ποὺ διάβασαν αὐτὰ τὰ ποιήματα καὶ ἐξέφρασαν τὴ γνώμη τους, τὴν ὁποία εἶχα εἰλικρινὰ ἀνάγκη, λόγω καὶ τῆς χρονικῆς ἐγγύτητας ἀλλὰ καὶ τῆς μόνιμης ἀμφιβολίας ποὺ μὲ διακατέχει. Εὐχαριστῶ ἰδιαίτερα τὴν κόρη μου Μαρία γιὰ τὴν κριτική της ματιά. Χάρηκα, Μαρία, τὸ κέφι σου γιὰ συζήτηση μεταξὺ ὁμοτέχνων, ποὺ συνέβαλε στὴν οὐσιαστικὴ βελτίωση τῆς μικρῆς αὐτῆς συλλογῆς.
Κυριακὴ 23
Ἰούνη 2013
Ἀνήμερα τῆς
Πεντηκοστῆς, γιορτῆς ποὺ σφραγίζει τὸ τέλος τῆς σύγχυσης τῶν γλωσσῶν,
καὶ παραμονὴ
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
7 σχόλια:
ζουμε πυκνό ιστορικό χρόνο, ευχαριστούμε για την -πολύτιμη - ποιητική κατραγραφή !
Γεωργία
ή αλλιώς η «ἄτη» του Ιούνη.
Κι εμείς ευχαρσιστούμε που τα μοιράστηκες μαζί μας, Εύη, πριν και μετά!
Ο ιστορικός χρόνος είναι ίσως πιο πυκνός κι απ΄ τον πυκνότερο ποιητικό λόγο. Λίγα τουλάχιστον αναγκαία πράγματα μπορούμε να τα μοιραζόμαστε, όπως μοιραζόμαστε τις ώρες τις όρθιες, Γεωργία.
γρηγόρης στ.: Ἄτη, Γρηγόρη, ἄτη. Αυτό ακριβώς. Τουλάχιστον οι λέξεις δεν χάνουν το νόημά τους για κάποιους μας ακόμα. Παρότι μας πλάκωσε η ζέστη, venceremos.
Σχόλιο φτιαγμένο από τους στίχους των ποιημάτων. Τίποτα δικό μου δεν θα μπορούσε να χωρέσει.
«Σε πλάκες και λιθόστρωτα
ράγες καθορίζουν
την πορεία.
Λέξεις σφιχτά πλεγμένες
ξαναγράφουν στους τοίχους τα σημάδια που χάθηκαν.
Από εδώ πέρασαν τα ποιήματα του Ιούνη.
Οι φλυαρίες κουρελιάστηκαν από την μπαλαλάικα των σκόρπιων φύλλων.
Λιωμένο κεράκι η οκτώηχος φωτίζει τα σκοτάδια
αυτών που σέρνουν τα βήματα τους με τις αλυσίδες,
αφήνοντας ματωμένα χνάρια
Τώρα ξέρω .
Κάποιος ξαγρυπνά γι αυτούς,
για εμένα…»
Σουλτάνα...! Τι να πω; Καλύτερα σιγή. Είμαστε πολλά τα κεριά, κι η φλόγα θα γίνει μεγάλη.
έτσι: πολλά κεριά, κόντρα στον άνεμο που σαρώνει
Δημοσίευση σχολίου