28 Μαρ 2013

Μάτια Πράσινα




Τα μάτια πράσινα
Καθότι
Αντιφεγγίζουν
Τον ποταμό
Που αργοκυλά
Στο δρόμο της βελανιδιάς

Σε ώρες σκοτεινιάς
Γκριζάρουνε
Στου βένιου το σταχτί
Με την κόρη μεστωμένο
Καστανόχωμα βαμμένη

Κλωστές από τα χρυσαφιά
Φθίνοντα πεφταστέρια
Ενός αιωνόβιου πλάτανου
Διαχέουν το φως
Τη λάμψη της καρδιάς

Στεφανωμένη η ίριδα
Βασιλικό πολτό και μέλι
Μιας ηλικίας ώριμης

Κι αν οι κόχες τους βαθαίνουν
Σε σπηλιά
Κι αν τα βλέφαρα βαραίνουν
Και στον άνεμο
Κρατιούνται πιο κλειστά
Κι αν οι πόροι τους στερέψαν
Από δάκρυα

Κάτι απ’ τη σπίθα
Συμπυκνώνουν
Του παλαίμαχου αετού

Με επίγνωση εαυτού
Στοχάζεται τον κόσμο
Από ψηλά

Μάτια πράσινα
Καθότι
Στο βυθό σας 
Η ομορφιά του κόσμου

[Σχεδίασμα ατελές, στον Δ.Π.]

27 Μαρ 2013

Ο Αίαντας



EΥΗ ΒΟΥΛΓΑΡΑΚΗ-ΠΙΣΙΝΑ, Σπουδή για εξώφυλλο βιβλίου.
Ακρυλικό σε χαρτί. Ιούνιος 2012.
 
Είχε γείρει το κεφάλι της στο γυμνό μου πόδι. Το στήθος της σε κάποια έξαρση, σφιχτό, το κορμί χυμένο απαλά σε ελαφριά υγρασία, καρπό μιας πολύπλευρης συγκίνησης. Την άγγιξα με τ’ ακροδάχτυλα στο λαιμό. Καμία αντίδραση. Με μία δρασκελιά θα έμπαινα μέσα στο σώμα της χωρίς αντίσταση, έτσι ένιωθα. Αν πλησίαζα το χέρι μου στο δασώδες ανεξερεύνητο σημείο του κορμιού της, τα πόδια της θα υποχωρούσαν μαλακά…
«Δεν χρειάζεται να μου λες τόσα πειράγματα, το ξέρω ό,τι με θέλεις, μην προσπαθείς άλλο να κρυφτείς», μου είπε γελαστά και ζεματίστηκα.
«Εσύ, με θέλεις;»  τη ρώτησα.
«Να σου περιγράψω, ή να δεις», με αντιρώτησε, και μόνη της επέλεξε το δεύτερο. Το δάχτυλό μου ήδη γλιστρούσε μέσα στο κορμί της, το οποίο αναδιπλώθηκε, αλάφρυνε και μίκρυνε. «Στήριξέ με», μου είπε, κι ορθώθηκα, έγινα γίγαντας, έγινα Αίαντας και πατώντας πάνω στη γη με τις δυο πατούσες μου σε ανατολή και δύση, σήκωνα με το δάχτυλο από τα έγκατά της τη γυναίκα. Χαλαρά ανάδεψε τα πόδια της σε περιστροφή και άρχισε να γυρίζει γύρω από άξονα. Τίναξε τα δυο της χέρια, βοηθώντας και με τα μπράτσα της την περιστροφική κίνηση. Έγειρε πίσω το κεφάλι, έκλεισε τα μάτια. Σε λίγο έπιασε την ταχύτητα του φωτός, κι εγώ μαζί της μετεωριζόμουν τώρα στο διάστημα και περιηγούμασταν τον ένα γαλαξία μετά τον άλλο...
«Τι θέλεις πια να δεις;» τη ρώτησα…
«Ό,τι υπάρχει και δεν υπάρχει, ό,τι είναι ενδιαφέρον», μου απάντησε. Μα σαν ένιωσε πως ίσως να κουράστηκα, ή να βαρέθηκα, με οδήγησε να ξαπλώσω απαλά πίσω στο στρώμα μας. Το κορμί της από πάνω μου έπαιρνε τις κανονικές του διαστάσεις, το στήθος της με βάραινε, ο ιδρώτας είχε μια ηδονική οσμή. Με μισή περιστροφή ακόμα βρέθηκε από κάτω και με οδήγησε μέσα της. Καιρός ήταν, γιατί το ένα κεφάλι κόντευε να συναντήσει το άλλο, και τώρα βυθιζόταν ευχάριστα σε ζεστή φωλιά. Με κινήσεις ανεπαίσθητες με άφηνε όλο και πιο βαθιά μες στο κορμί της, και δεν είχα ξαναδεί γυναίκα να δίνεται έτσι.
«Με σήκωσες από νεκρικό λήθαργο», μου έλεγαν τα μάτια της, που έλαμπαν από χαρά, κι εγώ –παράξενο– τα διάβαζα κατά γράμμα… «Πάρε με», συνέχιζαν σε γλυκύτερους τόνους, και σαν να εννοούσε ότι μου χαριζόταν ολόκληρη μέχρι τα κατάβαθα της ψυχής της. Απολάμβανα τον σωματικό της τρόπο να το κάνει αυτό…
Λίγο μετά, ένα άγχος με κυρίευσε προς στιγμήν … Πολύ μεγάλη η ευθύνη.
Και πάνω στην ώρα που εκείνη λυνόταν σε ένα κλάμα λυγμικό, ακατάσχετο, κι εμένα λύνονταν τα λαγόνια μου, κόβονταν τα πόδια μου και τινασσόταν το είναι μου μαζί με τους χυμούς μου, δυο άλογα ξεχύνονταν αχαλίνωτα και παίζοντας στην ορεινή πεδιάδα. Το σεντόνι έγινε αραχνοΰφαντο πέπλο και μ’ αυτό προσπάθησα να τη συγκρατήσω. Τίναξε τον ατίθασσο λαιμό της, κοίταξε με τα βαθιά μαύρα μάτια της τα βαθυπράσινα δικά μου, χλιμίντρισε απαλά, έσκυψε το κεφάλι και λευτερώθηκε από το απαλότατο εκείνο πέπλο, που ποτέ δεν υπήρξε μήτε λάσσο μήτε χαλινάρι…
Θα έρχομαι κοντά σου όσο επιθυμώ, αλλά δεν θα με δέσεις ποτέ, μου είπε. Πικράθηκα γιατί την ήθελα, ήθελα να την κρατήσω για πάντα δίπλα μου, την ήθελα δικιά μου… Κοίταξα τα μάτια της τα κάπως αθώα κι ανυποψίαστα, γεμάτα αγάπη και αφοσίωση και νόμισα ότι κινδύνευα να τα χάσω διαπαντός. Έριξα τα δικά μου στο έδαφος και άρχισα να τρέχω, με το νου θολωμένο. Ό,τι γίνει ας γίνει μια ώρα αρχύτερα. Αλλ’ ω! Απρόσμενη έκπληξη… Να τη κοντά μου, ένα βήμα δίπλα, χοροπηδηχτή, τινάζοντας με νάζι τη χαίτη, με χάρη το λαιμό.

***
«Θα φτάσουν οι πατάτες για τα παιδιά;» τη ρώτησα.
Ρουθούνισε και σκούπισε με το μανίκι της φόρμας το μέτωπό της. «Γύρισέ μου πάνω τα μανίκια», μου είπε τείνοντάς τα μπροστά, ενώ πρόσεχε να μη με τρυπήσει με το μαχαίρι. Η ποδιά, γεμάτη λαδιές, η φόρμα παλιωμένη… Την έπιασα απ’ τη μέση κι έσκυψα τάχα να δω τη φριτέζα.
«Θα βάλω κι άλλη τηγανιά», μου είπε, «αλλά κάνε πιο πίσω, θα μυρίσεις τηγανίλα».
Σε λίγο έτρωγα μαζί με τα παιδιά τηγανητές πατάτες… Τα άλλα αν είχαν συμβεί στ’ αλήθεια χθες ή προχθές ή πριν δέκα χρόνια ή στους καιρούς του ονείρου δεν θυμόμουν πια. Μπούκωνα πατάτες με κέτσαπ και γελούσα κι εγώ σαν παιδί…
«Κι ύστερα ήρθε ο πρίγκιπας και ξύπνησε τη βασιλοπούλα;» με ρωτούσε ο ένας…
«Και αλήθεια κοιμόταν εκατό χρόνια;» ήθελε να μάθει ο άλλος…
«Εγώ δεν θέλω να κοιμηθώ ούτε λεπτό, ποτέ δεν θέλω να κοιμηθώ», είπε η μικρότερη…
«Μα το ξέρω καλά αυτό», της είπα και τη φίλησα.
«Αν δεν κοιμηθείς, δεν θα δεις τον πρίγκιπά σου!» είπε ο πρώτος.
«Εσύ δεν θα δεις τον πρίγκιπά σου»!
«Στα κρεβάτια τώρα, χωρίς άλλη κουβέντα…, αύριο σχολείο», είπε η μαμά.
Με την αναγκαία σχετική γκρίνια, υπακούσαμε…
Σαν κοιμόνταν οι μικροί θα φιλούσα πεταχτά αυτά τα χείλη με τη γεύση από κέτσαπ… Και σ’ αυτό θα έπρεπε να αρκεστώ κι εγώ… Μα δεν είχα κι άλλα κουράγια. Να έπαιζε κάτι καλό η τηλεόραση…


25 Μαρ 2013

Ευαγγελισμός, κι η Θάλασσα χρυσίζει...




Έργο του Σπύρου Βασιλείου
Μέρα μουντή. Ο ουρανός έτοιμος να κλάψει. Περπάτησα μόνη μου ώρα πολλή πάνω στο βουνό, ανεβαίνοντας πλαγιά πλαγιά από Μελίσσια προς Πεντέλη, πάνω στο χώμα. Πιο καφέ, ομαλό και υγρό στην πλευρά των Μελισσίων. Εκεί φυτρώναν ανεμώνες. Πιο πετρώδες, κακοτράχαλο καθώς ανέβαινα ψηλότερα. Πατούσα απαλά πάνω στα θυμάρια και τα ρείκια, πηδούσα καμένα και παρατημένα κλαριά. Ξαπόστασα στη θέση «Πέτρες», πάνω σ’ ένα σχιστόλιθο. Είναι η αγαπημένη μου θέση οι Πέτρες, αυθόρμητο δικό μου το τοπωνύμιο, κι ο θρόνος μου σκληρός. Είχα ανάγκη αυτή την επαφή με τη φύση, μακριά από τις ειδήσεις και τον «πολιτισμό». Είχα ανάγκη τη μακρινή θέα. Είχα ανάγκη τη σωματική κόπωση. Κίτρινες μαργαρίτες, άγρια σκυλάκια, και άλλα ταπεινά αγριολούλουδα που δεν ξέρω το όνομά τους ήταν η συλλογή εδώ. Ο αέρας ξύριζε, και το μπουκέτο μου κινδύνευε να μαδήσει, αλλά άντεχε…
…Γαβριὴλ τὴν χάριν εὐαγγελίζεται.
25 Μαρτίου 2010, σύσταση του ευρωμηχανισμού.
25 Μαρτίου 2013, ένταξη της Κύπρου, αρχή του Γολγοθά και για το νησί της Αφροδίτης
25 Μαρτίου, κάθε χρόνο, στον παροντικό και εσχατολογικό λειτουργικό χρόνο, δηλαδή σήμερον
τῆς σωτηρίας ἡμῶν τὸ κεφάλαιον,
καὶ τοῦ ἀπ' αἰῶνος μυστηρίου ἡ φανέρωσις·
ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, Υἱὸς τῆς Παρθένου γίνεται
Θέλω να το νιώσω αυτό, το νιώθω στα βουνά, με τους φίλους μου τα άγρια σκυλιά…
Στην πολύβουη μητρόπολη των ανθρώπων, πιο κακοποιημένη έννοια από αυτή της σωτηρίας, εσχάτως, δεν υπάρχει… Κάθε λογής σωτήρες ζητούν προσκύνηση και οδηγούν όλο και πιο βαθιά στην άβυσσο.
Είμαι χαρακτήρας δυσσεβής, μα οι χρόνοι της φύσης, της αέναης ανακύκλυσης των εποχών, με φέρνουν πιο κοντά στον Δημιουργό.
Η καταστροφή που έχει συντελεσθεί στο Πεντελικό, το Χαμένο Δάσος, είναι άλλη μια υπόμνηση του προπατορικού αμαρτήματος, της απληστίας μας, του πένθους μας, σε παροντικούς καιρούς.
Αλλά τα ρείκια, τα θυμάρια, τα ταπεινά αγριολούλουδα είναι η υπόμνηση της ομορφιάς.
Διὸ καὶ ἡμεῖς σὺν αὐτῷ, τῇ Θεοτόκῳ βοήσωμεν·
Χαῖρε Κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετὰ σοῦ!
25 Μαρτίου 1821, συμβολική απαρχή της Ελληνικής Επανάστασης.
Η επανάσταση του καιρού μας πρέπει να είναι διαρκής, ταπεινή, και ο ηρωισμός της η αντοχή στη διάρκεια, η σύνεση και η συνεργατικότητα. Η αλλαγή ήθους και ρότας στα πολιτικά πράγματα.
Ο ήλιος βυθίζεται στη θάλασσα, κι η θάλασσα χρυσίζει. Ένα ιστιοφόρο ανοίγει τα πανιά, μα για μισεμό μα για προκοπή. Κι οι ποδηλάτες με τα μέσα τα μηχανικά, με μόνη δύναμη των ποδιών τους, δίχως χρεία καυσίμων, συνεννοούνται. Πρέπει να δυναμώσουμε τα πόδια μας, ν’ ανοίξουμε τα πνευμόνια μας… Θα συμπορευτούμε σε μεγάλη ανηφόρα.
Μια ισχνή και χλομή παπαρούνα ήταν η τελευταία συλλογή της πρωινής μου βόλτας. Άλικη παπαρούνα, ισχνή, χλωμή κι αδύναμη, αμυδρή υπόμνηση της ανάστασης.

24 Μαρ 2013

Πάπας και Πατριάρχης

 

Μια Επίσκεψη με Ξεχωριστή Σημασία




Ο Ευαγγελιστής Λουκάς ιστορεί την εικόνα της Παναγίας. Φορητή εικόνα του Δομίνικου Θεοτοκόπουλου (El Greco) που εντάσσεται στην κρητική περίοδο του έργου του. Ήδη στο πρώιμο αυτό έργο διακρίνεται η σύνθεση δυτικών και ανατολικών στοιχείων που καταυγάζονται στο φως της βυζαντινής / ρωμαϊκής παράδοσης.


Ο λευκός καπνός της Καπέλα Σιξτίνα στις 13 Μαρτίου σήμανε την εκλογή του outsider. Και η εκλογή αυτή εξέπληξε πολλούς. Σύντομα, μια ροή πληροφοριών ανέλαβε να καλύψει το κενό γνώσης με την πληθώρα της σύγχυσης. Αναμφίβολα, κάποια ερωτηματικά χρήζουν μεγαλύτερης έρευνας και διακρίβωσης, μέσα στις πραγματικές συνθήκες που γεννούν συγκεκριμένες συμπεριφορές, και όχι στη σφαίρα ενός φανταστικού παραδείσιου "λούνα παρκ", το οποίο ενδέχεται να έχει κανείς στο νου του ως ιδανική κοινωνία.

Δεν θέλω σε καμία περίπτωση να ελαφρύνω το βάρος της στάσης του νέου πάπα προς το δικτατορικό καθεστώς του στρατηγού Βιντέλα, και ακολούθως των Βιόλα, Γκαλτιέρι και Μπινιόνε, κάθε άλλο. Ούτε θα υπενθυμίσω ανάλογες στάσεις πλείστων όσων εκκλησιαστικών ηγετών σε απάνθρωπα καθεστώτα. Αλλά θα επισημάνω πως ένας νεοεκλεγείς πάπας δεν θα κριθεί ιστορικά τόσο από το παρελθόν του, όσο από την πορεία του στο εξής.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι για πρώτη φορά ανέρχεται στον παπικό θρόνο υποψήφιος από τη Λατινική Αμερική, που σε κάθε περίπτωση έχει πείρα της φτώχειας και της δυστυχίας. Ακόμα και αν ο ίδιος δεν είναι ο κατεξοχήν εκπρόσωπος της Θεολογίας της Απελευθέρωσης, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί το ενδιαφέρον του για ζητήματα κοινωνικής δικαιοσύνης.

Είναι ένας Ιταλός πάπας, μετά από πολλά χρόνια επίσης. Είναι ο πρώτος Ιησουίτης στον θρόνο της Ρώμης. Είναι αρκετά νέος και θα βάλει τη σφραγίδα του στα πράγματα, όσο και αν το περιβάλλον αντισταθεί σε νεωτερισμούς.

Τα πρώτα δείγματα της συμπεριφοράς του είναι ενθαρρυντικά. Καταρχάς, η επιλογή του ονόματος Φραγκίσκου, που παραπέμπει ευθέως στον άγιο Φραγκίσκο της Ασίζης, τον επονομαζόμενο και Φτωχούλη για την εθελούσια φτώχεια του. Ο άγιος Φραγκίσκος είναι ένας από τους μεγαλύτερους καθολικούς αγίους, πολύ αγαπημένος και στα καθ’ ημάς, χάρη στο βίο και τη γενικότερη πολιτεία του. Την προσωπικότητά του ανέδειξε η μοναδική πένα του Νίκου Καζαντζάκη, στη μυθιστορηματική βιογραφία Ο Φτωχούλης του Θεού.

Φραγκίσκος είναι εξάλλου και ο ιδρυτής του τάγματος των Ιησουϊτών και άμεσος μαθητής του Ιγνατίου Λογιόλα, Φράνσις Ξαβιέ της Ναβάρ, γνωστός για το τεράστιο ιεραποστολικό του έργο στη Μέση και την Άπω Ανατολή, γενικότερα στην Ασία. Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει το μέγεθος του έργου των Ιησουιτών, την ευρυμάθεια και τη διπλωματική δεξιότητα των μελών του τάγματος. Αν υπάρχουν και κάποιες σκοτεινές σελίδες στην παλαιότερη ιστορία τους, όπου η διπλωματία γίνεται μηχανορραφία, σήμερα η συνεισφορά τους είναι εξόχως θετική για τη ρωμαιοκαθολική θεολογία. Μακάρι ο νέος πάπας να συνδυάσει την ανοιχτότητα των Ιησουιτών με το πάντα φιλάλληλο πνεύμα των Φραγκισκανών.

Ο Φραγκίσκος Α’ έχει ήδη διακριθεί για τη φροντίδα του προς τους φτωχούς. Προσηνής και απλός στη συμπεριφορά του, αντί να πλύνει τα πόδια κληρικών του, όπως είθισται, προτίμησε στην τελετή του Νιπτήρος να πλύνει τα πόδια 12 φορέων του HIV, κίνηση με υψηλή συμβολική αξία. Στην πρώτη ομιλία του μίλησε για τη λογική του σταυρού που διακρίνει τον χριστιανό. Επέμεινε ότι ακόμα και τα εκκλησιαστικά αξιώματα όλων των βαθμίδων δεν έχουν παρά κοσμικό χαρακτήρα αν κάποιος δεν πορεύεται ως μαθητής του Χριστού, αίροντας τον σταυρό του. Σημαντικότατο είναι ότι μίλησε για τη σημασία του Αγίου Πνεύματος, κάτι που φέρνει πιο κοντά τη θεολογία της αγίας Έδρας προς την ανατολική Ορθόδοξη θεολογία.

Πέρα από πνευματικά ή θεολογικά ζητήματα, η επίδραση της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας μπορεί να είναι τεράστια και στο σχεδιασμό της ευρωπαϊκής πολιτικής. Ίσως η χώρα μας ειδικότερα έχει να κερδίσει από μια αλλαγή στάσης του Βατικανού περισσότερα από όσα φαντάζεται.

Για το λόγο αυτό είναι πολύ σημαντική η παρουσία του Οικουμενικού Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίου στην ενθρόνιση του επισκόπου Ρώμης Φραγκίσκου Α’. Για πρώτη φορά μετά το σχίσμα του 1054 παρίσταται σε μια τέτοια ευκαιρία ορθόδοξος Πατριάρχης. Η σημασία της παρουσίας του δεν άπτεται μόνο πολύ σημαντικών θεολογικών ζητημάτων και εξελίξεων, που αρνούνται να τα δουν όσοι θεωρούν απαρασάλευτη την ιστορία, όσοι την εκλαμβάνουν ως έναν μαγικό χώρο του παραμυθιού, έναν χώρο μετεωρισμού στην αοριστία και όχι, θεολογικά ιδωμένο, έναν δυναμικό χώρο σάρκωσης του Χριστού.

Η παρουσία του άπτεται των καθοριστικών πολιτικών ζητημάτων που σχετίζονται με τη σύνδεσή μας με τον ευρωπαϊκό νότο και την από κοινού αντιμετώπιση ζητημάτων της οικονομικής κρίσης, έναντι μιας στείρας πολιτικής άγριας λιτότητας, που επιβάλλεται κυρίως από τον ευρωπαϊκό Βορρά. Θα μπορούσε να είναι αιχμή του δόρατος μιας διπλωματίας, που φοβούμαστε ότι δεν έχει καν σχεδιαστεί.

Καθώς η επιστροφή ενός Ιταλού στην έδρα του Βατικανού, ενός ανθρώπου με ιδιαίτερη ευαισθησία σε ζητήματα φτώχειας, μπορεί να συμβάλει σε μια κάποια αλλαγή πλεύσης στην ευρωπαϊκή πολιτική, πριν ενδεχομένως να είναι πάρα πολύ αργά για όλο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα, πρέπει και εμείς να δημιουργήσουμε τις συμμαχίες μας στο Νότο. Όχι να μείνουμε σε ένα περιθώριο μιας Ανατολής που στη βάση αταβιστικών χαρακτηριστικών ενός ευρωπαϊκού σχεδιασμού οφείλει να τιμωρηθεί και μόνον. Η αμυντική περιχαράκωση δεν υπηρετεί την υπόθεσή μας σε αυτή τη φάση, αντίθετα το διπλωματικό άνοιγμα την υπηρετεί. Και υπ’ αυτή την άποψη η επίσκεψη Βαρθολομαίου στη Ρώμη μπορεί να σημάνει περισσότερα για τον ελληνισμό από όσο εκ πρώτης όψεως φαίνεται.

22 Μαρ 2013

Το Βιβλίο της Μάνας




Δυο μορφές συνόδευαν πάντα τη μνήμη μου από τα μικρά μου χρόνια  και σφράγιζαν τη ζωή μου με την παρουσία τους αλλά και με την απουσία τους. Ο πατέρας μου και η θεία μου, αυτή που έμεινε ανύπαντρη και τη θεωρούσα σχεδόν μητέρα, αλλά και καταφύγιο όταν θύμωνα με τη μητέρα. Γιατί είχε έναν τρόπο η θεία, μια γυναίκα ισχνή, με κότσο και μακριά μανίκια, να είναι πάντα γλυκιά και γεμάτη κατανόηση…
Αν ο πατέρας μου μου δίδαξε την ελευθερία, την αγάπη στα γράμματα και τη σπουδή, το στοχασμό και τη θεολογία, η θεία με μύησε σε μια ζωντανή πίστη και λατρεία. Επίσης, στην πλησμονή της επιείκειας και της χαράς καθώς και μιαν απέραντη βεβαιότητα και σιγουριά, που εγώ υποχθόνια την υπέσκαπτα ασταμάτητα με βέλη αμφισβήτησης και οβίδες θυμού.
Όταν εγώ γεννιόμουν, εκείνη έσβηνε από την επάρατη νόσο. Και όμως, χωρίς να γνωρίζω και ασφαλώς χωρίς να ελπίζω, μου χαρίστηκε πολλές πολλές δεκαετίες ακόμα. Η ιστορία ενός θαύματος, πώς από το χείλος του θανάτου κρατήθηκε στη ζωή, ήταν μία από τις μείζονες οικογενειακές μας αφηγήσεις που άκουγα ξανά και ξανά, αν και σε κομμάτια σπασμένα. Λίγο η μαμά, λίγο περισσότερο η γιαγιά, με την ίδια τη θεία τα μιλήσαμε όταν μεγάλωσα αρκετά και περίσσευσα σε θράσος.
Το θαύμα αυτό, ένα μη καταγεγραμμένο θαύμα αγίου του 20ού αιώνα, θέλησε η μητέρα μου να το αφηγηθεί σε περισσότερο κόσμο. Τώρα έχουν περάσει σχεδόν 50 χρόνια, και η θεία, που στο τέλος της ζωής της έγινε μοναχή, δεν ζει πια.
Η μητέρα μου συγκέντρωσε όλες τις πληροφορίες, διασταύρωσε στοιχεία για πρόσωπα και γεγονότα, επιβεβαίωσε ξεχασμένες λεπτομέρειες, και μετά από αρκετή δουλειά μας υπέβαλε ένα χειρόγραφο, υποψήφιο προς έκδοση, μάλλον όχι δίχως κάποια ταραχή.
  Αν θέλετε να το εκδώσετε…, μας είπε, για να την κόψω αμέσως με το ψαρωτικό επαγγελματικό μου ύφος:
– Θα το διαβάσουμε και θα σου πούμε, δήλωσα σε πληθυντικό μεγαλοπρεπείας αλλά και γιατί τα υποψήφια έργα περνούν από 40 κύματα.
– Ξέρεις, συνέχισε σε τόνο απολογητικό, δεν είναι υψηλή θεολογία, ούτε κάτι περισπούδαστο…
Συγκινήθηκα με το άγχος της, αλλά, δεν ξέρω γιατί, πάντα φέρομαι στη μάνα κάπως σκληρά… Είμαι μια κακιά κόρη, αυτό είναι.
  Αν είναι να εκδοθεί, ξεκαθάρισα, θα δεχτείς διορθώσεις και θα σε εκδικηθώ για όλα όσα πέρασα στο δημοτικό, όταν μου διόρθωνες τις εκθέσεις.
Ακόμα θυμόμουν η μνησίκακη, τι τράβαγα παιδί με τη σχολαστικότητα και τελειοθηρία της μάνας μου, που ξεκίναγε με δεκάδες μολυβιές και κατέληγε σε σκίσιμο της σελίδας και ξαναγράψιμο από την αρχή. Τίποτε, μα τίποτε δεν ήτανε καλό… αυτή η σκέψη με στοίχειωνε δεκαετίες ακόμα. Όλα ασύνταχτα, ασαφή, χωρίς σειρά, ατάκτως ερριμένα. Θυμήθηκα τον πόνο και τη φρίκη αυτών των στιγμών, μέχρι που έκανα την επανάστασή μου και δήλωσα ότι δεν θέλω να μου ξαναδεί τις εκθέσεις και ας είναι οι χειρότερες της τάξης.
Άθελά μου συνοφρυώθηκα.
Η μάνα γέλασε, ξεκαρδίστηκε στο γέλιο.
  Εντάξει, μου είπε, κι έσκασα κι εγώ μισό στραβό χαμόγελο.
Όταν άρχισα να διαβάζω το χειρόγραφο άρχισα να επανεκτιμώ διαφορετικά τα δεινά που πέρασα μικρή. Γιατί ήταν ένα χειρόγραφο καλογραμμένο, ευχάριστο, γλαφυρό, με «σειρά και τάξη». Μου άρεσε. Δεν έχρηζε διορθώσεων ούτε επεμβάσεων. Κι αν έγιναν μια δυο, είναι λόγω του παραπάνω θάρρους, της συγγένειας αίματος με τη συγγραφέα. Και ενδεχομένως λόγω και της δικής μου διάθεσης να πω το κατιτίς μου σ’ αυτή την αφήγηση, έστω να πειράξω ένα κόμμα.
Τώρα πιάνω στα χέρια μου το βιβλίο της μάνας, και νιώθω συγκίνηση. Και για το περιεχόμενο, μια από τις πιο σημαντικές ιστορίες της ζωής μου, και γιατί το έφερε σε πέρας τώρα στα στερνά. Οι μεγάλοι άνθρωποι έχουν άλλη σχέση με το χρόνο. Και η μάνα μου είχε την αίσθηση του κατεπείγοντος. Εμείς πάλι, προχωρούσαμε τη δουλειά με τους δικούς μας  πολυάσχολους ρυθμούς, δηλαδή χαλαρά…
Σ’αγαπώ μάνα, στο έχω πει; Μάλλον όχι. Δεν σε συνηθίζω σε τρυφερότητες. Ας στο πω τώρα. Μου είναι πιο εύκολο στο χαρτί, παρά καταπρόσωπο. Σχεδίασα το βιβλίο σου με αγάπη, το στεγάσαμε με χαρά. Και είναι πανέμορφο μάνα. Πανέμορφο χάρη και στον πίνακα του εξωφύλλου, έργο δικό σου.
Γιατί δεν σου το είπα ποτέ:
Από σένα έμαθα να αγαπώ την τελειότητα και την ομορφιά, μάνα.