7 Ιαν 2017

Κριτική και Κριτική, 2.



Εύη Βουλγαράκη-Πισίνα, Δον Κιχότης, 2010-2011.

Ακρυλικό σε χαρτί Modiliani, Candido, 320 gr. Διαστάσεις 51 x 72. 
Ανήκει στον μικρό Αλέξανδρο.



Το ξέρω ότι ζητώ πολλά στην κοινωνία. Στη βάση όλων είναι ο νόστος του Θεού.
Ε.Β.Π.


Υπάρχει κριτική και κριτική.[1]

Από το απέραντο κουτσομπολιό μιας γυναικείας ή ανδρικής ομήγυρης, με πνεύμα αυταρέσκειας και υπεροχής, με πνεύμα μικρολογίας, μέχρι την κριτική εκείνη που βοηθάει τη γνώση, την επιστήμη ή και την καλλιτεχνική δημιουργία.

Υπάρχει κριτική που γίνεται με λόγο, είναι λεπτολόγα και μετρημένη, και κριτική που γίνεται με πάθος, με διαίσθηση και αφαιρετικά, σαν ένας πίνακας με μονοκοντυλιά.

Από το φτηνό κουτσομπολιό ενός κοινωνικού υποσυνόλου, πάντα εμπιστευτικά και συνωμοτικά, μέχρι τον ατέλειωτο γεροντοκορισμό ενός γκρινιάρη, πάντα στη διαπασών, πάντα ενώπιον ακροατηρίου και κατά το δυνατόν δημόσια, πολλά είδη κριτικής έχουν ειδολογικές συγγένειες. Και οι περισσότερες μορφές κριτικής αυτού του είδους δέχονται επίσης τη βουβή κριτική του πιο υγιούς μέρους της κοινωνίας, που απλώς κουρασμένο και επιβαρυμένο από την τοξικότητα στρέφει σιωπηρά τα νώτα της.

Μα πιο πολύ από τα διάφορα είδη κριτικής, σε ό,τι αφορά ζητήματα κοινωνικά και όχι τόσο επιστημονικά ή καλλιτεχνικά, σημασία έχει τούτο το ζήτημα, που είναι και βασικό μέτρο διάκρισης. Η κριτική γίνεται με χαιρεκακία ή άραγε με πόνο; Με αγάπη και συμμετοχή; Ή ως εργαλείο κατατρόπωσης του άλλου, τον οποίο ενώ τον κρίνουμε στην ουσία δεν του ρίχνουμε ούτε μια ματιά, δεν τον βλέπουμε καν.

Εδώ περνάμε από την ίδια την κριτική στην προθετικότητα του κρίνοντος. Και είναι θέμα δύσκολο. Η ερμηνεία προθέσεων είναι δύσκολη, αμφίρροπη και επικίνδυνη υπόθεση, μια μορφή κριτικής η ίδια, κάποτε περισσότερο ύποπτη για τις δικιές της προθέσεις, παρά αθώα και θετική.

Συχνά όμως η προθετικότητα γίνεται εμφανής στο ίδιο το περιεχόμενο, το ίδιο το ύφος της κριτικής. Η κριτική που γίνεται από αγάπη εμπεριέχει εκφράσεις συμπάθειας, σχεδόν συγγνώμης για το αναγκαίο να εκφραστούν κάποιες επισημάνσεις. Η κριτική που γίνεται εχθρικά, και με χαιρεκακία, τείνει να γίνεται απαξιωτική, συχνά ολοσχερώς μηδενιστική. Συχνά επενδύεται με το (αυτοανακηρυσσόμενο!) αλάθητο του κρίνοντος.

Επιδημικές διαστάσεις έχει πάρει και μια μορφή πολιτικής κριτικής από τη θέση του ανθρώπου που τα ξέρει όλα, αλλά δεν αναλαμβάνει ευθύνες για τίποτα. Ζούμε, δικαίως ως ένα βαθμό, την εποχή της άρνησης, αλλά η άρνηση δεν οικοδομεί από μόνη της κάτι, μήτε καν μια επαναστατική πορεία, μια πορεία ρήξης.

Αν όμως η επιδημία αυτή συνδέεται με την αδυναμία παραγωγής πολιτικού λόγου και πράξης και δείχνει μια έλλειψη επάρκειας, υπάρχει και η άλλη μορφή κριτικής που αποδεικνύεται πολυεπίπεδα προσοδοφόρα.

Στήνουν καριέρα κάποιοι με τον κριτικό τους λόγο, που δείχνει να έχει ιδιαίτερη δημοφιλία. Ο λόγος τους είναι μηδενιστικός, αλλά δεν το κάνουν από ιδιαίτερη εμπάθεια ή κακία. Μήτε από αγάπη ασφαλώς, μήτε από διάθεση διόρθωσης των κακώς κειμένων. Οι άνθρωποι αυτοί έχουν τέτοια στόμωση συναισθηματική και νοητική, που τα πράγματα που μοιάζουν να τους βγάζουν από τα ρούχα τους δεν τους συγκινούν πραγματικά. Μονάχα καμώνονται θυμό, όπως καμώνονται και τη δική τους φαρισαϊκή αρετή. Όλα τα πράγματα, όλες οι λέξεις δεν είναι παρά ένα καλοσχεδιασμένο σκηνικό θεάτρου, που δεν υπηρετεί τίποτε άλλο από τη δική τους προβολή.

Ξεγελούν πολύ κόσμο, αλλά όχι τους ανθρώπους εκείνους που νοιάζονται πραγματικά.

Το σημείωμα αυτό γράφεται με συγκεκριμένη αφορμή. Κουραστήκαμε με τους πορνικούς χορούς της κάθε Σαλώμης.


------------------------


[1] Πάνω στο ζήτημα αυτό έχω γράψει ένα αρκετά εμπεριστατωμένο δοκίμιο με τίτλο «Κριτική και Κριτική», ως εισαγωγικό στη στήλη της κριτικής βιβλίου στο περιοδικό Βημόθυρο, 1 (2009-10): 219-221. Εκεί συνομιλώ όχι μόνο με τις ανάγκες και τη δεοντολογία της κριτικής στο χώρο του βιβλίου, αλλά και με τη θεολογική παράδοση περί κατακρίσεως. Με αφορμή εξάλλου το βιβλίο του Ηλία Βουλγαράκη, Συ τι κρίνεις τον αδερφό σου, αναφέρω και μια άγνωστη ιστορία της συνάντησης του Ηλία με τον άγιο Πορφύριο, στην οποία ήμουν παρούσα, και μια εξόχως διορατική συζήτηση γύρω από την κριτική και την κατάκριση.