30 Ιαν 2013

Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες


Ἡ εἰκόνα τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν εἶναι ἔργο τῆς ἁγιογράφου
Ἐμιλίας Κλὲρξ καὶ βρίσκεται στὸν Ὀρθόδοξο ναὸ
τοῦ Ἁγίου Νικολάου στὸ Ἄμστερνταμ


Κάθε ἐπέτειος παρουσιάζει γιὰ τὸ πρόσωπο ποὺ θὰ ἐκφωνήσει τὸν πανηγυρικὸ τῆς ἡμέρας μιὰ ἰδιαίτερη δυσκολία. Πῶς θὰ καταφέρει νὰ μετατρέψει τὸν ἐπετειακὸ χαρακτήρα τῆς γιορτῆς σὲ λόγο ποὺ νὰ μὴ θυμίζει περιήγηση σὲ μουσεῖο, ἀλλὰ νὰ ξεχύνεται ἄμεσος, ἀνεπιτήδευτος, ζωντανὸς καὶ σχετικὸς μὲ τὴ ζωή μας σήμερα. Ἂν αὐτὸ ἰσχύει γιὰ κάθε ἐπέτειο, πολὺ περισσότερο μοιάζει νὰ ἀφορᾶ τὴ γιορτὴ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν. Τὶ εἶναι τελικὰ ἡ γιορτὴ αὐτή; Μιὰ ἀφορμὴ γιὰ ἐναλλαγὴ στὴ σχολικὴ ζωὴ μὲ ἕνα ἀκόμα πανηγυρισμό; Μιὰ εὐκαιρία νὰ χάσουμε μάθημα;

Ἂν σὲ κάθε ἐπέτειο ὁ χρόνος καὶ ἡ ἐπανάληψη δημιουργοῦν τὴ ρουτίνα καὶ τὴν ἀπόσταση, ἐδῶ ἔρχεται καὶ ἕνας τρίτος παράγοντας νὰ προστεθεῖ γιὰ νὰ δημιουργήσει τὴν (ψευδὴ) αἴσθηση ὅτι οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες εἶναι ἀγεφύρωτα ἀπόμακροι. Ὁ παράγοντας αὐτὸς εἶναι ἡ ἔννοια τῆς ἁγιότητας. Ἔχουμε συνηθήσει νὰ βλέπουμε τοὺς ἁγίους ὡς ἁγιογραφίες στὸν τοῖχο, στατικούς, σὲ μιὰ τελειωμέ­νη ἀκινησία ἔξω ἀπὸ τὴ ζωή. Τοὺς φανταζόμαστε ὑπερανθρώπους, κι αὐτὸ εἶναι τελικὰ ἀπάνθρωπο.

Καὶ ὅμως. Ἡ ἁγιότητα δὲν εἶναι κάτι ἀπροσέγγιστο, δὲν εἶναι κάτι ἀπρο­­σπέ­­λαστο. Οἱ ἅγιοι εἶναι ἅγιοι γιατὶ εἶναι πρῶτα-πρῶτα καὶ κατεξοχὴν ἄνθρωποι. Στὴν ἀνθρωπινότητα, στὴν πολυδιάστατη προσωπικότητα τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν θὰ ἐπικεντρώσουμε τὴν προσοχή μας σήμερα.

Οἱ καιροὶ στοὺς ὁποίους ἔζησαν εἶχαν πολλὰ κοινὰ σημεῖα μὲ τοὺς δικούς μας. Μακριὰ ἀπὸ κάθε ἐξιδανίκευση θ’ ἀνακαλύψουμε ὁμοιότητες ἀκόμα καὶ στὰ μικρὰ καθημερινὰ πράγματα.

Μιλοῦσε ὁ Χρυσόστομος, γιὰ παράδειγμα, στὴν κατάμεστη ἐκκλησία τῆς Ἀντιόχειας 1500 χρόνια πρίν, καί —παρὰ τὴ ρητορική του δεινότητα— ὁ κόσμος δὲν πολυπρόσεχε στὸ κήρυγμα. Προτιμοῦσε νὰ χαζεύει τὰ σοῦρτα φέρτα τοῦ καντηλανάφτη δημιουργώντας μεγάλη ἀναστάτωση, μέχρι ποὺ ὁ ἱερὸς πατὴρ ἀναγκάστηκε νὰ τοὺς ἐπιπλήξει αὐστηρότατα. Ἂς μὴ φανταζόμαστε λοιπὸν μιὰ Ἐκκλησία ἰδανική.

Ὄχι μόνο στὴ μικροκλίμακα τῆς καθημερινότητας, ἀλλὰ καὶ σὲ σοβαρότατα θέματα ποὺ ἀφοροῦσαν στὴ διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας τὰ πράγματα δὲν πήγαιναν πολὺ καλά. Στὴν πατρίδα τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου ὑπῆρχαν ταυτόχρονα —ἐκτὸς ἀπ' τὴν κανονική— ἄλλες τέσσερις σχισματικὲς ἐκκλησίες, γεγονὸς ποὺ δημιουργοῦσε μεγάλη σύγχυση, ἰδιαίτερα στοὺς καινούργιους πιστούς. Ὅταν, ὡς ἀρχιεπίσκοπος τῆς Κωνσταντινούπολης, περιόδευσε στὴ Μικρὰ Ἀσία ἀναγκάστηκε νὰ καθαιρέσει (παύσει) ἕξι ἐπισκόπους ποὺ εἶχαν λάβει τὸ ἐπισκοπικὸ ἀξίωμα μὲ σιμωνία (δηλαδὴ δωροδοκώντας καὶ λαδώνοντας).

Ὁ Μέγας Βασίλειος καὶ ὁ Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνὸς δέχτηκαν τὸ μυστήριο τῆς ἱεροσύνης σὲ ἀντίθεση μὲ τὶς προσωπικές τους ἐπιθυμίες καὶ ἐπιλογὲς χάρη στὴν παρότρυνση τοῦ λαοῦ καὶ στὴν πιεστικὴ ἀνάγκη ποὺ δημιουργοῦσε ἡ αἴσθηση ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἦταν καράβι ἀκυβέρνητο καὶ ἀπροστάτευτο μποροστὰ στὶς ἐπιθέσεις τῶν αἱρετικῶν.

Ὅλα αὐτὰ δὲν λέγονται βέβαια γιὰ νὰ ἀποκαθηλώσουμε τὰ ἱερὰ καὶ τὰ ὅσια. Ἀλλὰ γιὰ νὰ δείξουμε ὅτι μέσα σὲ μιὰ ἐποχὴ παρακμῆς, μέσα σὲ ἕνα γενικὸ κλίμα μετριότητας ἀνέπτυξαν τὴ δράση τους καὶ τὶς ἀντιστάσεις τους οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες, κάνοντας οὐσιαστικὲς τομὲς στὸ ροῦ τῆς ἱστορίας καὶ λειτουργώντας ὡς πυξίδα ἀκόμα καὶ σήμερα.

Ἡ ἐποχὴ (τέλη τέταρτου - ἀρχὲς πέμπτου αἰώνα) ἦταν μιὰ ἐποχὴ μεταίχμιο καὶ μετάβασης ἀπὸ τὸν παλιὸ εἰδωλολατρικὸ κόσμο στὸν καινούργιο ποὺ σταδιακὰ ἑδραιωνόταν στὴ χριστιανικὴ πίστη. Καὶ οἱ τρεῖς Πατέρες γνώρισαν τὰ πισωγυρίσματα καὶ τοὺς διωγμοὺς τοῦ Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτη· τὴ σύγκρουση μὲ αὐτοκράτορες ποὺ στήριζαν τὴν αἵρεση τοῦ Ἀρείου· ἐνδοεκκλησιαστικὲς ἔριδες... καὶ προδοσίες ἀκόμα καὶ ἀπὸ οἰκεῖα πρόσωπα· τὶς μηχανοραφίες τοῦ παλατιοῦ.

Γύρω τους ζοῦσαν χριστιανοί, αἱρετικοί, ἑβραῖοι, εἰδωλολάτρες. Ἔζησαν ἀνάμεσα σ’ αὐτὸ τὸν κόσμο καὶ ὄχι σὲ ἀπόσταση. Φυλετικὰ συναναστράφηκαν μὲ Ἕλληνες, Ἑβραίους, Ρωμαίους, Σύρους, Πάρθους, Γότθους, Ἰσαύρους, Φοίνικες καὶ πολλοὺς ἄλλους λαούς. Σχετίστηκαν μὲ ἀνώτερα στρώματα καὶ τὸ φτωχὸ λαό, μὲ μορφωμένους καὶ ἀμόρφωτους. Συνεργάστηκαν μὲ ἄνδρες καὶ γυναῖκες.

Ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὁ φλογερὸς κήρυκας, ἄνθρωπος τῆς ἄσκησης ἀλλὰ καὶ τῆς πρακτικῆς σκέψης, ἀναλώθηκε σὰ λαμπάδα στὸ κήρυγμα. Σὲ μιὰ ἀδιάκοπη, ἐντατικὴ σχέση μὲ τὸν κόσμο, πάσχισε νὰ τοὺς κερδίσει γιὰ τὸν Χριστό. Ἡ θεολογική του σκέψη ἦταν διαρκὴς διάλογος ἀνάμεσα στὴν πίστη καὶ τὴν ἀπιστία ἢ τὴν ὀλιγοπιστία, ἀνάμεσα στὴν ἀλήθεια ποὺ ἐλευθερώνει τὸν ἄνθρωπο καὶ τὶς αὐτάρεσκες παρανοήσεις της. Ὁ ἱερὸς πατὴρ κινεῖτο διαρκῶς πρὸς τὸν ἄλλο, ὄχι μόνο γιὰ νὰ ἀπαντήσει στὶς ὑπαρξιακὲς ἀγωνίες καὶ ἀπορίες τους, ἀλλὰ καὶ στὶς συγκεκριμένες ἀνάγκες τους. Ἔσκυψε μὲ ἄπειρη ἀγάπη στὸν πόνο τῶν φτωχῶν, τῶν περιφρονημένων, τῶν περιθωριακῶν. Στήριξε τὶς γυναῖκες, γιατὶ αὐτὲς γέμιζαν καὶ στήριζαν τὴν Ἐκκλησία. Δίδαξε τοὺς Ἕλληνες νὰ μὴν περηφανεύονται, μιὰ ποὺ οἱ φυλετικὰ βάρβαροι συχνὰ ἀποδεικνύονται σοφότεροι, πνευματικότεροι, ἁγιότεροι. Ἔτσι ἡ ἀλήθεια δὲ βρίσκεται σὲ μιὰ φυλή —οὔτε κὰν στὴν ἀγαπημένη δικιά μας— ἀλλὰ στὴν ἀποδοχὴ τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ. Γιὰ τὴ διάδοση τῆς χριστιανικῆς πίστης σὲ ὅλη τὴν τότε οἰκουμένη ἀγωνίστηκε ὁ ἱερὸς πατὴρ μὲ ὅλες τὶς δυνάμεις του σὲ ἕνα πνεῦμα διεθνιστικῆς —θὰ λέγαμε— ἀδελφοσύνης, ἤδη ἀπὸ νεαρὸς διάκος καὶ ἀργότερα ὡς Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Σὰν τοὺς προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἀφοῦ ἡ γλώσσα τῆς ἀλήθειας εἶναι σκληρή, ἔγινε συχνὰ δυσάρεστος. Φυλακίστηκε, ἐξορίστηκε, τὸν ἐπανέφεραν θριαμβευτικὰ στὴν Πόλη, ἐξορίστηκε καὶ πάλι, ὁδοιπόρησε, κακουχήθηκε, κινδύνεψε, ἀρρώστησε καὶ στὸ τέλος πέθανε στὴν ἀφιλόξενη Κουκουσό τῆς Μικρᾶς Ἀσίας.

Ὁ Μέγας Βασίλειος πολυμαθής, πολυτάλαντος, ἦταν ὁ κατεξοχὴν ὀργανωτικὸς τύπος. Σὲ ἐποχὴ ποὺ κάθε ἔννοια κοινωνικῆς πρόνοιας ἦταν ἄγνωστη, γιατρὸς κι ὁ ἴδιος, ἵδρυσε ὁλόκληρη πολιτεία πρόνοιας μὲ πολλὰ καὶ πρωτοποριακὰ ἱδρύματα, τὴ Βασιλειάδα, ἀναζητώντας τρόπο νὰ κάνει τὸ βίωμα τῆς πίστης πράξη. Ἡ φροντίδα του στοὺς φτωχοὺς καὶ ἀπόκληρους καὶ ἡ γενναιοδωρία του ἦταν τόσο παροιμιώδης ὥστε καὶ σήμερα ἀκόμη σὲ μιὰ περιβεβλημένη μὲ μύθο προσέγγιση τοῦ Ἁγίου Βασιλείου τὰ μικρὰ παιδιὰ περιμέ­νουν κάθε χρόνο νὰ τοὺς φέρει δῶρα στὴ γιορτή του.

Ἀσκητὴς ὁ ἴδιος, ἔδειξε τὸ δρόμο γιὰ τὴν κοινωνικότητα τοῦ μοναχικοῦ βίου. Οἱ κανόνες του γιὰ τὴ μοναστικὴ ζωὴ ἀποτελοῦν ἀκόμη σήμερα τὸ κύριο πρότυπο γιὰ τὸν κοινοβιακὸ μοναχισμὸ ὄχι μόνο στὴν ὀρθόδοξη Ἀνατολὴ μὰ ἀκόμα καὶ στὴ Δύση.

Ἐπίσκοπος στὴν Καισάρεια, ἀνέπτυξε μιὰ πολυσχιδὴ ἐκκλησιαστικὴ δράση, γεγονὸς ποὺ ἐνόχλησε τὴν πολιτικὴ ἐξουσία, ἡ ὁποία ὑποστήριζε τότε τὴν αἵρεση τοῦ Ἀρείου. Στὶς ἀπειλὲς τοῦ Μοδέστου, ἐκπροσώπου τοῦ αὐτοκράτορα, ἀπάντησε μ’ ἕναν τρόπο ποὺ θὰ τὸν συμπυκνώναμε ὡς ἑξῆς: «Ὁ βρεγμένος τὴ βροχὴ δὲν τὴ φοβᾶται». Δηλαδή:

Ἡ δήμευση τῆς περιουσίας δὲν ἦταν ἀπειλὴ γιὰ τὸν Βασίλειο, τὸν ἄνθρωπο ποὺ εἶχε δωρήσει καὶ μοιράσει τὰ πάντα.

Ἡ ἐξορία πάλι δὲν ἦταν ἀπειλή, γιατὶ παντοῦ ὅπου γῆς αἰσθανόταν τοὺς ἀνθρώπους ἀδέρφια καὶ τὴ χώρα πατρίδα.

Ὁ θάνατος θὰ συντόμευε τὸ χρόνο καὶ θὰ σήμαινε τὴν ταχύτερη ἐκπλήρωση τῆς προσδοκίας γιὰ μιὰ ζωὴ κοντὰ στὸν Χριστό.

Στὸ ἴδιο οἰκουμενικὸ καὶ φιλάνθρωπο πνεῦμα μὲ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο, ὁ Βασίλειος κινήθηκε σὲ πρακτικὰ καὶ θεωρητικὰ θέματα ἐνῶ ἀσχολήθηκε ἰδιαίτερα μὲ τὸ ζήτημα τῆς παιδείας καὶ τόνισε τὸ κέρδος ποὺ ἔχουν οἱ χριστιανοὶ νέοι μελετώντας τοὺς ἀρχαίους συγγραφεῖς.

Ὁ Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός, ὁ πιὸ θεωρητικὸς ἀπὸ τοὺς Τρεῖς Ἱεράρχες, ποὺ ἐπονομάστηκε καὶ Θεολόγος, φύση εὐαίσθητη καὶ ποιητική, προτιμοῦσε πάντα ἕνα μοναχικὸ βίο στοχασμοῦ καὶ προσευχῆς. Ἡ ζωὴ ὅμως τὸν ὁδήγησε ἐπανειλημμένα ν’ ἀναλάβει διοικητικὲς ἁρμοδιότητες. Ὅταν, πρὶν τὸν Χρυσόστομο ἀφοῦ ἦταν καὶ λίγο μεγαλύτερος, ἀνέλαβε τὸν ἀρχιεπισκοπικὸ θρόνο τῆς Κωνσταντινούπολης ἡ βασιλεύουσα ἦταν βυθισμένη στὴν ἐπιρροὴ τῶν αἱρέσεων. Μὲ τὰ κηρύγματα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου, ἡ κατάσταση ἀντιστράφηκε σὲ λίγο χρόνο. Ὅμως ὁ Γρηγόριος δὲν ἔμεινε γιὰ πολὺ στὸν ἀρχιεπισκοπικὸ θρόνο. Ἡ ἀφοσίωσή του στὴν ἀλήθεια ἐκλαμβανόταν ὡς μονολιθικότητα καὶ ἀδιαλλαξία ἀπὸ τοὺς διπλωμάτες τοῦ παλατιοῦ. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος δὲν ἦταν ὁ ἄνθρωπος τῶν δημοσίων σχέσεων. Ἀντίθετα, μόλις ὁλοκλήρωνε σὲ κάποιο βαθμὸ ἕνα ἔργο, διακατεχόταν ἀπὸ τάσεις φυγῆς καὶ ἐπιστροφῆς στὴν ἀγαπημένη του ἡσυχία καὶ μοναξιά. Ἔτσι καὶ στὴν Κωνσταντινούπολη δὲν καλλιέργησε ἐπαφὲς καὶ διασυνδέ­σεις, καὶ κατόρθωσε γιὰ πολλοὺς ἀνεπιθύμητος. Ἐνῶ φωνὴ λαοῦ τὸν ἔφερε στὸ θρόνο, οἱ συνομωσίες τῶν διάφορων παραγόντων, πολιτικῶν καὶ ἐκκλησιαστικῶν, τὸν ὁδήγησαν στὴν καθαίρεση καὶ τὴν ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὴ βασιλεύουσα. Αὐτὸ ἦταν γιὰ τὸν Γρηγόριο μιὰ μεγάλη πίκρα, ἀλλὰ μαζί της προέκυπτε ἀπροσδόκητα καὶ ἡ χαρὰ τῆς συγκέντρωσης στὸν ἑαυτό του καὶ ἡ περίοδος τῆς μεγάλης ποιητικῆς του δημιουργίας. Ὁ Γρηγόριος, ποὺ εἶχε πάντα μέσα του τὴν ἀγάπη τῆς γλώσσας καὶ τὴν αἴσθηση τοῦ ρυθμοῦ, ἔγραψε τὰ τελευταῖα αὐτὰ χρόνια τῆς ζωῆς του ἀριστουργηματικὰ ποιήματα μὲ τοὺς κανόνες τῆς προσωδίας. Ἐνῶ ὁ ποιητικός του λόγος προδίδει βαθιὰ γνώση τῆς ἑλληνικῆς γραμματείας, ἔχει πολλὰ στοιχεῖα ὁμηρικῆς προέλευσης καὶ θεωρεῖται ἀρκετὰ δύσκολος, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ἔχει μελετηθεῖ ἀρκετά, ὁ λόγος τοῦ κηρύγματος τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν —ὅπως καταγραφόταν ἀπὸ ταχυγράφους— ἐκφερόταν στὴ δημοτικὴ τῆς ἐποχῆς, ἀφομοιώνοντας δημιουργικὰ μὲ νέο τρόπο ὅλους τοὺς κανόνες τῆς ρητορικῆς τέ­χνης. Ἂν συγκρίνει κανεὶς τὴν πομπώδη γλώσσα συγχρόνων τους εἰδωλολατρῶν ρητόρων μὲ αὐτὴ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, θὰ διαπιστώσει ὅτι στὰ χέρια τους γιὰ πρώτη φορὰ ἡ ἁπλὴ γλώσσα τοῦ λαοῦ ἔδινε μιὰ ἄρτια καλλιτεχνικὴ μορφή, ἀντάξια τοῦ σεμνοῦ περιεχομένου τοῦ χριστιανικοῦ κηρύγματος.

Ἔτσι, ὅταν τοὺς ὀνομάζουμε προστάτες τῶν γραμμάτων, αὐτὸ δὲν εἶναι κενὴ φλυαρία. Ὄχι μόνο συνέβαλαν στὴ διατήρηση, καταγραφὴ καὶ μελέτη ἀρχαίων κειμένων, ἀλλὰ καὶ στὴν παραπέρα ὤθηση, μετεξέλιξη καὶ μεταμόρφωση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας καὶ παιδείας. Τὸ ὅραμα μιᾶς εὐτυχισμένη, ἀνέμελης καὶ ἄνετης ζωῆς δὲν ἦταν ὁ στό­χος τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν. Ἀντίθετα θέλησαν νὰ μοιάσουν ὁλο­κλη­ρωτικὰ στὸ Χριστό, καὶ τοῦ ἔμοιασαν καὶ στὸ σταυρό Του. Ἡ «Ἀλήθεια» εἶναι γιὰ τοὺς Τρεῖς Ἱεράρχες ἕνα ζωντανὸ πρόσωπο, τοῦ σαρκωμένου Λόγου. Ὅμως εἶναι ἐπίσης μιὰ διαρκὴς ἀνθρώπινη ἀνάγκη, μιὰ ἀνθρώπινη ἀναζήτηση. Ὅποιος τὴν ἀναζητεῖ, μπορεῖ νὰ βρεῖ στοὺς Τρεῖς Ἱεράρχες σημάδια καὶ χνάρια γιὰ νὰ χαράξει ἕναν δικό του δρόμο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: