21 Φεβ 2014

Στη Βιβλιοθήκη, Τσικνοπέμπτη!





Ζούσε σε μια χώρα που δεν σεβόταν τους ανθρώπους τις γιορτές, μα μήτε και τις καθημερινές ακόμα. Θα ήθελε να βρίσκεται αλλού, σε μέρη ξωτικά, μα η διοίκηση δεν συμμεριζόταν τον καημό του. Οφείλοντας να καλύψει το έλλειμμα παραγωγικότητας μιας ολόκληρης χώρας, με βαριά καρδιά έπιασε το πόστο εργασίας του.

Εκείνη τη μέρα στη βιβλιοθήκη, όμως, τα πράγματα δεν ήταν σαν τις άλλες μέρες. Καταρχάς τον έτρωγε η μύτη του, τον έτρωγε αφόρητα, δείγμα πως θα έτρωγε ξύλο πολύ. Κατόπιν τον φαγούριζαν οι πατούσες του, μέσα από τις κάλτσες, και είχαν αρχίσει να υπερθερμαίνονται μέσα στο αστικό σκαρπίνι, σαν να του φώναζαν πως έπρεπε να φορέσει σαγιονάρα ή πέδιλο... Μα δεν είχε κοντά του κάτι τέτοιο, και οι πατούσες φούσκωναν, φούσκωναν, θα έσκιζαν τις κάλτσες και τα παπούτσια ακόμη. Κοίταξε ολόγυρα. Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή του που χάρηκε την ησυχία και τη σιωπή, την παντελή έλλειψη κόσμου στη βιβλιοθήκη εκείνη τη μέρα.

Ο βιβλιοθηκάριος τόλμησε. Έβγαλε τις κάλτσες και τα παπούτσια και ανέβασε τα πόδια πάνω στο γραφείο. Ανάσανε. Σκεφτόταν ότι αν ήταν να έρθει η επιθεώρηση δημόσιας διοίκησης, εκείνη τη στιγμή ακριβώς θα ερχόταν. Και πράγματι, ένας πολύ παράξενος θόρυβος ακούστηκε ξαφνικά, σαν να σχιζόταν το παραπέτασμα του ναού της γνώσης στα δυο, κι από μια κουρτίνα που κάλυπτε την αχλή του χρόνου ξεπρόβαλε η Σταυρούλα!

Πήδηξε επάνω στο γραφείο του με χάρη και σβελτάδα, στεριώθηκε στα δυο της πόδια όπως στεριώνονται οι ναυτικοί, σταύρωσε τα δυο της χέρια, και είπε με επιβλητική φωνή. «Σήμερα δεν έχει μάθημα! Είναι Τσικνοπέμπτη!».

Η Σταυρούλα σεβόταν τον εαυτό της ως δασκάλα, μα πάνω απ' όλα την τάξη της. Εκείνος ήθελε κάτι να ψελλίσει, για τις αναπόδραστες και κατεπείγουσες υποχρεώσεις του, αλλά η φωνή ενός αηδονιού τον μάγεψε και του έκλεψε θαρρείς τη λαλιά. Πού να ήταν το αηδόνι; Ένα πουλί διέσχισε το ανοιχτό παράθυρο με ορμή αητού. Μα δεν ήταν μήτε αητός μήτε αηδόνι... Ήταν ένας τσαλαπετεινός, λιγάκι παράξενος. Στ’ αλήθεια είχε φωνή αηδονιού και δύναμη αητού.

Αναρωτιόταν ο βιβλιοθηκάριος σε ποιο βιβλίο είχε μελετήσει τα αηδονικά, γιατί –παράξενο πώς– καταλάβαινε την κάθε λέξη. Ο μαγικός τσαλαπετεινός άπλωσε την παράξενα μεγάλη φτερούγα του, κι από μέσα της ξεδιπλώνονταν εικόνες από παραλίες και ακτές, μαγευτικά τοπία και μέρη που δεν γνώριζαν πόνο δάκρυ ή ανάγκη...

Δεν πρόλαβε ν’ αποκριθεί στον τσαλαπετεινό με το αηδονίσιο κελάηδημα που σε μεθούσε, όταν έπεσε με κρότο ένας πολύ βαρύς και σκονισμένος τόμος. Τρόμαξαν κι οι τρεις. Όπως έπεσε, άνοιξε περίπου στη μέση και από τις σελίδες του πρόβαλε ο Γρηγόρης, παγκόσμιας φήμης αρχαιολόγος και ιστορικός ερευνητής, κρατώντας ένα βοτσαλάκι! Τινάχτηκε πάνω, καλημέρισε ευγενικά τους φίλους, τις φίλες και τα όμορφα πουλιά, και αναφώνησε με ορμή: «Εύρηκα, εύρηκα!» Μαζεύτηκαν κι οι τρεις ολόγυρα να δουν το βοτσαλάκι. «Χρόνια και χρόνια το αναζητούσα», συνέχισε ακάθεκτος ο Γρηγόρης, λες κι ένα όραμα τον συνείχε. «Μα το βρήκα επιτέλους, κατά την τελευταία ανασκαφή, το ξεχώρισα από χιλιάδες άλλα». Η Σταυρούλα στέριωσε τα γυαλιά της, ο βιβλιοθηκάριος ετοιμάστηκε να αποδελτιώσει το εύρημα, και παραλίγο ο Τσαλ το ζαβολιάρικο πουλί να το άρπαζε με το ράμφος του. Μα ο Γρηγόρης το κρατούσε σφιχτά! «Αυτό το βότσαλο, δεν είναι τυχαίο», μίλησε ο Γρηγόρης, και η ομήγυρη λούφαξε τώρα και άκουγε με προσοχή! «Είναι η πέτρα εκείνη με την οποία ο Δαβίδ νίκησε τον Γολιάθ. Μ’ αυτή κι εμείς θα νικήσουμε τον τύραννο και θα πέσει η τυραννία». Οι τρεις κοιτάχτηκαν, έπεσε βαριά σιωπή. Αναμετρήθηκαν με τις δυνάμεις τους, δίστασαν για λίγο. Μα τα μάτια του Γρηγόρη έλαμπαν, γεμάτα έμπνευση. Και τότε από δυο πιο ανάλαφρους τόμους, πλούσιους σε εικονογράφηση και πολύ καλλιτεχνικούς, πετάχτηκαν η Νέφωσις και η Ρούμπη, όμορφες και δυνατές σαν αμαζόνες. «Φέραμε πολεμοφόδια, κι άλλα», είπαν και ξετύλιξαν μπροστά μας ένα μεγάλο δέμα με πιστόλια χρώματος. «Με αυτά θα κατατροπώσουμε τον εχθρό», δήλωσε η Ρούμπη με το αλάθητο χαρακτηριστικό της χιούμορ και μπρίο, κι οδήγησε μπροστά το άλογό της, βαστώντας το παράλληλα σφιχτά από τα γκέμια, για να μην ξεχυθεί ασυγκράτητο στη μάχη πριν την ώρα. Η Νέφωσις ήταν ήδη δίπλα της. Το λάβαρο της επανάστασης ανέμιζε και γινόταν ένα με τα πέπλα του αιθέριου φορέματός της, ενώ το γαλήνιο ευγενικό χαμόγελό της δεν υποψίαζε κανέναν για τη δύναμη που έκρυβε μέσα της.

«Είμαι κι εγώ εδώ», φώναξε η Χάρις η νεράιδα, που κατέβαινε αργά και με περιστροφικές κινήσεις από έναν παλιό πολυέλαιο. Καθώς κατέβαινε, το φως του πολυελαίου μετακινιόταν κι αυτό, γινόταν ένα με το κορμί της. «΄Εχω εδώ το μαγικό ραβδί μου, με το οποίο θα σπείρουμε εννοιολογική σύγχυση στους αντιπάλους», είπε, και η Σταυρούλα που τα πιάνει αυτά αμέσως ενθουσιάστηκε.

Ο Γρηγόρης κοίταξε τον βιβλιοθηκάριο, και ο βιβλιοθηκάριος τον Γρηγόρη. Το πουλί ο Τσαλ ήδη είχε βγει από το παράθυρο και κατόπτευε το πεδίο. Συννενοήθηκαν οι δυο τους με το βλέμμα και παραχώρησαν την αρχηγία στη Σταυρούλα, που ήταν στρατηγός καλός και οργανωτικός.

Μέτρησαν τις δυνάμεις τους. Μόνο ένας έλειπε, το Ερυθρό Καγκουρώ. Αλλά να, πάνω στην ώρα, το τζάμι θρυψαλιάστηκε με πάταγο, οι τοίχοι σείστηκαν και το Ερυθρό Καγκουρώ ήταν ήδη στα άδυτα της βιβλιοθήκης κρατώντας...

... κρατώντας... κρατώντας...

μια τεράστια πιατέλα με αχνιστό, μοσχομυριστό γουρουνόπουλο, τόσο τιτανοτεράστια που θα χρειάζονταν τουλάχιστον 10 μπουκάλια Fairy για να την πλύνουν όλη...

«Έφερα κάτι για να πάρουμε δυνάμεις και να καρδαμώσουμε πριν ξεχυθούμε στη μάχη», είπε. Αυτό το Ερυθρό Καγκουρώ, ήταν απλό στους τρόπους, αλλά του έκοβε πολύ: όλα τα προλάβαινε και όλα τα φρόντιζε. Γι’ αυτό το αγαπούσαν τόσο! Κι ο επαναστατικός στρατός, συγκράτησε για λίγο την ορμή του, προκειμένου να πάρει λίγες δυνάμεις...

Εγώ πάλι μέχρι εκείνη τη στιγμή πληκτρολογούσα μανιωδώς για να αναφέρω όλα τα γεγονότα ως εντεταλμένος ιστορικός του επαναστατικού στρατού – αλλά και με την ακρίβεια και αντικειμενικότητα που αρμόζει σε κάθε ιστορικό που σέβεται τον εαυτό του. Μόλις όμως είδα τη μοσχομυριστή πιατέλα και άρχισαν να με φιλεύουν με τα λουκούλεια εδέσματα, αποξεχάστηκα και λησμόνησα εντελώς τις χρονογραφικές υποχρεώσεις μου. Καθώς το Καγκουρώ ξετρύπωσε από το μάρσιππό του και ένα τσίπουρο θεϊκό, εκεί που άρχισε το γλέντι, ένα γλέντι τρικούβερτο, ένα γλέντι καυτό, εγώ έχασα πλήρως τη σύνδεση με το χρόνο και τη μνήμη.


*


Ο βιβλιοθηκάριος άνοιξε τα μάτια του γεμάτος ανησυχία. Φοβόταν μήπως τα βιβλία είχαν λεκιαστεί με λαδιές, μήπως είχαν περιχυθεί με τσίπουρο. Το πρώτο που αντίκρισε ήταν οι πατούσες του που ξεπρόβαλλαν κάτω από το πάπλωμα. Κοίταξε το ρολόι του. Μέρα Παρασκευή. Εργάσιμη και σήμερα, συνειδητοποίησε, κι αναζήτησε τα ρούχα του. Μα τι έγινε χθες; αναρωτήθηκε, για την ακρίβεια με ρώτησε στο αφτί.




Εγώ πάλι ήξερα ότι συντελέστηκε κάτι πολύ σημαντικό, σχεσιοδυναμικό, γαστριμαργικά και κοινωνικοπολιτικά καθοριστικό. Αλλά δεν είχα τη θέα του συνόλου· κάποιες πτυχές του έμεναν κρυμμένες σε βαθύ, ιλαρό μαύρο. Πώς ν’ αντικρίσω τον αναγνώστη μου και τον εντολέα μου, τώρα που η αφήγηση έμεινε μισή;

Ας δώσω τουλάχιστον μια ολόκληρη ευχή: Κι αν δεν καεί ο μπερντές μας η Βουλή, άιντε να καεί το πελεκούδι!

Καλές Απόκριες, παίδες, και καλή Σαρακοστή!

15 Φεβ 2014

Κάτω τα Χέρια απ’ τα Σχολεία






Ξεκινά με κορεκτίλα. Με ευγένειες, με διάκριση μεταξύ δημοσιολογίας και ουσιαστικής αποτίμησης μιας είδησης σχετικής με ενδοσχολική βία.
Αλλά στο δρόμο χάνεται. Και όχι μόνο χάνεται: τον λόγο του καταπίνουν τα σκοτάδια της ρατσιστικής βεβαιότητας, μιας βεβαιότητας που εκφέρει κρίσεις επί πολλών. Ο λόγος για το άρθρο του Ανδρέα Ζαμπούκα, με τίτλο «Τα σχολεία του Asperger» που δημοσιεύτηκε στις 25 Ιανουαρίου στο protagon.gr, αλλά ούτε με την παρέλευση λίγων ημερών δεν έχει ξεθωριάσει η αρχική αλγεινή εντύπωση.
Τα πρώτα βήματα του Α. Ζαμπούκα στην ολισθηρή περιοχή συνδέονται με την πρώτη βεβαιότητα: Η βία είναι η κατεξοχήν πραγματικότητα στα σχολεία.
Το μέρος γίνεται το όλον. Η βία.
Ο αρθρογράφος υψώνει το λάβαρο της καταδίκης της διάχυτης βίας. Η εμμονή όμως αυτή –από όπου κι άν προέρχεται– αφενός συμπλέει με μια trendy σειρά ευρωπαϊκών προγραμμάτων υψηλού οικονομικού ενδιαφέροντος, αφετέρου αποτραβά τα μάτια και συγκαλύπτει τη βία εκεί που όντως παράγεται.
Και τα λόγια θα ήταν απλώς παπαρδέλες, πασπαλισμένες με τη ζάχαρη άχνη ενός ψευδοεπιστημονισμού, που τόσο γλυκά σαγηνεύει το κοινό, καθώς το καλεί να αυτοπαραιτηθεί από την κριτική του σκέψη και να εκχωρήσει τα δικαιώματά του με σεβασμό στην "έμπειρη" πένα του αρθρογράφου. Αλλά δεν είναι απλώς παπαρδέλες: ο αρθρογράφος, για την ακρίβεια ο συγγραφέας και καθηγητής «δημιουργικής γραφής», όπως λέει ο ίδιος στο βιογραφικό του προσθέτοντας λίγα μαυλιστικά ζαχαρωτά, δεν «φαντασιώνεται» και δεν παράγει απλώς λόγο, τουτέστιν χίμαιρες και αέρα κοπανιστό.
 Αντίθετα, δικαιώνει συντελούμενες πράξεις, πράξεις βίαιης κατεδάφισης της δημόσιας εκπαίδευσης, στο τώρα, σε 3 επίπεδα.
  • Στη γενικευμένη απαξίωση των σχολικών μονάδων με υπερβάλλουσες περιγραφές  
  • Στη μονομερή απόδοση ευθυνών  
  • Στην ψυχιατρικοποίηση και ποινικοποίηση της σχολικής ζωής
Ο αρθρογράφος το λέει καθαρά:
 «Κάθε λεπτό που περνάει, κάθε διδακτική ώρα, κάθε μέρα, κάποιοι άνθρωποι γίνονται πιο δυστυχισμένοι, πιο αδιάφοροι, πιο «αυτιστικοί». Γιατί υφίστανται τις τραγικές επιπτώσεις ενός αυταρχικού συστήματος λαϊκιστικής διαχείρισης, που υποθάλπει και συντηρεί όλα τα είδη βίας που μπορεί να φανταστεί κανείς. Από την ψυχολογική, τη λεκτική, μέχρι και την άκρως εγκληματική. Ας δοκιμάσει μία επιτροπή του Υπουργείου, με εντολή Εισαγγελέα, να ψάξει αιφνιδιαστικά τους μαθητές. Θα εκπλαγούν οι πάντες από τους σουγιάδες που θα μαζέψουν. Από την άλλη, ας οριστεί μια ομάδα ειδικών να εξετάσει, με σοβαρότητα, την ψυχολογική κατάσταση των διδασκόντων. Σε τι ποσοστό άραγε ανάγονται οι άνθρωποι που λαμβάνουν καθημερινά φαρμακευτική υποστήριξη, με προβλήματα διαταραχής;»
Με το τικ τακ του ρολογιού, το πέρασμα κάθε διδακτικής ώρα η κατάσταση επιδεινώνεται – κάτι πρέπει να γίνει γι’ αυτό, έχει χαρακτήρα επείγοντα. Αν περάσουμε το γεφυράκι του «αυταρχικού συστήματος λαϊκιστικής διαχείρισης» –που κλείνει το μάτι στο κοινό και στις προδιαθέσεις ενός φυσικού αντάρτη-αντεξουσιαστή που κρύβουμε μέσα μας, ενός Τσε Γκεβάρα σε σοκολατάκι, αλλά και ενός μεταρρυθμιστή που θα πατάξει τη σκόπελο του λαϊκισμού, και θα ανατάξει το έθνος ή την κοινωνία, ενός Κεμάλ αλα γκρέκα–, φτάνουμε στον πρώτο σταθμό: 
Εισαγγελέας στα σχολεία. Εισαγγελέας, κύριοι, να συλλάβει αυτούς τους επίδοξους τρομοκράτες με το σουγιαδάκι, όσο είναι ακόμα χλοεροί και πριν γίνουν Ξηροί και είναι αργά. Αντιτρομοκρατία προληπτική στα σχολεία.
Είναι τυχαίο που –τελευταίες ειδήσεις– με εντολές της πολιτικής ηγεσίας επιδιώκεται η συνεργασία διευθυντών σχολικών μονάδων με την αστυνομία, με κανονικές ανακρίσεις διευθυντών και μαθητών, είναι τυχαίο, που φορτώνονται μαθητές με κακουργήματα για μια σχολική κατάληψη, που απειλούνται ότι δεν θα δώσουν εξετάσεις Πανελλαδικές, που ανακρίνονται για τα πολιτικά φρονήματα των οικογενειών τους;
«Τέσσερα ζεύγη ψυχαναγκαστικής συμμετρίας», ένα φράγκο η βιολέτα, οικοδομούν εκ νέου το επιστημονικό προφίλ του αρθρογράφου που μόλις έχει ζητήσει ψυχιατρική ή έστω ψυχολογική αξιολόγηση των διδασκόντων.
Δεν ισχυρίζεται κανείς ότι οι διδάσκοντες είναι όλοι άρτιοι. Αυτό δεν γίνεται σε κανέναν επαγγελματικό χώρο. Πουθενά όμως δεν μένουν οι εργαζόμενοι τόσο αβοήθητοι, τόσο απαξιωμένοι, τόσο επιθετικά κρινόμενοι από τον καθένα με το δικαίωμα του γονιού, που του επιβάλλει να διεκδικεί τα πάντα για το καμάρι του σε κλίμα πλήρους ιδιωτείας, αλλά και του φορολογουμένου, που γίνεται οιονεί εργοδότης.
Ποιες είναι κοντά σ’ αυτά οι προθέσεις του πραγματικού εργοδότη, του δημοσίου;
Έχουν φανεί, με τις αθρόες διαθεσιμότητες, που τώρα ολοκληρώνονται σε απολύσεις, με τις προσχηματικές αξιολογήσεις συνδεόμενες με ποσοστώσεις και μισθολογικές εξελίξεις, με τα ίδια τα κριτήρια των αξιολογήσεων να είναι έωλα και να πριμοδοτούν τα παιδιά του κομματικού σωλήνα, αυτών με «διοικητική», δηλαδή πολλαπλασιαστική των κεντρικών επιλογών, εμπειρία κ.ο.κ.
Ενώ οι σχολικές κοινότητες χαίρονται να υποδέχονται παιδιά με αυτισμό και asperger στη ζωή τους, όπως υποδέχονται όλα τα παιδιά, και όλα τα στηρίζουν να ζήσουν με πληρότητα τη σχολική ζωή στο πλαίσιο των δυνατοτήτων τους, να χαρούν με πληρότητα τη ζωή της κοινότητας και το παιδευτικό αγαθό, ο αρθρογράφος, υβρίζει με τρόπο χυδαίο και επικίνδυνο, που αγγίζει το όριο του ναζισμού, με έναν εκρηκτικό συνδυασμό άγνοιας και προπέτειας, αυτά τα παιδιά που είναι μαθητές μας.
Η υποβάθμιση της παιδείας, μια βία που ασκείται πάνω στην κοινωνία μας, σχεδιάζεται κεντρικά. Και τέτοια άρθρα, παρελκυστικά, ρατσιστικά και επικίνδυνα υπηρετούν αυτό το σκοπό.
Είναι αδιάφορες οι εσώτατες προθέσεις του αρθρογράφου και το αν συνειδητά επιδιώκει τέτοιες συνδέσεις, ή απορρέουν ασύνειδα ως καρπός ανερμάτιστης και ασυγκρότητης σκέψης. Σε αντίθεση με τις δικές του σερλοκχολμικές και ψευδοψυχολογικές ερμηνείες, δεν θα προχωρήσουμε στα ενδότερα. Θα μείνουμε στα κείμενα.
Η προθετικότητα του κειμένου είναι ξεκάθαρη. Το κείμενο αυτό εκπέμπει ένα φασιστικό και ακραία ρατσιστικό λόγο που διαχέεται στην κοινωνία, διευρύνοντας το φάσμα αποδοχής της παραφροσύνης που πλέον καθημερινά ζούμε.




Το κείμενο αυτό έχει επίσης τύχει κριτικής από


11 Φεβ 2014

Από τον Νόμο στην Οικουμένη





Ο Πρωτομάρτυρας Στέφανος



Εφτά άνθρωποι με ονόματα ελληνικά μνημονεύονται ονομαστικά στο κεφάλαιο Έξι των Πράξεων των Αποστόλων. Τους επέλεξαν οι ίδιοι οι απόστολοι για να διακονούν τους ελληνόφωνους πιστούς.

Με την ενέργεια αυτή αποκατέστησαν μια αδικία και θεράπευσαν παράπονα για παραμέληση των χηρών και γενικότερα για διακρίσεις σε βάρος των φτωχών που μιλούσαν ελληνικά, έναντι εκείνων που μιλούσαν εβραϊκά.

Είναι από τις πρώτες μαρτυρίες της Καινής Διαθήκης που σκιαγραφούν την έξοδο της πίστης από τα στενά όρια του ιουδαϊσμού, το άνοιγμα στην οικουμένη. Η επιλογή των εφτά διακόνων κρίνεται αναγκαία καθώς γεννιέται το νέο έθνος, το γένος των χριστιανών, ο λαός του Θεού. Καμιά ρατσιστική διάκριση δεν χωρεί πια στο Ευαγγέλιο, κανένας εθνικισμός. Πατρίδα όλων είναι η Βασιλεία του Θεού, η Άνω Ιερουσαλήμ.

Ανάμεσα στους εφτά, όλοι πλήρεις «Πνεύματος Ἁγίου καἰ σοφίας», ξεχώριζε ο Στέφανος, πλήρης «πίστεως καὶ Πνεύματος Ἁγίου». Ο Στέφανος, «ἐποίη τέρατα καὶ σημεῖα μεγάλα ἐν τῷ λαῷ». Όπως είναι φυσικό, δυσαρέστησε κύκλους της πνευματικής εξουσίας του Ισραήλ, που τον κατηγόρησαν με ψευδομάρτυρες ότι βλασφημεί κατά του Θεού, του Μωυσή και του Νόμου.

Το ζήτημα της ερμηνείας του μωσαϊκού νόμου δεν είναι ασύνδετο με το θέμα του ανοίγματος της Εκκλησίας στα έθνη.

Η ιδέα της περιουσιότητας (και περίπου αποκλειστικότητας) ενός λαού, σε συνδυασμό με τη στενή, στενότατη ερμηνεία του νόμου, ήταν αυτό που κρατούσε στην εξουσία νομοδιδασκάλους και φαρισαίους. Για τους ίδιους λόγους που συγκρούστηκε μαζί τους ο Χριστός, οδηγήθηκε και ο Στέφανος σε σύγκρουση, χαράσσοντας με ανεξίτηλα χνάρια το δρόμο που έμελλε να επισφραγισθεί και να διευκρινισθεί περαιτέρω, λίγα χρόνια αργότερα με την Αποστολική Σύνοδο.

Ο Στέφανος στην απολογία του, ένα υπέροχο μνημείο του λόγου, στο κεφάλαιο Εφτά των Πράξεων των Αποστόλων, έθεσε και τα δύο θέματα, συναρτημένα μεταξύ τους:

Ο λαός της Διαθήκης, ο λαός της περιτομής, αυτός που τόσο πολύ ευεργετήθηκε από τον Θεό στο διάβα της Ιστορίας, αποδείχτηκε αγνώμων. Αυτός ο λαός, που έλαβε τον νόμο, δεν δέχτηκε κανέναν προφήτη, αλλά τους εξόντωσε και τους θανάτωσε όλους, και βέβαια εξόντωσε και θανάτωσε τον Ιησού Χριστό. Ο περιούσιος λαός αποδείχτηκε προδότης και φονιάς λαός (Πρ 7, 52), ενώ ο πρώτος διάκονος αποδείχτηκε και ο πρώτος μάρτυρας της Εκκλησίας.

Η απολογία του Στεφάνου, εκτός από υπέροχο μνημείο του λόγου, υπήρξε απαράμιλλο μνημείο θάρρους και πολύ σπουδαίο αντεξουσιαστικό κείμενο. Στις 27 Δεκεμβρίου η Εκκλησία τιμά τη μνήμη του και τον διά λιθοβολισμού θάνατό του. Ο Στέφανος αξιώθηκε να δει τη δόξα του Θεού στον ουρανό. Βάδισε μέχρι τέλους τα βήματα του Χριστού, συγχωρώντας και προσευχόμενος για τους δημίους του.

Ο πρωτοδιάκονος και πρωτομάρτυρας Στέφανος δείχνει το διακονικό και μαρτυρικό πνεύμα που οφείλει να εμπνέει κάθε χριστιανό και μάλιστα χριστιανοσοσιαλιστή που επιθυμεί να μετέχει στα κοινά. Αν το χρήμα, το δέος και η εξουσία ανήκουν στη δαιμονική σφαίρα, όπως εύγλωττα αποτυπώνεται στους τρεις πειρασμούς του Χριστού, η μέχρι μαρτύριο διακονία είναι αυτό που συνέχει την Εκκλησία, το σώμα του Χριστού, το λαό του Θεού, και την κοινωνία, τον χειμαζόμενο λαό.

Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Χριστιανική, στο φύλλο 909 (1222), Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2014, σ. 3.

8 Φεβ 2014

Μπαγλαμαδάκι







Τις νύχτες που λες
Γλυκιές προσευχές
Χιλιόχρονη ελιά
Με καρπό

Σε νιώθω σαν κλαις
Για άγριες φυλές
Και στίφη της πόλης
Που ζω

Σε κρύφιες γωνιές
Σκοτεινές οχληρές
Μου δίνεις κρουσμένο
Ρυθμό

Και αύριο και χθες
Να σμίξω με θες
Μπαγλαμαδάκι 
Λεπτό




------------------------------------


Εύη Βουλγαράκη-Πισίνα, Παλιά Γειτονιά Νύχτα
Χριστούγεννα 2013. Ακρυλικό σε σανιδάκι, 20 x 12 εκ.

Η πρώτη εικόνα είναι ένα ηλεκτρονικό παιχνιδάκι πάνω στη δεύτερη.