22 Νοε 2013

Γυμνό Ζευγάρι



Χρήστος Μποκόρος, Γυμνό ζευγάρι ξαπλωμένο, 1989


Η θλίψη σαν πάχνη επικαθόταν στα γυμνά κορμιά, και τα τσιγάρα σχημάτιζαν ένα λυτρωτικό νεφέλωμα. Είχαν περάσει καιροί απομόνωσης, καιροί που δεν αγγίζονταν καν, καιροί που ο ένας είχε σιχαθεί το κορμί του άλλου. Άξαφνα, όπως άξαφνα προέκυψε η πορεία αποξένωσης, μια μελωδία σε λα μινόρε γλύκανε την ψυχή, οδήγησε την επικοινωνία σε υψίπεδα με μεγάλους ορίζοντες, άπλωσε τη θέα. Μα η θέα που τελικώς επέλεγαν ήταν τα μάτια του άλλου. Έπαψαν οι φωνές, οι κατηγόριες, οι βροντώδεις και πείσμονες σιωπές, που άσπρισαν και των δυο τα μαλλιά, πρόσθεσαν κιλά, ρευματικούς πόνους, αρρυθμίες ή δύσπνοιες και πακέτα τα τσιγάρα. Έπαψαν οι εποχές που εκείνος λαχταρούσε τα νεανικά κορμιά σαν να υπήρχε η ελπίδα να τον ανάσταιναν με το σφρίγος τους, κι εκείνη αναζητούσε ν’ αγαπηθεί για να αναγεννηθεί... Έπαψαν οι εποχές που κάθε μέρα τούς γερνούσε τριπλά, κι ήταν παγωμένες ως ο άνεμος, αγχώδεις σαν το προμήνυμα της καταιγίδας, μουσκεμένες με παράπονο...

Τώρα τα πράγματα είχαν χειροτερέψει. Βρίσκονταν καταμεσίς στην καταιγίδα, κι η καταιγίδα ήτανε τυφώνας. Ο κόσμος κι ό,τι γνώριζαν ως σημείο σταθερό στροβιλιζόταν και σκόρπιζε, διαλυόταν με πάταγο, καλυπτόταν από νερό και χώμα κι από άχρηστα αντικείμενα που διαρκώς επισωρεύονταν. Η συρροή αντικειμένων και χτυπημάτων απρόσμενων, τους είχε αφήσει με λιγότερες δυνάμεις. Είχαν αποκάμει, είχαν ξαπλώσει. Άλλο δεν μπορούσαν να σταθούν ορθοί. Μα αυτή η σχεδόν καταναγκαστική οριζόντια στάση, έκρυβε κάποιες άλλες χαρές.

Τώρα ο κόσμος ήταν ήρεμος επάνω στο διπλό κρεββάτι τους, στο κέντρο του τυφώνα. Το ρουμπινί κρασί λαμπύριζε, όπως τα μάτια. Τα μάτια που μέσα στο σμίξιμο του μεσόκοπου κορμιού –σμίξιμο αργό, ηδονικό, απολαυστικό, γεμάτο χάδι, γεμάτο στοργή και νοιάξιμο, ανέφελο, αμέριμνο– γίνονταν κι εκείνα ανέφελα, αμέριμνα. Στις κόρες τους αντικαθρέφτιζαν το βλέμμα του άλλου και ήταν όμορφα, σφριγηλά και νεανικά...Ίδια μ' εκείνα τα μάτια του πρώτου τους έρωτα, δεκαετίες πριν, που αρχικά τους μαγνήτισαν και τελικώς –μετά από ποικίλα σύρε κι έλα, παλινδρομίες και πάθη– τους γήτεψαν οριστικά και τους φυλάκισαν γλυκά τον ένα στον άλλο.

Περίττευαν τα ερωτήματα για την αύριο. Σμίκραινε η ανησυχία για τα έργα του σήμερα. Σε πλήρη παραίτηση από κάθε ανάγκη για επιδόσεις, ακόμα και ερωτικές, υπήρχαν απλώς για τη στιγμή, και η στιγμή έμοιαζε αιωνιότητα. Τι τέξεται η αύριο; Στον αποφασισμένο να πεθάνει, να ξεσπιτωθεί, να σμίξει με τον κόσμο των απόκληρων δεν υπήρχε σχέδιο για την αύριο. Υπήρχε μόνο η αίσθηση του σήμερα, και μια αυτοπαραίτηση γεμάτη εμπιστοσύνη. Αυτές τις τελευταίες μέρες, στην καρδιά της μνημονιακής κρίσης, τις μέρες που προηγήθηκαν μιας καθολικότερης καταστροφής, η σοφία και η επίγνωση ήρθε κι έφερε ξανά τη νεανική ανεμελιά. Ποτέ δεν ήταν τόσο ένα ο έρωτας με το θάνατο, κι εκείνοι ποτέ δεν ήταν τόσο έτοιμοι και για τα δυο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: