ΜΠΑΙΝΟΝΤΑΣ ΑΛΒΑΝΙΑ ΑΠΟ ΚΡΥΣΤΑΛΛΟΠΗΓΗ, νιώθεις σαν να έχεις
μπει στη μηχανή του χρόνου. Πολύ περισσότερο από ένα ταξίδι γεωγραφικό, σου
μοιάζει ταξίδι επιστροφής σε βιώματα και εικόνες γνώριμες στη μνήμη, είτε από
τα παιδικά σου χρόνια, είτε από αφηγήσεις, είτε από άλμπουμ με παλιές
ασπρόμαυρες φωτογραφίες. Και πλημμυρίζεις συγκίνηση καθώς βλέπεις ολοζώντανες
ενθυμήσεις αγαπημένες, εικόνες ενός κόσμου απλούστερου και αγνότερου, τέτοιου
που άρμοζε στα παιδικά σου μάτια.
Αν διαγράψεις επουσιώδεις λεπτομέρειες που διαφοροποιούν την
εικόνα, αν ξεχάσεις την κάπως οχληρή –κυρίως για τους Αλβανούς– διαδικασία του
συνοριακού και τελωνειακού ελέγχου, καθώς και κάποιες άλλες ιδιοτυπίες που σε
επαναφέρουν σε διαφορετικούς γεωγραφικούς τόπους, όπως ένα μιναρές, ένα τζαμί
εδώ κι εκεί, ή κάποιες εικόνες που δεν ανήκουν χαρακτηριστικά σε καμιά εποχή
αλλά είναι μεμιάς όλες οι εποχές μαζί και συνάμα η αντίθεσή τους –μιλώ για την
εικόνα ενός κάρου που σέρνουν άλογα ή μουλάρια, όμως τους τροχούς του δεν σχηματίζουν
οι χαρακτηριστικές ακτινωτές ξύλινες ρόδες, αλλά κοινά ελαστικά (πόσο
ευχρηστότερα!) αυτοκινήτου∙ ή για την παράδοξη συνύπαρξη όλων των μοντέλων και
γενεών της μερσεντές στον ίδιο δρόμο ή καλντερίμι– βρίσκεσαι σε μια σχεδόν
παραμυθένια χώρα, όπου η φτώχεια συνυπάρχει με το φιλότιμο, όπου ο σωματικός
μόχθος είναι καθημερινός και η νωθρότητα έννοια άγνωστη, όπου η φιλοξενία
ξεχειλίζει και οι άνθρωποι διψούν για προκοπή… Όλους τους αγρούς τους βλέπεις
σπαρμένους μέχρι και το τελευταίο λαχίδι, με σειρές σειρές πολύχρωμα,
συμμετρικά τοποθετημένα σπαρτά, και καταλαβαίνεις πώς κάποια από τούτα τα χωράφια μέχρι απάνω στα βουνά δεν
οργώνονται παρά μόνο με τα ζώα ή με τα χέρια, από ανθρώπους μαθημένους στο
λιοπύρι και στη σωματική άσκηση. Κι ύστερα, ένας απέραντος οικοδομικός
οργασμός, μέχρι πρότινος, διώροφα και τριώροφα νεόδμητα σπίτια, καμωμένα με
τους κόπους των εκπατρισμένων και κυρίως όσων έχουν «φάει στην Ελλάδα ψωμί».
Αρκεί να τους απευθυνθείς στα ελληνικά, για να βρεθεί κάποιος πρόθυμος να σου
απαντήσει. Αρκεί να σε ακούσουν να μιλάς ελληνικά με την παρέα σου για να
έρθουνε κοντά, να σου πιάσουν την κουβέντα, ή να σου φωνάξουν από μακριά, «γεια
σου, πατρίδα!», να σε καλέσουν να σε φιλέψουν καφέ και να σου πουν την ιστορία
τους. Η ιστορία τους, που αφορά τη σχέση τους με την Ελλάδα, είναι μια ιστορία
αγάπης, μόχθου, ελπίδας, όσο κι αν κρύβει κάποιες φορές και μικροπαράπονα.
Είναι άραγε οι ίδιοι τούτοι άνθρωποι, με εκείνους που πρωτογνωρίσαμε τη
δεκαετία του ’90, ισχνούς και φοβισμένους, να κυνηγούν το καθημερινό ψωμί στη
χώρα μας, να θαμπώνονται από το μεγαλείο των πιο αχαμνών από τα σπίτια μας, να
είναι ικανοί να «σκοτώσουν» για ένα πεντοχίλιαρο; Έχουν μόλις περάσει δυο
δεκαετίες, και η Αλβανία, οι Αλβανοί ακριβέστερα, έχουν διανύσει ένα διάστημα
από τον δέκατο ένατο στον εικοστό πρώτο αιώνα, τρέχοντας ακούραστα να καλύψουν
την απόσταση, αφού το μεγαλύτερο και οχληρότερο τραύμα που φέρουν απάνω τους
είναι αυτό της στέρησης και της καθυστέρησης σε πολλά επίπεδα. Και αυτή η
κεντιά στα σπλάχνα, τους σπιρουνίζει θαρρείς, και σπεύδουν με σβελτάδα και
ξύπνιο, αγωνιστικό πνεύμα προς τα μπρος.
ΤΟ ΟΤΙ Η ΡΑΓΔΑΙΑ ΤΟΥΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΔΕΝ ΣΤΕΡΕΙΤΑΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΩΝ, τα
οποία, φευ, δεν διαφέρουν και πολύ από όσα διαπράξαμε εμείς τη δεκαετία του ’60
και δυστυχώς επαναλαμβάναμε ακόμη μέχρι προχθές στις γοργά αναπτυσσόμενες
περιοχές, όπως την ανατολική Αττική, δεν χρειάζεται να το επισημάνουμε. Γιατί η
άλλη πλευρά, τα παράλια, από τους Αγίους Σαράντα (που στην Αλβανία ονομάζονται
απλώς Σαράντα – Κύριος οίδε τι νοματαίοι), μέχρι την όμορφη Αυλώνα και το
Δυρράχιο ή και ακόμα παραπάνω, κραυγάζει για την τουριστική «αξιοποίηση», την
κάθετη δόμηση ουρανοξυστών, την καταπάτηση του φυσικού τοπίου, τα πιο πονηρά
ήθη… το κοίταγμα των ανθρώπων στα χέρια…
Σε όλη την Αλβανία, αλλά ιδίως στα δυτικά, η μαφία κάνει
θραύση – και συνήθως ως φορείς μιας «νόμιμης» εξουσίας. Η αλβανική σημαία, που
κυματίζει περήφανη σε πλείστες όσες νεόδμητες οικοδομές, δεν μοιάζει τόσο να
είναι σημείο γενναιόφρονα πατριωτισμού ή παράφορου εθνικισμού και τυχόν αλυτρωτισμού,
όσο μάλλον (όπως μας βασανίζει μια πικρή υποψία) σημείο υποταγής σε κάποιες
εξουσίες με αμφίβολη νομιμοποίηση. Αλλά ενδεχομένως και εκεί όπως και εδώ αυτά
τα φαινόμενα συμβαδίζουν… Και βέβαια δεν χρειάζεται και μεγάλη διερώτηση για να
ξέρει κανείς πώς ένας εργατικός Αλβανός έχτιζε μέχρι πρότινος με το συνάλλαγμά
του και πολλή προσωπική εργασία ένα τριώροφο που θα στεγάσει όλη την
οικογένεια, τα υπερπολυτελή όμως κτίρια-κλουβιά των έως και τριάντα ορόφων δεν
χτίζονται με τους νόμιμους καρπούς της εργασίας, αλλά με τους καρπούς της
ανομίας. Γιατί ούτε τα ναρκωτικά ούτε η εγκληματικότητα λείπει. Αυτή όμως είναι
η συνήθης πραγματικότητα που προβάλλουν τα ελληνικά κανάλια, και το αγκάθι της
ζωής των τίμιων εργαζομένων και μικροεπιχειρηματιών. Αυτοί είναι επίσης οι
χρυσοί πελάτες των Ελλήνων ποινικολόγων, σταθεροί θαμώνες και τρόφιμοι των
σωφρονιστικών μας καταστημάτων, δεν είναι όμως αυτοί ο λαός της Αλβανίας, ούτε πόσο μάλλον οι Αλβανοί που γνωρίσαμε.
ΟΙ ΑΛΒΑΝΟΙ ΠΟΥ ΓΝΩΡΙΣΑΜΕ δεν είναι οι ζητιάνοι στον τόπο μας
– άλλωστε οι Αλβανοί δεν ήταν ποτέ ζητιάνοι. Είναι οι άρχοντες στο σπίτι τους.
Και θα σε καλοδεχθούν. Θα σου πουν πόσο ευγνωμονούν την πατρίδα μας που τους
άνοιξε τα μάτια, τους δίδαξε ένα σωρό πράγματα, τους έδωσε ψωμί και τους έμαθε
να δουλεύουν. Μια νοητή γραμμή όπου σερβίρεται ο καφές φραπέ είναι η επικράτεια
της ελληνικής επίδρασης. Όμως και μέχρι τα βορεινά σύνορα πολλοί κάτοικοι έχουν
έρθει, ζήσει και δουλέψει στην Ελλάδα. Όσο και να μην αρέσκεται σ’ αυτό κάποια
μερίδα της πολιτικής ηγεσίας που επενδύει στη δημιουργία έκρυθμων καταστάσεων,
η ορμή των γεγονότων, το δίκαιο που διαμορφώνει η ίδια η ζωή, το αδιαμφισβήτητα
τετελεσμένο, και ακόμη τελούμενο σε μικρότερο βέβαια βαθμό, της συνεχούς
εισροής συναλλάγματος από την πατρίδα μας και η εμπορική πρόσδεση της Αλβανίας
σε αυτή, ο διπλός πολιτιστικός προσδιορισμός πολλών Αλβανών που ζουν χρόνια
στην Ελλάδα και τα παιδιά τους πάνε σε ελληνικά σχολεία κ.ά. παρόμοια έχουν
γείρει τη ζυγαριά στην κατεύθυνση μιας ισχυρής ελληνοαλβανικής φιλίας.
Η φιλία αυτή όμως σήμερα, την ώρα της οικονομικής κρίσης,
δοκιμάζεται πολλαπλά… Και εκεί, όπως και στα καθ’ ημάς, κάποιες φανατικές φωνές
υψώνονται, μειοψηφικές αλλά ηχηρές, που αναζητούν στη μισαλλοδοξία και στην
έξαρση του εθνικισμού ή και του μεγαλοϊδεατισμού μάταιη παρηγοριά για τα
ποικίλα δεινά…
ΟΙ ΜΕΙΟΝΟΤΙΚΟΙ ΠΛΗΘΥΣΜΟΙ του αλβανικού νότου, με άλλα λόγια οι Έλληνες, βρίσκονται και πάλι σε ιδιαίτερα δεινή θέση... Για
μακρότατο χρονικό διάστημα ένιωθαν διπλά πληγωμένοι από τη διπλή υποδούλωση (εθνική
αφενός, και σε ένα ακραίο και παράλογο καθεστώς αφετέρου). Αυτοί ιδιαίτερα
πλήττονται από τις εθνικιστικές εξάρσεις του τελευταίου καιρού, εφόσον δεν
έχουν λείψει οι πιέσεις αλλά και τα σε βάρος τους εγκλήματα. Σε υψηλό βαθμό
αγνοημένοι από το αθηνοκεντρικό μας μικρόψυχο κρατίδιο, θα είχαν πολλά να ωφεληθούν
από τα φιλελληνικά αισθήματα του γενικού αλβανικού πληθυσμού. Τα πράγματα όμως
έχουν πάρει κάπως δυσμενή τροπή.
ΟΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ ΝΟΥΝΕΧΗΣ μπορεί επίσης και οφείλει να
αναγνωρίσει πόσο σημαντικές για την ειρήνη και την προκοπή της περιοχής είναι
οι επιλογές του αρχιεπισκόπου Αλβανίας κ. Αναστασίου, που υπαγορεύονται αφενός
από την πίστη του ιεράρχη στην οικουμενική διάσταση του έργου του Χριστού, αλλά
που συνεπάγονται και πλείστα όσα ωφελήματα πολιτικής, κοινωνικής και
διπλωματικής φύσης. Έτσι, ενώ όταν πρωτοπήγε εκεί ο νυν Αρχιεπίσκοπος, αρχές
και πολίτες τον κοιτούσαν λοξά, θεωρώντας τον «πράκτορα» μιας ξένης (και
παραδοσιακά εχθρικής) δύναμης, κέρδισε σταδιακά τα επόμενα χρόνια την
εμπιστοσύνη. Ο αρχιεπίσκοπος της ειρήνης, της αγάπης και της καταλλαγής αγκάλιασε
τους πάντες, με τη σύνεση, την αγάπη του και την έμπρακτη φροντίδα του προς
όλους, ανεξαρτήτως εθνικής ταυτότητας και θρησκείας. Ήταν ο πρώτος που
υποδέχτηκε τους πρόσφυγες του Κοσσυφοπεδίου και μοίρασε ανθρωπιστική βοήθεια,
βάζοντας πρώτα τον άνθρωπο και έπειτα τα κτίσματα της Εκκλησίας. Έχουμε
γνωρίσει από κοντά μεγάλο μέρος του στελεχιακού δυναμικού της Ορθόδοξης
Εκκλησίας της Αλβανίας και θαυμάσει τους μαθητές ενός ανθρώπου που φύτεψε πάνω
στη στάχτη. Σήμερα έχουν φυτρώσει θαυμαστά νεαρά δενδρύλλια, στελέχη με άρτια
κατάρτιση, σύνεση, φιλοτιμία, άνθρωποι με αυταπάρνηση και ψυχή… κάτι πολύ
ζηλευτό και για τη δική μας πατρίδα. Με κάποιους συνδεόμαστε με προσωπική
φιλία. Το φιλοπρόοδο και ειρηνικό προφίλ, η εμπεδωμένη αυτή νοοτροπία,
καθιστούν την Εκκλησία της Αλβανίας δύναμη προόδου και προκοπής. Γι’ αυτό η
ακτινοβολία και η επίδρασή της είναι ικανή να στερεώσει ένα νέο πνεύμα πολύ
πέραν των ίδιων της των παιδιών.
Η ΑΟΚΝΗ ΑΥΤΗ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ, όμως, βάλλεται σκληρότατα εκ των
έσω, εδώ στην Ελλάδα, από διαφόρους ανεγκέφαλους ορθοδοξαστές, που ανεπίγνωστα
ή όχι, με την αδιάκοπη διαβολή τους, ανοησία, μικροψυχία και γκρίνια τους παρενοχλούν
και παρεμποδίζουν το έργο της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αλβανίας.
Πλήττεται επίσης από τη γνωστή ελλαδίτικη ελλειπτικότητα (σήμερα
πλήρη αφασία) στην υποστήριξη μεγάλων προσπαθειών, που αφήνονται να πάρουν τον
δρόμο τους με τον αυτόματο πιλότο… Έτσι όμως, κινδυνεύουν να εξαντληθούν στα
όρια της (βιολογικής ή άλλης) αντοχής της ιδιωτικής πρωτοβουλίας ή στη
χαρισματικότητα ενός προσώπου με διεθνή ακτινοβολία. Περιττό να τονίσουμε ότι
οι υποδομές και ο στρατηγικός σχεδιασμός είναι η μόνη εγγύηση για μεγαλόπνοα
και διαρκή αποτελέσματα σε μεγάλες προσπάθειες.
Πλήττεται επίσης από την οικονομική κρίση, που στερεί σε
πόρους και την Αλβανία, αναλόγως και με τις εξελίξεις στην Ελλάδα.
Και τέλος, πλήττεται από την έξαρση του αλβανικού
εθνικισμού, ο οποίος κατά πάσα πιθανότητα θα προδώσει με τον χειρότερο τρόπο
τις πολυετείς ελπίδες του αλβανικού λαού για προκοπή και πρόοδο.
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΛΕΥΡΑ έχει κάθε καλώς νοούμενο συμφέρον να
πριμοδοτήσει τη λογική της φιλίας και να αποφύγει να δώσει ερεθίσματα για
περαιτέρω επιδείνωση των πολύ ασταθών πια ισορροπιών. Η πίεση δεν είναι ποτέ
καλός σύμβουλος, και η ευθυκρισία είναι πάντα ζητούμενο σε τέτοιους καιρούς,.
Δεν μπορεί όμως να υπάρχει ευθυκρισία αν δεν συνοδεύεται από διαύγεια πνεύματος
και νηφαλιότητα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου