30 Ιαν 2013

Τρυφερό Βράδυ



Εξυπηρέτηση σε φιλική οικογένεια, κι η Μυρσίνη βρέθηκε στο γνώριμο σαλόνι… Η απόλυτη αίσθηση απεραντοσύνης σε κλειστό χώρο τη σαγήνευσε για άλλη μια φορά, ενώ το μέσα έσμιγε με το έξω, έναν τεράστιο επίπεδο κήπο με γκαζόν, χάρη στην πολύπτυχη τζαμαρία. Και σαν έκλειναν τη νύχτα τα παντζούρια, η πιτσιρικαρία καθρεφτιζόταν κι αποθαύμαζε το αεικίνητο είδωλό της στον καθρέφτη, ενώ ο χώρος και πάλι διπλασιαζόταν με τρόπο μαγικό.
Η αρχοντιά των ελάχιστων επίπλων προίκιζε με απόλυτη ελευθερία το βλέμμα.
Μόνο ο ιδιοκτήτης είχε μετανιώσει με τρόπο πικρό την άπλα των τετραγωνικών, ευθέως ανάλογη με την υψηλή φορολογία της νεόδμητης μονοκατοικίας, πλην απολύτως δυσανάλογη με τα τρέχοντα εισοδήματα.
Με τη φίλη ιδιοκτήτρια ασπάστηκαν θερμά, πριν εκείνη φύγει για επαγγελματικό ραντεβού, και πρόκαμαν ν’ ανταλλάξουν τρεις κουβέντες: τις απαραίτητες οδηγίες, τα προβλήματα της κλιμακτηρίου, την τεράστια δυσκολία του άντρα της να εισπράξει τις αμοιβές του από τους πελάτες…
Τα παιδιά έβλεπαν τηλεόραση. Κι η Μυρσίνη διάβαζε σχολαστικά τις οδηγίες του φυτικού σκευάσματος του εξειδικευμένου για τα συμπτώματα της κλιμακτηρίου. Πιθανώς και να την αφορούσε. Χωρίς να πάρει κάποιαν απόφαση για τη χρήση του ή όχι, πέρασε στις οδηγίες του άλλου φαρμάκου, αυτού για τους πόνους που τη βασάνιζαν και υποδείκνυαν πέτρα στο νεφρό. Ένα απλό μυοχαλαρωτικό ήταν για το ενδεχόμενο η περίπτωση να φτάσει στο μη περαιτέρω.
Δίπλωσε τα χαρτάκια προσεκτικά πίσω στα κουτιά τους, τοποθέτησε τα πρεσβυωπικά γυαλιά στη θήκη τους, έβγαλε τα παπούτσια κι άρχισε να χορεύει.
­— Τι κάνεις; τη ρώτησε η Φιλίππα, κι αμέσως την ακολούθησε.
— Είσαι σπουδαία χορεύτρια, της είπε η Μυρσίνη.
— Δεν είμαι χορεύτρια, ξεσπάθωσε η εννιάχρονη μικρή. Είμαι αθλήτρια.
— Αθλήτρια, ναι, και μάλιστα σπουδαία. Πιο σπουδαία από εμένα, διόρθωσε η Μυρσίνη αναφερόμενη στην κοινή τους αγάπη για την ενόργανη γυμναστική.
Ήρθε η ώρα για ασκήσεις εδάφους, ρόδες, κατακόρυφα, άλματα, σπαγγάτ, οτιδήποτε μπορούσε να εκτελεστεί κάπως ακίνδυνα στο γυμνό πάτωμα. Η Φιλίππα γυμνασμένη, η Μυρσίνη σκουριασμένη. Παρά τον πόνο στο νεφρό, το ότι είχε πάνω από τριάντα χρόνια να γυμναστεί σοβαρά, η Μυρσίνη δεν είχε λησμονήσει ολότελα την τέχνη. Κάποτε ήταν αθλήτρια ολκής. Έπαιζαν μαζί. Η μικρή με παιγνιώδη απροσπάθεια, η μεγάλη με σχολαστικό υπολογισμό των κινήσεων, από το φόβο για τραβήγματα κυρίως… ή για τις δυνατότητες της μέσης. Το πείσμα την οδηγούσε να διώξει την πέτρα απ’ το νεφρό με την κίνηση μόνο…
Ο Γιαννάκης είχε εγκαταστήσει το play station και εξερευνούσε τις άπειρες δυνατότητες θανάτου και νεκρανάστασης των ηρώων του, ηρωικής διαφυγής από την αστυνομία, αλλεπάλληλων κλοπών αυτοκινήτων, τεχνικών του ράγκμπι και άλλα νέα παιχνίδια που ανακάλυπτε συνεχώς πατώντας κουμπιά, ενώ σχολίαζε:
— Εγώ είμαι ερευνητής, η Φιλίππα δεν είναι, χα χα.
Η Φιλίππα ανασήκωσε τους ώμους, φώναξε «ψέματα!» και κάλεσε τη Μυρσίνη να παίξουν φιδάκι, όπου έχασαν και κέρδισαν πολλές φορές ανέμελα.
Ήρθε η ώρα για μπάνιο, κι ο Γιαννάκης για πρώτη φορά έκανε μόνος του, με μακρινή επίβλεψη, σκορπίζοντας απλόχερα νερά και σαπουνάδες. Αφού φόρεσε και τις πυτζάμες μόνος του, η Μυρσίνη του διάβασε παραμύθι και σχολίασαν εικόνες και χαρακτήρες μέχρι που με δική του πρωτοβουλία άναψε το βραδινό φως από πολύχρωμα μπαλάκια και καληνύχτισε.
Η Φιλίππα δεν ήθελε να κοιμηθεί ακόμη. Συζητούσε για ζητήματα αισθητικής.
— Θα ήθελα να είχε γυάλινα πλακάκια το δωμάτιό μου, κι από κάτω δέκα πόντους κενό, κι ανάμεσα φώτα πολύχρωμα σαν ντισκοτέκ.
Η Μυρσίνη χαμογέλασε με την καινοτομική ιδέα…
— Η γιαγιά μου πρέπει να κάνει ακτινοβολία, αλλά είναι πολύ γριά και δεν θέλει να κάνει, δήλωσε η Φιλίππα δίχως παύση.
— Θέλω να βάλω στο δωμάτιό μου μια αφίσα “I love you”, πέρασε αμέσως στο επόμενο θέμα, κάτι που βόλεψε τη Μυρσίνη εξαιρετικά…
— Ποιον, ποιον αγαπάς; μολόγα, της είπε ενώ τη γαργαλούσε.
— Α! δε λέω! φώναζε η Φιλίππα, ενώ η αναπνοή της κοβόταν απ’ το γέλιο.
Μετά τα γαργαλητά ήρθαν τα χάδια, μετά η πρόσκληση να «πάμε να δούμε το δωμάτιό μου».
— Θέλω να βάψω τους τοίχους μαύρους ή μπορντό, είπε και περίμενε αντιδράσεις.
Με την κουβέντα και γλυκά μπήκε στο κρεβάτι…
Η Μυρσίνη τη σταύρωσε, όπως έκανε στα δικά της παιδιά.
— Δεν πιστεύω στον Θεό, δεν υπάρχει, δήλωσε, και η Μυρσίνη θεώρησε συμφερότερο να μη φέρει αντίρρηση ούτε σ’ αυτό, όπως άλλωστε πριν δεν έφερε αντίρρηση ούτε στο χρώμα των τοίχων. Αρκέστηκε να τη φιλήσει και γύρισε στο απέραντο σαλόνι.
Το νεφρό την πονούσε όλο και πιο έντονα. Έβγαλε τα βιβλία της. Είχε φέρει μαζί της εργασία για μια βδομάδα. Πάντα η φιλοδοξία της ήταν απροσμέτρητη σε σχέση με τη δυνατότητα. Και η δυνατότητα ήταν ένα μέγεθος που έτεινε προς το μηδέν.
Διάβασε μια ώρα από το ένα βιβλίο κι άλλη μια ώρα από το άλλο. Κουράστηκε. Δίπλωσε τα χέρια. Τώρα πονούσε περισσότερο. Όχι στα νεφρά. Την πονούσε εκείνος ο ευγενέστατος κύριος, που χρύσωνε το χάπι. Της γλυκοχαμογελούσε και το χρύσωνε μαζί με την επίδοση της κλήτευσης. «Υποχρεωτική εγγραφή υποθήκης, κατόπιν εκδόσεως διαταγής πληρωμής», της εξήγησε μελιστάλαχτα. Το έμπειρο μάτι της δεν χρειαζόταν τις εξηγήσεις του δικαστικού επιμελητή. Είχε γίνει αυτό που φοβόταν, για ποσό ευτελέστατο.
«Οι φιλοδοξίες άπειρες, μα οι δυνατότητες τείνουν προς το μηδέν», ξανασκέφτηκε. «Το επόμενό μας σπίτι θα είναι χαρτόκουτο. Μινιμαλισμός», συμπλήρωσε και σηκώθηκε απότομα, σα να ένιωσε το βάρος, για πρώτη φορά τώρα από το πρωί.
Δεν έβαλε μουσική για να μην αναστατώσει τον ύπνο των παιδιών.
Αλλά το ταμ ταμ μέσα της ηχούσε σε ακατάσχετο ρυθμό. Πλήρως ασυνόδευτη, στο βουβό ήχο του ταμ ταμ, άρχισε να χορεύει με όλο της το κορμί. Τη συνεπήραν κατόπιν οι νέγρικες φωνές της τζαζ και η θύμηση των beatniks.
«Στο δρόμο, στο δρόμο», ψέλλιζε τον τίτλο του Κέρουακ.
Ο δρόμος ήταν λεωφόρος — το σαλόνι απέραντο. Και το κορμί φιδίσιο μονοπάτι, ακούραστο.
Κατόπιν πέρασε σε ροκ ρυθμούς των ’90s.
Έτσι τη βρήκε η φίλη της. Ιδρωμένη, μισόγδυτη και χαμογελαστή.
Έριξε πάνω της τη μπλούζα της, κι ήπιαν ένα ποτήρι κρασί πριν χωριστούνε. Μα άλλες κουβέντες δεν αντάλλαξαν. Μόνο της καληνύχτας το φιλί τα είπε όλα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: