Ψάχνω να βρω τη διαφορά ανάμεσα στη λογοτεχνία και την παραλογοτεχνία διαφόρων τύπων: θρησκευτική, πολιτική, ψυχολογική… Νομίζω λοιπόν ότι το ερώτημα απαντάται με κριτήριο την πρόταξη της αισθητικής απόλαυσης έναντι κάποιας άλλης σκοποθεσίας. Όταν οι ήρωες είναι μονοσήμαντα καλοσχεδιασμένοι, και ένας κάπως έμπειρος αναγνώστης μπορεί να εικάσει τις αντιδράσεις τους με βάση κάποιο ανθρωπολογικό παράδειγμα, τότε μάλλον το παράδειγμα αυτό προηγείται της περιπέτειας, καταργεί τις αντιφάσεις, εγκλωβίζει τη ζωή… Αν θέλουμε να υποτάξουμε τη ζωή σε ορισμένη κοσμοθεώρηση αυτό δεν μπορεί να είναι λογοτεχνία. Όταν υποτάσσουμε στη γραφή την κοσμοθεωρία μας, στη ζωή και κατ’ επέκταση στη δυναμική της αφήγησης, αυτό είναι λογοτεχνία — ενδεχομένως.
Αν κάποιος νομίζει ότι δικαιώνεται συγγραφικά γιατί το έργο του είναι κοινωφελές, ευαγές, χρηστόν, διότι αποκαθιστά μια ιστορική “πραγματικότητα”, διότι είναι πολιτικώς ορθόν, προάγει τη χρηστομάθεια ή τη αριστεροφροσύνη, μορφοποιεί σε ήρωες τα case study του ντιβανιού, επιχειρεί να δικαιώσει τη γειτόνισσα κ.ο.κ., ας ψαχτεί καλύτερα. Διότι το κύριο λογοτεχνικό ερώτημα είναι το αισθητικό χνάρι του ταλέντου, είτε φρέσκου και άπειρου είτε δουλεμένου και ωριμότερου. Και αυτό αναμφίβολα δεν οδηγεί σε λογοτεχνία χωρίς ιδέες, αβαθή. Τουναντίον.
Αντί λοιπόν να μιλάμε για τέχνη όπου φαίνεται η διάθεση για προαγωγή ιδεών, και καταντά απλώς προαγωγός μιας πορνικής ρηχότητας και εκμαυλισμού της αισθητικής, καλύτερα να μιλάμε για τέχνη που περιγράφει, καταγράφει και καταβυθίζεται στην παράνοια, την αγιότητα, ή την ποικιλία και κυρίως την έκπληξη της ζωής. Μιας ζωής ανθρώπινης και όχι κατάλληλης για τα ψάρια του ενυδρείου.
Επιμένω μετά λόγου γνώσεως γιατί έχω υπάρξει σποραδικά ένοχος τέτοιων αμαρτημάτων.
Κι αν απορήσει κανείς πώς αυτή η σκοπιά ταιριάζει με τη σκοπιά της θεολογίας, θα πω το απλό, απλούστατο.
Κάθε δειλινό των ημερών της δημιουργίας ο Παλαιός των Ημερών αναρωτιόταν αν τα έργα του ήταν «καλά». Και σαν έβλεπε ο Θεός «ὅτι καλόν», μόνο τότε ησύχαζε «καὶ ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωί…».
Το «καλός» στη γλώσσα μας είναι αισθητική κατηγορία. Συνδέεται άρρηκτα με το κάλλος. Για μεταγενέστερη μετατόπιση της εννοιολογικής σημασίας της λέξης στην κατεύθυνση της ηθικής κατηγορίας αλλά και για την ευρύτερη σύνδεση ομορφιάς και ήθους μπορεί κανείς να πει πολλά… Ήδη όμως στη δημιουργία αναμφίβολα καταγράφεται η αισθητική προτεραιότητα, η ομορφιά, το δώρο του Θεού στον άνθρωπο.
Στο μεταίχμιο της ζωής και του θανάτου, ή σε μια πραγματική ασκητική θεώρηση ελευθερίας, μπορεί κανείς να ψάλλει: «Οὐκ ἐλάτρευσαν τὴν κτίσιν οἱ θεόφρονες παρὰ τὸν κτίσαντα». Εντούτοις, μπορεί κανείς να ακολουθήσει νομίμως και τον άλλο δρόμο: να λατρέψει (ή να αρνηθεί) τον κτίσαντα διά της κτίσεως, καθότι «ἐκ γὰρ μεγέθους καλλονῆς κτισμάτων ἀναλόγως ὁ γενεσιουργὸς αὐτῶν θεωρεῖται» (Σοφ. Σολ. 13, 5).
Η αισθητική προτεραιότητα είναι η προτεραιότητα στη λογοτεχνία. Και αν είναι πράγματι λογοτεχνία θα αγγίξει το βάθος της ανθρώπινης ψυχής, τα θεμελιώδη ανθρωπολογικά ερωτήματα, και θα δώσει ποικίλες και ανοιχτές απαντήσεις. Δεν είναι οι απαντήσεις που κάνουν τη λογοτεχνία, και ίσως ούτε καν οι ερωτήσεις, αλλά το ταλέντο και το αισθητικό επίτευγμα… Αν αυτό το καταλάβουμε, ίσως δεν θα χρειάζεται να αγωνιζόμαστε για τη φιλαναγνωσία, λες και πρέπει να καταπιούμε μουρουνόλαδο, αλλά θα απολαμβάνουμε.