31 Ιαν 2013

Λογοτεχνία και Παραλογοτεχνία



Ψάχνω να βρω τη διαφορά ανάμεσα στη λογοτεχνία και την παραλογοτεχνία διαφόρων τύπων: θρησκευτική, πολιτική, ψυχολογική… Νομίζω λοιπόν ότι το ερώτημα απαντάται με κριτήριο την πρόταξη της αισθητικής απόλαυσης έναντι κάποιας άλλης σκοποθεσίας. Όταν οι ήρωες είναι μονοσήμαντα καλοσχεδιασμένοι, και ένας κάπως έμπειρος αναγνώστης μπορεί να εικάσει τις αντιδράσεις τους με βάση κάποιο ανθρωπολογικό παράδειγμα, τότε μάλλον το παράδειγμα αυτό προηγείται της περιπέτειας, καταργεί τις αντιφάσεις, εγκλωβίζει τη ζωή… Αν θέλουμε να υποτάξουμε τη ζωή σε ορισμένη κοσμοθεώρηση αυτό δεν μπορεί να είναι λογοτεχνία. Όταν υποτάσσουμε στη γραφή την κοσμοθεωρία μας, στη ζωή και κατ’ επέκταση στη δυναμική της αφήγησης, αυτό είναι λογοτεχνία — ενδεχομένως.

Αν κάποιος νομίζει ότι δικαιώνεται συγγραφικά γιατί το έργο του είναι κοινωφελές, ευαγές, χρηστόν, διότι αποκαθιστά μια ιστορική “πραγματικότητα”, διότι είναι πολιτικώς ορθόν, προάγει τη χρηστομάθεια ή τη αριστεροφροσύνη, μορφοποιεί σε ήρωες τα case study του ντιβανιού, επιχειρεί να δικαιώσει τη γειτόνισσα κ.ο.κ., ας ψαχτεί καλύτερα. Διότι το κύριο λογοτεχνικό ερώτημα είναι το αισθητικό χνάρι του ταλέντου, είτε φρέσκου και άπειρου είτε δουλεμένου και ωριμότερου. Και αυτό αναμφίβολα δεν οδηγεί σε λογοτεχνία χωρίς ιδέες, αβαθή. Τουναντίον.

Αντί λοιπόν να μιλάμε για τέχνη όπου φαίνεται η διάθεση για προαγωγή ιδεών, και καταντά απλώς προαγωγός μιας πορνικής ρηχότητας και εκμαυλισμού της αισθητικής, καλύτερα να μιλάμε για τέχνη που περιγράφει, καταγράφει και καταβυθίζεται στην παράνοια, την αγιότητα, ή την ποικιλία και κυρίως την έκπληξη της ζωής. Μιας ζωής ανθρώπινης και όχι κατάλληλης για τα ψάρια του ενυδρείου.

Επιμένω μετά λόγου γνώσεως γιατί έχω υπάρξει σποραδικά ένοχος τέτοιων αμαρτημάτων.

Κι αν απορήσει κανείς πώς αυτή η σκοπιά ταιριάζει με τη σκοπιά της θεολογίας, θα πω το απλό, απλούστατο.

Κάθε δειλινό των ημερών της δημιουργίας ο Παλαιός των Ημερών αναρωτιόταν αν τα έργα του ήταν «καλά». Και σαν έβλεπε ο Θεός «ὅτι καλόν», μόνο τότε ησύχαζε «καὶ ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωί…».

Το «καλός» στη γλώσσα μας είναι αισθητική κατηγορία. Συνδέεται άρρηκτα με το κάλλος. Για μεταγενέστερη μετατόπιση της εννοιολογικής σημασίας της λέξης στην κατεύθυνση της ηθικής κατηγορίας αλλά και για την ευρύτερη σύνδεση ομορφιάς και ήθους μπορεί κανείς να πει πολλά… Ήδη όμως στη δημιουργία αναμφίβολα καταγράφεται η αισθητική προτεραιότητα, η ομορφιά, το δώρο του Θεού στον άνθρωπο.

Στο μεταίχμιο της ζωής και του θανάτου, ή σε μια πραγματική ασκητική θεώρηση ελευθερίας, μπορεί κανείς να ψάλλει: «Οὐκ ἐλάτρευσαν τὴν κτίσιν οἱ θεόφρονες παρὰ τὸν κτίσαντα». Εντούτοις, μπορεί κανείς να ακολουθήσει νομίμως και τον άλλο δρόμο: να λατρέψει (ή να αρνηθεί) τον κτίσαντα διά της κτίσεως, καθότι «ἐκ γὰρ μεγέθους καλλονῆς κτισμάτων ἀναλόγως ὁ γενεσιουργὸς αὐτῶν θεωρεῖται» (Σοφ. Σολ. 13, 5).

Η αισθητική προτεραιότητα είναι η προτεραιότητα στη λογοτεχνία. Και αν είναι πράγματι λογοτεχνία θα αγγίξει το βάθος της ανθρώπινης ψυχής, τα θεμελιώδη ανθρωπολογικά ερωτήματα, και θα δώσει ποικίλες και ανοιχτές απαντήσεις. Δεν είναι οι απαντήσεις που κάνουν τη λογοτεχνία, και ίσως ούτε καν οι ερωτήσεις, αλλά το ταλέντο και το αισθητικό επίτευγμα… Αν αυτό το καταλάβουμε, ίσως δεν θα χρειάζεται να αγωνιζόμαστε για τη φιλαναγνωσία, λες και πρέπει να καταπιούμε μουρουνόλαδο, αλλά θα απολαμβάνουμε.

30 Ιαν 2013

Τρυφερό Βράδυ



Εξυπηρέτηση σε φιλική οικογένεια, κι η Μυρσίνη βρέθηκε στο γνώριμο σαλόνι… Η απόλυτη αίσθηση απεραντοσύνης σε κλειστό χώρο τη σαγήνευσε για άλλη μια φορά, ενώ το μέσα έσμιγε με το έξω, έναν τεράστιο επίπεδο κήπο με γκαζόν, χάρη στην πολύπτυχη τζαμαρία. Και σαν έκλειναν τη νύχτα τα παντζούρια, η πιτσιρικαρία καθρεφτιζόταν κι αποθαύμαζε το αεικίνητο είδωλό της στον καθρέφτη, ενώ ο χώρος και πάλι διπλασιαζόταν με τρόπο μαγικό.
Η αρχοντιά των ελάχιστων επίπλων προίκιζε με απόλυτη ελευθερία το βλέμμα.
Μόνο ο ιδιοκτήτης είχε μετανιώσει με τρόπο πικρό την άπλα των τετραγωνικών, ευθέως ανάλογη με την υψηλή φορολογία της νεόδμητης μονοκατοικίας, πλην απολύτως δυσανάλογη με τα τρέχοντα εισοδήματα.
Με τη φίλη ιδιοκτήτρια ασπάστηκαν θερμά, πριν εκείνη φύγει για επαγγελματικό ραντεβού, και πρόκαμαν ν’ ανταλλάξουν τρεις κουβέντες: τις απαραίτητες οδηγίες, τα προβλήματα της κλιμακτηρίου, την τεράστια δυσκολία του άντρα της να εισπράξει τις αμοιβές του από τους πελάτες…
Τα παιδιά έβλεπαν τηλεόραση. Κι η Μυρσίνη διάβαζε σχολαστικά τις οδηγίες του φυτικού σκευάσματος του εξειδικευμένου για τα συμπτώματα της κλιμακτηρίου. Πιθανώς και να την αφορούσε. Χωρίς να πάρει κάποιαν απόφαση για τη χρήση του ή όχι, πέρασε στις οδηγίες του άλλου φαρμάκου, αυτού για τους πόνους που τη βασάνιζαν και υποδείκνυαν πέτρα στο νεφρό. Ένα απλό μυοχαλαρωτικό ήταν για το ενδεχόμενο η περίπτωση να φτάσει στο μη περαιτέρω.
Δίπλωσε τα χαρτάκια προσεκτικά πίσω στα κουτιά τους, τοποθέτησε τα πρεσβυωπικά γυαλιά στη θήκη τους, έβγαλε τα παπούτσια κι άρχισε να χορεύει.
­— Τι κάνεις; τη ρώτησε η Φιλίππα, κι αμέσως την ακολούθησε.
— Είσαι σπουδαία χορεύτρια, της είπε η Μυρσίνη.
— Δεν είμαι χορεύτρια, ξεσπάθωσε η εννιάχρονη μικρή. Είμαι αθλήτρια.
— Αθλήτρια, ναι, και μάλιστα σπουδαία. Πιο σπουδαία από εμένα, διόρθωσε η Μυρσίνη αναφερόμενη στην κοινή τους αγάπη για την ενόργανη γυμναστική.
Ήρθε η ώρα για ασκήσεις εδάφους, ρόδες, κατακόρυφα, άλματα, σπαγγάτ, οτιδήποτε μπορούσε να εκτελεστεί κάπως ακίνδυνα στο γυμνό πάτωμα. Η Φιλίππα γυμνασμένη, η Μυρσίνη σκουριασμένη. Παρά τον πόνο στο νεφρό, το ότι είχε πάνω από τριάντα χρόνια να γυμναστεί σοβαρά, η Μυρσίνη δεν είχε λησμονήσει ολότελα την τέχνη. Κάποτε ήταν αθλήτρια ολκής. Έπαιζαν μαζί. Η μικρή με παιγνιώδη απροσπάθεια, η μεγάλη με σχολαστικό υπολογισμό των κινήσεων, από το φόβο για τραβήγματα κυρίως… ή για τις δυνατότητες της μέσης. Το πείσμα την οδηγούσε να διώξει την πέτρα απ’ το νεφρό με την κίνηση μόνο…
Ο Γιαννάκης είχε εγκαταστήσει το play station και εξερευνούσε τις άπειρες δυνατότητες θανάτου και νεκρανάστασης των ηρώων του, ηρωικής διαφυγής από την αστυνομία, αλλεπάλληλων κλοπών αυτοκινήτων, τεχνικών του ράγκμπι και άλλα νέα παιχνίδια που ανακάλυπτε συνεχώς πατώντας κουμπιά, ενώ σχολίαζε:
— Εγώ είμαι ερευνητής, η Φιλίππα δεν είναι, χα χα.
Η Φιλίππα ανασήκωσε τους ώμους, φώναξε «ψέματα!» και κάλεσε τη Μυρσίνη να παίξουν φιδάκι, όπου έχασαν και κέρδισαν πολλές φορές ανέμελα.
Ήρθε η ώρα για μπάνιο, κι ο Γιαννάκης για πρώτη φορά έκανε μόνος του, με μακρινή επίβλεψη, σκορπίζοντας απλόχερα νερά και σαπουνάδες. Αφού φόρεσε και τις πυτζάμες μόνος του, η Μυρσίνη του διάβασε παραμύθι και σχολίασαν εικόνες και χαρακτήρες μέχρι που με δική του πρωτοβουλία άναψε το βραδινό φως από πολύχρωμα μπαλάκια και καληνύχτισε.
Η Φιλίππα δεν ήθελε να κοιμηθεί ακόμη. Συζητούσε για ζητήματα αισθητικής.
— Θα ήθελα να είχε γυάλινα πλακάκια το δωμάτιό μου, κι από κάτω δέκα πόντους κενό, κι ανάμεσα φώτα πολύχρωμα σαν ντισκοτέκ.
Η Μυρσίνη χαμογέλασε με την καινοτομική ιδέα…
— Η γιαγιά μου πρέπει να κάνει ακτινοβολία, αλλά είναι πολύ γριά και δεν θέλει να κάνει, δήλωσε η Φιλίππα δίχως παύση.
— Θέλω να βάλω στο δωμάτιό μου μια αφίσα “I love you”, πέρασε αμέσως στο επόμενο θέμα, κάτι που βόλεψε τη Μυρσίνη εξαιρετικά…
— Ποιον, ποιον αγαπάς; μολόγα, της είπε ενώ τη γαργαλούσε.
— Α! δε λέω! φώναζε η Φιλίππα, ενώ η αναπνοή της κοβόταν απ’ το γέλιο.
Μετά τα γαργαλητά ήρθαν τα χάδια, μετά η πρόσκληση να «πάμε να δούμε το δωμάτιό μου».
— Θέλω να βάψω τους τοίχους μαύρους ή μπορντό, είπε και περίμενε αντιδράσεις.
Με την κουβέντα και γλυκά μπήκε στο κρεβάτι…
Η Μυρσίνη τη σταύρωσε, όπως έκανε στα δικά της παιδιά.
— Δεν πιστεύω στον Θεό, δεν υπάρχει, δήλωσε, και η Μυρσίνη θεώρησε συμφερότερο να μη φέρει αντίρρηση ούτε σ’ αυτό, όπως άλλωστε πριν δεν έφερε αντίρρηση ούτε στο χρώμα των τοίχων. Αρκέστηκε να τη φιλήσει και γύρισε στο απέραντο σαλόνι.
Το νεφρό την πονούσε όλο και πιο έντονα. Έβγαλε τα βιβλία της. Είχε φέρει μαζί της εργασία για μια βδομάδα. Πάντα η φιλοδοξία της ήταν απροσμέτρητη σε σχέση με τη δυνατότητα. Και η δυνατότητα ήταν ένα μέγεθος που έτεινε προς το μηδέν.
Διάβασε μια ώρα από το ένα βιβλίο κι άλλη μια ώρα από το άλλο. Κουράστηκε. Δίπλωσε τα χέρια. Τώρα πονούσε περισσότερο. Όχι στα νεφρά. Την πονούσε εκείνος ο ευγενέστατος κύριος, που χρύσωνε το χάπι. Της γλυκοχαμογελούσε και το χρύσωνε μαζί με την επίδοση της κλήτευσης. «Υποχρεωτική εγγραφή υποθήκης, κατόπιν εκδόσεως διαταγής πληρωμής», της εξήγησε μελιστάλαχτα. Το έμπειρο μάτι της δεν χρειαζόταν τις εξηγήσεις του δικαστικού επιμελητή. Είχε γίνει αυτό που φοβόταν, για ποσό ευτελέστατο.
«Οι φιλοδοξίες άπειρες, μα οι δυνατότητες τείνουν προς το μηδέν», ξανασκέφτηκε. «Το επόμενό μας σπίτι θα είναι χαρτόκουτο. Μινιμαλισμός», συμπλήρωσε και σηκώθηκε απότομα, σα να ένιωσε το βάρος, για πρώτη φορά τώρα από το πρωί.
Δεν έβαλε μουσική για να μην αναστατώσει τον ύπνο των παιδιών.
Αλλά το ταμ ταμ μέσα της ηχούσε σε ακατάσχετο ρυθμό. Πλήρως ασυνόδευτη, στο βουβό ήχο του ταμ ταμ, άρχισε να χορεύει με όλο της το κορμί. Τη συνεπήραν κατόπιν οι νέγρικες φωνές της τζαζ και η θύμηση των beatniks.
«Στο δρόμο, στο δρόμο», ψέλλιζε τον τίτλο του Κέρουακ.
Ο δρόμος ήταν λεωφόρος — το σαλόνι απέραντο. Και το κορμί φιδίσιο μονοπάτι, ακούραστο.
Κατόπιν πέρασε σε ροκ ρυθμούς των ’90s.
Έτσι τη βρήκε η φίλη της. Ιδρωμένη, μισόγδυτη και χαμογελαστή.
Έριξε πάνω της τη μπλούζα της, κι ήπιαν ένα ποτήρι κρασί πριν χωριστούνε. Μα άλλες κουβέντες δεν αντάλλαξαν. Μόνο της καληνύχτας το φιλί τα είπε όλα.

Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες


Ἡ εἰκόνα τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν εἶναι ἔργο τῆς ἁγιογράφου
Ἐμιλίας Κλὲρξ καὶ βρίσκεται στὸν Ὀρθόδοξο ναὸ
τοῦ Ἁγίου Νικολάου στὸ Ἄμστερνταμ


Κάθε ἐπέτειος παρουσιάζει γιὰ τὸ πρόσωπο ποὺ θὰ ἐκφωνήσει τὸν πανηγυρικὸ τῆς ἡμέρας μιὰ ἰδιαίτερη δυσκολία. Πῶς θὰ καταφέρει νὰ μετατρέψει τὸν ἐπετειακὸ χαρακτήρα τῆς γιορτῆς σὲ λόγο ποὺ νὰ μὴ θυμίζει περιήγηση σὲ μουσεῖο, ἀλλὰ νὰ ξεχύνεται ἄμεσος, ἀνεπιτήδευτος, ζωντανὸς καὶ σχετικὸς μὲ τὴ ζωή μας σήμερα. Ἂν αὐτὸ ἰσχύει γιὰ κάθε ἐπέτειο, πολὺ περισσότερο μοιάζει νὰ ἀφορᾶ τὴ γιορτὴ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν. Τὶ εἶναι τελικὰ ἡ γιορτὴ αὐτή; Μιὰ ἀφορμὴ γιὰ ἐναλλαγὴ στὴ σχολικὴ ζωὴ μὲ ἕνα ἀκόμα πανηγυρισμό; Μιὰ εὐκαιρία νὰ χάσουμε μάθημα;

Ἂν σὲ κάθε ἐπέτειο ὁ χρόνος καὶ ἡ ἐπανάληψη δημιουργοῦν τὴ ρουτίνα καὶ τὴν ἀπόσταση, ἐδῶ ἔρχεται καὶ ἕνας τρίτος παράγοντας νὰ προστεθεῖ γιὰ νὰ δημιουργήσει τὴν (ψευδὴ) αἴσθηση ὅτι οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες εἶναι ἀγεφύρωτα ἀπόμακροι. Ὁ παράγοντας αὐτὸς εἶναι ἡ ἔννοια τῆς ἁγιότητας. Ἔχουμε συνηθήσει νὰ βλέπουμε τοὺς ἁγίους ὡς ἁγιογραφίες στὸν τοῖχο, στατικούς, σὲ μιὰ τελειωμέ­νη ἀκινησία ἔξω ἀπὸ τὴ ζωή. Τοὺς φανταζόμαστε ὑπερανθρώπους, κι αὐτὸ εἶναι τελικὰ ἀπάνθρωπο.

Καὶ ὅμως. Ἡ ἁγιότητα δὲν εἶναι κάτι ἀπροσέγγιστο, δὲν εἶναι κάτι ἀπρο­­σπέ­­λαστο. Οἱ ἅγιοι εἶναι ἅγιοι γιατὶ εἶναι πρῶτα-πρῶτα καὶ κατεξοχὴν ἄνθρωποι. Στὴν ἀνθρωπινότητα, στὴν πολυδιάστατη προσωπικότητα τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν θὰ ἐπικεντρώσουμε τὴν προσοχή μας σήμερα.

Οἱ καιροὶ στοὺς ὁποίους ἔζησαν εἶχαν πολλὰ κοινὰ σημεῖα μὲ τοὺς δικούς μας. Μακριὰ ἀπὸ κάθε ἐξιδανίκευση θ’ ἀνακαλύψουμε ὁμοιότητες ἀκόμα καὶ στὰ μικρὰ καθημερινὰ πράγματα.

Μιλοῦσε ὁ Χρυσόστομος, γιὰ παράδειγμα, στὴν κατάμεστη ἐκκλησία τῆς Ἀντιόχειας 1500 χρόνια πρίν, καί —παρὰ τὴ ρητορική του δεινότητα— ὁ κόσμος δὲν πολυπρόσεχε στὸ κήρυγμα. Προτιμοῦσε νὰ χαζεύει τὰ σοῦρτα φέρτα τοῦ καντηλανάφτη δημιουργώντας μεγάλη ἀναστάτωση, μέχρι ποὺ ὁ ἱερὸς πατὴρ ἀναγκάστηκε νὰ τοὺς ἐπιπλήξει αὐστηρότατα. Ἂς μὴ φανταζόμαστε λοιπὸν μιὰ Ἐκκλησία ἰδανική.

Ὄχι μόνο στὴ μικροκλίμακα τῆς καθημερινότητας, ἀλλὰ καὶ σὲ σοβαρότατα θέματα ποὺ ἀφοροῦσαν στὴ διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας τὰ πράγματα δὲν πήγαιναν πολὺ καλά. Στὴν πατρίδα τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου ὑπῆρχαν ταυτόχρονα —ἐκτὸς ἀπ' τὴν κανονική— ἄλλες τέσσερις σχισματικὲς ἐκκλησίες, γεγονὸς ποὺ δημιουργοῦσε μεγάλη σύγχυση, ἰδιαίτερα στοὺς καινούργιους πιστούς. Ὅταν, ὡς ἀρχιεπίσκοπος τῆς Κωνσταντινούπολης, περιόδευσε στὴ Μικρὰ Ἀσία ἀναγκάστηκε νὰ καθαιρέσει (παύσει) ἕξι ἐπισκόπους ποὺ εἶχαν λάβει τὸ ἐπισκοπικὸ ἀξίωμα μὲ σιμωνία (δηλαδὴ δωροδοκώντας καὶ λαδώνοντας).

Ὁ Μέγας Βασίλειος καὶ ὁ Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνὸς δέχτηκαν τὸ μυστήριο τῆς ἱεροσύνης σὲ ἀντίθεση μὲ τὶς προσωπικές τους ἐπιθυμίες καὶ ἐπιλογὲς χάρη στὴν παρότρυνση τοῦ λαοῦ καὶ στὴν πιεστικὴ ἀνάγκη ποὺ δημιουργοῦσε ἡ αἴσθηση ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἦταν καράβι ἀκυβέρνητο καὶ ἀπροστάτευτο μποροστὰ στὶς ἐπιθέσεις τῶν αἱρετικῶν.

Ὅλα αὐτὰ δὲν λέγονται βέβαια γιὰ νὰ ἀποκαθηλώσουμε τὰ ἱερὰ καὶ τὰ ὅσια. Ἀλλὰ γιὰ νὰ δείξουμε ὅτι μέσα σὲ μιὰ ἐποχὴ παρακμῆς, μέσα σὲ ἕνα γενικὸ κλίμα μετριότητας ἀνέπτυξαν τὴ δράση τους καὶ τὶς ἀντιστάσεις τους οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες, κάνοντας οὐσιαστικὲς τομὲς στὸ ροῦ τῆς ἱστορίας καὶ λειτουργώντας ὡς πυξίδα ἀκόμα καὶ σήμερα.

Ἡ ἐποχὴ (τέλη τέταρτου - ἀρχὲς πέμπτου αἰώνα) ἦταν μιὰ ἐποχὴ μεταίχμιο καὶ μετάβασης ἀπὸ τὸν παλιὸ εἰδωλολατρικὸ κόσμο στὸν καινούργιο ποὺ σταδιακὰ ἑδραιωνόταν στὴ χριστιανικὴ πίστη. Καὶ οἱ τρεῖς Πατέρες γνώρισαν τὰ πισωγυρίσματα καὶ τοὺς διωγμοὺς τοῦ Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτη· τὴ σύγκρουση μὲ αὐτοκράτορες ποὺ στήριζαν τὴν αἵρεση τοῦ Ἀρείου· ἐνδοεκκλησιαστικὲς ἔριδες... καὶ προδοσίες ἀκόμα καὶ ἀπὸ οἰκεῖα πρόσωπα· τὶς μηχανοραφίες τοῦ παλατιοῦ.

Γύρω τους ζοῦσαν χριστιανοί, αἱρετικοί, ἑβραῖοι, εἰδωλολάτρες. Ἔζησαν ἀνάμεσα σ’ αὐτὸ τὸν κόσμο καὶ ὄχι σὲ ἀπόσταση. Φυλετικὰ συναναστράφηκαν μὲ Ἕλληνες, Ἑβραίους, Ρωμαίους, Σύρους, Πάρθους, Γότθους, Ἰσαύρους, Φοίνικες καὶ πολλοὺς ἄλλους λαούς. Σχετίστηκαν μὲ ἀνώτερα στρώματα καὶ τὸ φτωχὸ λαό, μὲ μορφωμένους καὶ ἀμόρφωτους. Συνεργάστηκαν μὲ ἄνδρες καὶ γυναῖκες.

Ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὁ φλογερὸς κήρυκας, ἄνθρωπος τῆς ἄσκησης ἀλλὰ καὶ τῆς πρακτικῆς σκέψης, ἀναλώθηκε σὰ λαμπάδα στὸ κήρυγμα. Σὲ μιὰ ἀδιάκοπη, ἐντατικὴ σχέση μὲ τὸν κόσμο, πάσχισε νὰ τοὺς κερδίσει γιὰ τὸν Χριστό. Ἡ θεολογική του σκέψη ἦταν διαρκὴς διάλογος ἀνάμεσα στὴν πίστη καὶ τὴν ἀπιστία ἢ τὴν ὀλιγοπιστία, ἀνάμεσα στὴν ἀλήθεια ποὺ ἐλευθερώνει τὸν ἄνθρωπο καὶ τὶς αὐτάρεσκες παρανοήσεις της. Ὁ ἱερὸς πατὴρ κινεῖτο διαρκῶς πρὸς τὸν ἄλλο, ὄχι μόνο γιὰ νὰ ἀπαντήσει στὶς ὑπαρξιακὲς ἀγωνίες καὶ ἀπορίες τους, ἀλλὰ καὶ στὶς συγκεκριμένες ἀνάγκες τους. Ἔσκυψε μὲ ἄπειρη ἀγάπη στὸν πόνο τῶν φτωχῶν, τῶν περιφρονημένων, τῶν περιθωριακῶν. Στήριξε τὶς γυναῖκες, γιατὶ αὐτὲς γέμιζαν καὶ στήριζαν τὴν Ἐκκλησία. Δίδαξε τοὺς Ἕλληνες νὰ μὴν περηφανεύονται, μιὰ ποὺ οἱ φυλετικὰ βάρβαροι συχνὰ ἀποδεικνύονται σοφότεροι, πνευματικότεροι, ἁγιότεροι. Ἔτσι ἡ ἀλήθεια δὲ βρίσκεται σὲ μιὰ φυλή —οὔτε κὰν στὴν ἀγαπημένη δικιά μας— ἀλλὰ στὴν ἀποδοχὴ τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ. Γιὰ τὴ διάδοση τῆς χριστιανικῆς πίστης σὲ ὅλη τὴν τότε οἰκουμένη ἀγωνίστηκε ὁ ἱερὸς πατὴρ μὲ ὅλες τὶς δυνάμεις του σὲ ἕνα πνεῦμα διεθνιστικῆς —θὰ λέγαμε— ἀδελφοσύνης, ἤδη ἀπὸ νεαρὸς διάκος καὶ ἀργότερα ὡς Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Σὰν τοὺς προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἀφοῦ ἡ γλώσσα τῆς ἀλήθειας εἶναι σκληρή, ἔγινε συχνὰ δυσάρεστος. Φυλακίστηκε, ἐξορίστηκε, τὸν ἐπανέφεραν θριαμβευτικὰ στὴν Πόλη, ἐξορίστηκε καὶ πάλι, ὁδοιπόρησε, κακουχήθηκε, κινδύνεψε, ἀρρώστησε καὶ στὸ τέλος πέθανε στὴν ἀφιλόξενη Κουκουσό τῆς Μικρᾶς Ἀσίας.

Ὁ Μέγας Βασίλειος πολυμαθής, πολυτάλαντος, ἦταν ὁ κατεξοχὴν ὀργανωτικὸς τύπος. Σὲ ἐποχὴ ποὺ κάθε ἔννοια κοινωνικῆς πρόνοιας ἦταν ἄγνωστη, γιατρὸς κι ὁ ἴδιος, ἵδρυσε ὁλόκληρη πολιτεία πρόνοιας μὲ πολλὰ καὶ πρωτοποριακὰ ἱδρύματα, τὴ Βασιλειάδα, ἀναζητώντας τρόπο νὰ κάνει τὸ βίωμα τῆς πίστης πράξη. Ἡ φροντίδα του στοὺς φτωχοὺς καὶ ἀπόκληρους καὶ ἡ γενναιοδωρία του ἦταν τόσο παροιμιώδης ὥστε καὶ σήμερα ἀκόμη σὲ μιὰ περιβεβλημένη μὲ μύθο προσέγγιση τοῦ Ἁγίου Βασιλείου τὰ μικρὰ παιδιὰ περιμέ­νουν κάθε χρόνο νὰ τοὺς φέρει δῶρα στὴ γιορτή του.

Ἀσκητὴς ὁ ἴδιος, ἔδειξε τὸ δρόμο γιὰ τὴν κοινωνικότητα τοῦ μοναχικοῦ βίου. Οἱ κανόνες του γιὰ τὴ μοναστικὴ ζωὴ ἀποτελοῦν ἀκόμη σήμερα τὸ κύριο πρότυπο γιὰ τὸν κοινοβιακὸ μοναχισμὸ ὄχι μόνο στὴν ὀρθόδοξη Ἀνατολὴ μὰ ἀκόμα καὶ στὴ Δύση.

Ἐπίσκοπος στὴν Καισάρεια, ἀνέπτυξε μιὰ πολυσχιδὴ ἐκκλησιαστικὴ δράση, γεγονὸς ποὺ ἐνόχλησε τὴν πολιτικὴ ἐξουσία, ἡ ὁποία ὑποστήριζε τότε τὴν αἵρεση τοῦ Ἀρείου. Στὶς ἀπειλὲς τοῦ Μοδέστου, ἐκπροσώπου τοῦ αὐτοκράτορα, ἀπάντησε μ’ ἕναν τρόπο ποὺ θὰ τὸν συμπυκνώναμε ὡς ἑξῆς: «Ὁ βρεγμένος τὴ βροχὴ δὲν τὴ φοβᾶται». Δηλαδή:

Ἡ δήμευση τῆς περιουσίας δὲν ἦταν ἀπειλὴ γιὰ τὸν Βασίλειο, τὸν ἄνθρωπο ποὺ εἶχε δωρήσει καὶ μοιράσει τὰ πάντα.

Ἡ ἐξορία πάλι δὲν ἦταν ἀπειλή, γιατὶ παντοῦ ὅπου γῆς αἰσθανόταν τοὺς ἀνθρώπους ἀδέρφια καὶ τὴ χώρα πατρίδα.

Ὁ θάνατος θὰ συντόμευε τὸ χρόνο καὶ θὰ σήμαινε τὴν ταχύτερη ἐκπλήρωση τῆς προσδοκίας γιὰ μιὰ ζωὴ κοντὰ στὸν Χριστό.

Στὸ ἴδιο οἰκουμενικὸ καὶ φιλάνθρωπο πνεῦμα μὲ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο, ὁ Βασίλειος κινήθηκε σὲ πρακτικὰ καὶ θεωρητικὰ θέματα ἐνῶ ἀσχολήθηκε ἰδιαίτερα μὲ τὸ ζήτημα τῆς παιδείας καὶ τόνισε τὸ κέρδος ποὺ ἔχουν οἱ χριστιανοὶ νέοι μελετώντας τοὺς ἀρχαίους συγγραφεῖς.

Ὁ Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός, ὁ πιὸ θεωρητικὸς ἀπὸ τοὺς Τρεῖς Ἱεράρχες, ποὺ ἐπονομάστηκε καὶ Θεολόγος, φύση εὐαίσθητη καὶ ποιητική, προτιμοῦσε πάντα ἕνα μοναχικὸ βίο στοχασμοῦ καὶ προσευχῆς. Ἡ ζωὴ ὅμως τὸν ὁδήγησε ἐπανειλημμένα ν’ ἀναλάβει διοικητικὲς ἁρμοδιότητες. Ὅταν, πρὶν τὸν Χρυσόστομο ἀφοῦ ἦταν καὶ λίγο μεγαλύτερος, ἀνέλαβε τὸν ἀρχιεπισκοπικὸ θρόνο τῆς Κωνσταντινούπολης ἡ βασιλεύουσα ἦταν βυθισμένη στὴν ἐπιρροὴ τῶν αἱρέσεων. Μὲ τὰ κηρύγματα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου, ἡ κατάσταση ἀντιστράφηκε σὲ λίγο χρόνο. Ὅμως ὁ Γρηγόριος δὲν ἔμεινε γιὰ πολὺ στὸν ἀρχιεπισκοπικὸ θρόνο. Ἡ ἀφοσίωσή του στὴν ἀλήθεια ἐκλαμβανόταν ὡς μονολιθικότητα καὶ ἀδιαλλαξία ἀπὸ τοὺς διπλωμάτες τοῦ παλατιοῦ. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος δὲν ἦταν ὁ ἄνθρωπος τῶν δημοσίων σχέσεων. Ἀντίθετα, μόλις ὁλοκλήρωνε σὲ κάποιο βαθμὸ ἕνα ἔργο, διακατεχόταν ἀπὸ τάσεις φυγῆς καὶ ἐπιστροφῆς στὴν ἀγαπημένη του ἡσυχία καὶ μοναξιά. Ἔτσι καὶ στὴν Κωνσταντινούπολη δὲν καλλιέργησε ἐπαφὲς καὶ διασυνδέ­σεις, καὶ κατόρθωσε γιὰ πολλοὺς ἀνεπιθύμητος. Ἐνῶ φωνὴ λαοῦ τὸν ἔφερε στὸ θρόνο, οἱ συνομωσίες τῶν διάφορων παραγόντων, πολιτικῶν καὶ ἐκκλησιαστικῶν, τὸν ὁδήγησαν στὴν καθαίρεση καὶ τὴν ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὴ βασιλεύουσα. Αὐτὸ ἦταν γιὰ τὸν Γρηγόριο μιὰ μεγάλη πίκρα, ἀλλὰ μαζί της προέκυπτε ἀπροσδόκητα καὶ ἡ χαρὰ τῆς συγκέντρωσης στὸν ἑαυτό του καὶ ἡ περίοδος τῆς μεγάλης ποιητικῆς του δημιουργίας. Ὁ Γρηγόριος, ποὺ εἶχε πάντα μέσα του τὴν ἀγάπη τῆς γλώσσας καὶ τὴν αἴσθηση τοῦ ρυθμοῦ, ἔγραψε τὰ τελευταῖα αὐτὰ χρόνια τῆς ζωῆς του ἀριστουργηματικὰ ποιήματα μὲ τοὺς κανόνες τῆς προσωδίας. Ἐνῶ ὁ ποιητικός του λόγος προδίδει βαθιὰ γνώση τῆς ἑλληνικῆς γραμματείας, ἔχει πολλὰ στοιχεῖα ὁμηρικῆς προέλευσης καὶ θεωρεῖται ἀρκετὰ δύσκολος, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ἔχει μελετηθεῖ ἀρκετά, ὁ λόγος τοῦ κηρύγματος τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν —ὅπως καταγραφόταν ἀπὸ ταχυγράφους— ἐκφερόταν στὴ δημοτικὴ τῆς ἐποχῆς, ἀφομοιώνοντας δημιουργικὰ μὲ νέο τρόπο ὅλους τοὺς κανόνες τῆς ρητορικῆς τέ­χνης. Ἂν συγκρίνει κανεὶς τὴν πομπώδη γλώσσα συγχρόνων τους εἰδωλολατρῶν ρητόρων μὲ αὐτὴ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, θὰ διαπιστώσει ὅτι στὰ χέρια τους γιὰ πρώτη φορὰ ἡ ἁπλὴ γλώσσα τοῦ λαοῦ ἔδινε μιὰ ἄρτια καλλιτεχνικὴ μορφή, ἀντάξια τοῦ σεμνοῦ περιεχομένου τοῦ χριστιανικοῦ κηρύγματος.

Ἔτσι, ὅταν τοὺς ὀνομάζουμε προστάτες τῶν γραμμάτων, αὐτὸ δὲν εἶναι κενὴ φλυαρία. Ὄχι μόνο συνέβαλαν στὴ διατήρηση, καταγραφὴ καὶ μελέτη ἀρχαίων κειμένων, ἀλλὰ καὶ στὴν παραπέρα ὤθηση, μετεξέλιξη καὶ μεταμόρφωση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας καὶ παιδείας. Τὸ ὅραμα μιᾶς εὐτυχισμένη, ἀνέμελης καὶ ἄνετης ζωῆς δὲν ἦταν ὁ στό­χος τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν. Ἀντίθετα θέλησαν νὰ μοιάσουν ὁλο­κλη­ρωτικὰ στὸ Χριστό, καὶ τοῦ ἔμοιασαν καὶ στὸ σταυρό Του. Ἡ «Ἀλήθεια» εἶναι γιὰ τοὺς Τρεῖς Ἱεράρχες ἕνα ζωντανὸ πρόσωπο, τοῦ σαρκωμένου Λόγου. Ὅμως εἶναι ἐπίσης μιὰ διαρκὴς ἀνθρώπινη ἀνάγκη, μιὰ ἀνθρώπινη ἀναζήτηση. Ὅποιος τὴν ἀναζητεῖ, μπορεῖ νὰ βρεῖ στοὺς Τρεῖς Ἱεράρχες σημάδια καὶ χνάρια γιὰ νὰ χαράξει ἕναν δικό του δρόμο.

26 Ιαν 2013

Με τον Αυλό Βαδίζοντας




Νοικοκυραίοι σώφρονες και ηττημένοι από νωρίς
Εκχώρησαν ασθμένως των σπλάχνων τη ζωή
Μια σπείρα παρανόμων και φελλών μας οδηγεί
Σε μονοπάτια που δεν διάβηκε κανείς

Η βία απλώνει τα πλοκάμια κι η νέα γενιά
Γεμάτη απορία στριμωγμένη στη γωνία
Ζητεί το νόημα στην απελπισία
Θωπεύοντας την τρέλα ψιλή διπλοπενιά

Πειράματα αντοχής στα βολτ και ένα αντάρτικο
Φρούδες ελπίδες ενός όψιμου Ζορό
Σκόρπια φυτρώνει ενώ η χώρα οδεύει στο χαμό
Με τον αυλό βαδίζοντας βαρύ χορό ασύρτικο

Ουρλιάζουν οι σειρήνες των δημόσιων συχνοτήτων
Οι κουρσεμένες από νιτερέσια εργολάβων
Λοβοτομή σ’ ένα λαό υποταγμένων και ζητιάνων
Σχεδιασμένη εν επιγνώσει των πιθανοτήτων

22 Ιαν 2013

Διαυγής Ψυχρότητα



(Σχόλιο στον πίνακα του Ντέιβιντ Χόκνεϊ
Τρία Δέντρα κοντά στο Θίξεντέιλ, Χειμώνας 2007)


Γυμνά τα κλαδιά
Μια ψυχρή θάλασσα
Απόμακρων βουνών
Κλείνει τον ορίζοντα
Της σκέψης
Η κοντινή θέα
Δεν παρεμποδίζεται
Απ’ τις ανάριες φυλλωσιές
Υποσχόμενα
Τα οργωμένα χωράφια
Μα και πάλι
Τίποτε δεν είναι βέβαιο
Για τη σοδειά
Διαυγής ψυχρότητα του αγνώστου
Η ασταθής ψυχή του ποιητή
Ξεθεμελιώνεται

18 Ιαν 2013

Με Αφορμή την Πρόσφατη Δολοφονία Ξένου στη Χώρα μας


 

Ενός λεπτού σιγή... Άνθρωπος στο χώμα.... Πολλών λεπτών σιγή. Δυνατή κραυγή και αλλαγή πορείας. Σήμερα κοινοποιώ ένα κείμενο συλλογικό: το Δελτίο Τύπου της Πρωτοβουλίας Χριστιανών κατά του Εθνοφυλετισμού, Νεοφασισμού, Νεοναζισμού με αφορμή την άνανδρη ρατσιστική δολοφονία του Σεχζάτ Λουκμάν. Δυνατή κραυγή. Φτάνει πια... Δεν υπάρχει χώρος για αίμα εδώ. Η φωτογραφία με το ματωμένο σταυρό προέρχεται από επιθέσεις κατά Κοπτών Χριστιανών ανήμερα Χριστούγεννα στο Κάιρο, πριν τρία χρόνια. Σήμερα, ο Χριστός ματώνει στην Ελλάδα στο πρόσωπο κάθε ξένου που βασανίζεται, υποφέρει, δολοφονείται. Να μπει τέλος, στην παράνοια, την ανανδρία, το ρατσισμό...


Πρωτοβουλία Χριστιανών κατά του Εθνοφυλετισμού, Νεοφασισμού, Νεοναζισμού
http://www.facebook.com/groups/christianantirafana/

e-mail: christianantirafana@yahoo.gr

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΗΝ ΠΡΟΣΦΑΤΗ ΑΝΑΝΔΡΗ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΟΥ ΣΕΧΖΑΤ ΛΟΥΚΜΑΝ


Η Πρωτοβουλία Χριστιανών κατά του Εθνοφυλετισμού, Νεοφασισμού, Νεοναζισμού αποσκοπεί στην ευαισθητοποίηση της κοινωνίας και ειδικότερα των χριστιανών, προκειμένου να καταδικάσουμε έργω και λόγω κάθε ρατσιστική, φασιστική και ναζιστική ιδεολογία, νοοτροπία και συμπεριφορά, που καθίσταται διπλά επικίνδυνη όταν ενδύεται τον μανδύα της υπεράσπισης των «χριστιανικών αξιών», όπως πράττει πρόσφατα η Χρυσή Αυγή. Φοβόμαστε πως αυτές οι πρακτικές δεν είναι συγκυριακές ούτε πρόσκαιρες, αλλά έχουν έρθει για να μείνουν με κίνδυνο να παγιωθούν. Ακόμα και αν δεν αποδειχτεί με τρόπο αδιαμφισβήτητο η άμεση σχέση της οργάνωσης με την πρόσφατη, άνανδρη εν ψυχρώ δολοφονία (με στιλέτο πισώπλατα) του εικοσιεπτάχρονου πακιστανού Σεχζάτ Λουκμάν [αλλιώς Σερντάρ Γιακούμπ], η πολιτική αλλά και η ηθική ευθύνη για αυτή και άλλες ομοειδείς πράξεις είναι δεδομένη. Και θα είναι δεδομένη, όσο η οργάνωση αυτή στοχοποιεί κατηγορίες συνανθρώπων μας καλλιεργώντας το μίσος και αντιμετωπίζοντάς τους ως "σκουπίδια" και κατ' επέκταση 2ας κατηγορίας ανθρώπους και "αναλώσιμους". Το ειδεχθές ρατσιστικό έγκλημα κάνει επείγουσα την ηθική απαξίωση και καταδίκη στη συνείδηση των πολιτών κάθε μορφής ρατσισμού και φυλετικών διακρίσεων, απ' όπου κι αν προέρχονται. Καταλυτικό ρόλο για να επιτευχθεί αυτό θα παίξει μια καταδικαστική απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, την οποία και καλούμε να προχωρήσει το δίχως άλλο, βάζοντας ένα οριστικό τέρμα στη σύγχυση τέτοιων ιδεολογιών με τη χριστιανική ταυτότητα. Δεν δικαιούμαστε να κοιτάμε αμέριμνοι να σφαγιάζονται συνάνθρωποί μας έξω από τις πόρτες μας. Ας πάψουμε πλέον να παραμένουμε απαθείς θεατές στην ταινία τρόμου «Χρυσή Αυγή».


Σημείωση: Η Πρωτοβουλία Χριστιανών κατά του Εθνοφυλετισμού, Νεοφασισμού, Νεοναζισμού καλεί τους πολίτες να ξεπεράσουμε τις όποιες αναστολές, επιφυλάξεις, επιμέρους διαφοροποιήσεις ή ακόμη και ιδεολογικές και λοιπές περιχαρακώσεις, αλλά και το αίσθημα ή το κλίμα της αυτοπαραίτησης και ηττοπάθειας, και να υπογράψουμε με αποφασιστικότητα το Αίτημά της (Petition) προς την Ιερά Σύνοδο, για συνοδική καταδίκη του φαινομένου. www.gopetition.com/petitions/πρωτοβουλία-χριστιανών-κατά-τ.html

Η Βίλα Αμαλίας και ο Μασκοφόρος Εκδικητής



Οι αγαπημένοι ήρωες των παιδιών, ο Ζορό, ο Σούπερμαν, ο Μπάτμαν, ο Σπάιντερμαν, κάτω από το μυστήριο της μυστικής τους ταυτότητας αγωνίζονται για την αποκατάσταση του δίκιου στην κοινωνία… Μια τυπολογία βαθιά χαραγμένη στο νου των πιο ανήσυχων, των πιο γενναιόψυχων, των πιο ηρωικών ψυχών είναι ο μασκοφόρος εκδικητής.

Και η τυπολογία αυτή συνοδεύει τη νιότη και κατά το πέρασμα από την παιδική ηλικία και την εφηβεία σε μια πορεία προς την ενηλικίωση. Ιδιαίτερα σήμερα, όπου οι ζωές μας καθημάζονται, ο μύθος του μασκοφόρου εκδικητή αποκτά διαστάσεις αντιστρόφως ανάλογες με τη δυναμική των πραγματικών πολιτικών προτάσεων για την άρση του αδιεξόδου, δηλαδή γιγαντώνεται… Το όραμα μιας άλλης κοινωνίας πραγματώνεται συμβολικά στο χώρο ενός μικρόκοσμου επιμέρους πράξεων, που αποκτούν σχεδόν θρησκευτική λειτουργία… Αν όμως ο Μαρξ έλεγε τη θρησκεία «όπιο του λαού», μήπως τυχόν ισχύει ότι η συμβολική λειτουργία μιας κουκουλοφορίας είναι ένα «όπιο της αριστεράς»; ...

Η... συνέχεια... στην Εφημερίδα των Συντακτών,  Αρ. φύλ. 58, Πε 17 Ιανουαρίου 2013, σ. 9

13 Ιαν 2013

Αλβανία: Σπινιάροντας προς τα Μπρος ή Πίσω σε Παλιές Αμαρτίες;



ΜΠΑΙΝΟΝΤΑΣ ΑΛΒΑΝΙΑ ΑΠΟ ΚΡΥΣΤΑΛΛΟΠΗΓΗ, νιώθεις σαν να έχεις μπει στη μηχανή του χρόνου. Πολύ περισσότερο από ένα ταξίδι γεωγραφικό, σου μοιάζει ταξίδι επιστροφής σε βιώματα και εικόνες γνώριμες στη μνήμη, είτε από τα παιδικά σου χρόνια, είτε από αφηγήσεις, είτε από άλμπουμ με παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες. Και πλημμυρίζεις συγκίνηση καθώς βλέπεις ολοζώντανες ενθυμήσεις αγαπημένες, εικόνες ενός κόσμου απλούστερου και αγνότερου, τέτοιου που άρμοζε στα παιδικά σου μάτια.
Αν διαγράψεις επουσιώδεις λεπτομέρειες που διαφοροποιούν την εικόνα, αν ξεχάσεις την κάπως οχληρή –κυρίως για τους Αλβανούς– διαδικασία του συνοριακού και τελωνειακού ελέγχου, καθώς και κάποιες άλλες ιδιοτυπίες που σε επαναφέρουν σε διαφορετικούς γεωγραφικούς τόπους, όπως ένα μιναρές, ένα τζαμί εδώ κι εκεί, ή κάποιες εικόνες που δεν ανήκουν χαρακτηριστικά σε καμιά εποχή αλλά είναι μεμιάς όλες οι εποχές μαζί και συνάμα η αντίθεσή τους –μιλώ για την εικόνα ενός κάρου που σέρνουν άλογα ή μουλάρια, όμως τους τροχούς του δεν σχηματίζουν οι χαρακτηριστικές ακτινωτές ξύλινες ρόδες, αλλά κοινά ελαστικά (πόσο ευχρηστότερα!) αυτοκινήτου∙ ή για την παράδοξη συνύπαρξη όλων των μοντέλων και γενεών της μερσεντές στον ίδιο δρόμο ή καλντερίμι– βρίσκεσαι σε μια σχεδόν παραμυθένια χώρα, όπου η φτώχεια συνυπάρχει με το φιλότιμο, όπου ο σωματικός μόχθος είναι καθημερινός και η νωθρότητα έννοια άγνωστη, όπου η φιλοξενία ξεχειλίζει και οι άνθρωποι διψούν για προκοπή… Όλους τους αγρούς τους βλέπεις σπαρμένους μέχρι και το τελευταίο λαχίδι, με σειρές σειρές πολύχρωμα, συμμετρικά τοποθετημένα σπαρτά, και καταλαβαίνεις πώς κάποια από τούτα  τα χωράφια μέχρι απάνω στα βουνά δεν οργώνονται παρά μόνο με τα ζώα ή με τα χέρια, από ανθρώπους μαθημένους στο λιοπύρι και στη σωματική άσκηση. Κι ύστερα, ένας απέραντος οικοδομικός οργασμός, μέχρι πρότινος, διώροφα και τριώροφα νεόδμητα σπίτια, καμωμένα με τους κόπους των εκπατρισμένων και κυρίως όσων έχουν «φάει στην Ελλάδα ψωμί». Αρκεί να τους απευθυνθείς στα ελληνικά, για να βρεθεί κάποιος πρόθυμος να σου απαντήσει. Αρκεί να σε ακούσουν να μιλάς ελληνικά με την παρέα σου για να έρθουνε κοντά, να σου πιάσουν την κουβέντα, ή να σου φωνάξουν από μακριά, «γεια σου, πατρίδα!», να σε καλέσουν να σε φιλέψουν καφέ και να σου πουν την ιστορία τους. Η ιστορία τους, που αφορά τη σχέση τους με την Ελλάδα, είναι μια ιστορία αγάπης, μόχθου, ελπίδας, όσο κι αν κρύβει κάποιες φορές και μικροπαράπονα. Είναι άραγε οι ίδιοι τούτοι άνθρωποι, με εκείνους που πρωτογνωρίσαμε τη δεκαετία του ’90, ισχνούς και φοβισμένους, να κυνηγούν το καθημερινό ψωμί στη χώρα μας, να θαμπώνονται από το μεγαλείο των πιο αχαμνών από τα σπίτια μας, να είναι ικανοί να «σκοτώσουν» για ένα πεντοχίλιαρο; Έχουν μόλις περάσει δυο δεκαετίες, και η Αλβανία, οι Αλβανοί ακριβέστερα, έχουν διανύσει ένα διάστημα από τον δέκατο ένατο στον εικοστό πρώτο αιώνα, τρέχοντας ακούραστα να καλύψουν την απόσταση, αφού το μεγαλύτερο και οχληρότερο τραύμα που φέρουν απάνω τους είναι αυτό της στέρησης και της καθυστέρησης σε πολλά επίπεδα. Και αυτή η κεντιά στα σπλάχνα, τους σπιρουνίζει θαρρείς, και σπεύδουν με σβελτάδα και ξύπνιο, αγωνιστικό πνεύμα προς τα μπρος.
   
ΤΟ ΟΤΙ Η ΡΑΓΔΑΙΑ ΤΟΥΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΔΕΝ ΣΤΕΡΕΙΤΑΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΩΝ, τα οποία, φευ, δεν διαφέρουν και πολύ από όσα διαπράξαμε εμείς τη δεκαετία του ’60 και δυστυχώς επαναλαμβάναμε ακόμη μέχρι προχθές στις γοργά αναπτυσσόμενες περιοχές, όπως την ανατολική Αττική, δεν χρειάζεται να το επισημάνουμε. Γιατί η άλλη πλευρά, τα παράλια, από τους Αγίους Σαράντα (που στην Αλβανία ονομάζονται απλώς Σαράντα – Κύριος οίδε τι νοματαίοι), μέχρι την όμορφη Αυλώνα και το Δυρράχιο ή και ακόμα παραπάνω, κραυγάζει για την τουριστική «αξιοποίηση», την κάθετη δόμηση ουρανοξυστών, την καταπάτηση του φυσικού τοπίου, τα πιο πονηρά ήθη… το κοίταγμα των ανθρώπων στα χέρια…
Σε όλη την Αλβανία, αλλά ιδίως στα δυτικά, η μαφία κάνει θραύση – και συνήθως ως φορείς μιας «νόμιμης» εξουσίας. Η αλβανική σημαία, που κυματίζει περήφανη σε πλείστες όσες νεόδμητες οικοδομές, δεν μοιάζει τόσο να είναι σημείο γενναιόφρονα πατριωτισμού ή παράφορου εθνικισμού και τυχόν αλυτρωτισμού, όσο μάλλον (όπως μας βασανίζει μια πικρή υποψία) σημείο υποταγής σε κάποιες εξουσίες με αμφίβολη νομιμοποίηση. Αλλά ενδεχομένως και εκεί όπως και εδώ αυτά τα φαινόμενα συμβαδίζουν… Και βέβαια δεν χρειάζεται και μεγάλη διερώτηση για να ξέρει κανείς πώς ένας εργατικός Αλβανός έχτιζε μέχρι πρότινος με το συνάλλαγμά του και πολλή προσωπική εργασία ένα τριώροφο που θα στεγάσει όλη την οικογένεια, τα υπερπολυτελή όμως κτίρια-κλουβιά των έως και τριάντα ορόφων δεν χτίζονται με τους νόμιμους καρπούς της εργασίας, αλλά με τους καρπούς της ανομίας. Γιατί ούτε τα ναρκωτικά ούτε η εγκληματικότητα λείπει. Αυτή όμως είναι η συνήθης πραγματικότητα που προβάλλουν τα ελληνικά κανάλια, και το αγκάθι της ζωής των τίμιων εργαζομένων και μικροεπιχειρηματιών. Αυτοί είναι επίσης οι χρυσοί πελάτες των Ελλήνων ποινικολόγων, σταθεροί θαμώνες και τρόφιμοι των σωφρονιστικών μας καταστημάτων, δεν είναι όμως αυτοί ο λαός της Αλβανίας, ούτε πόσο μάλλον οι Αλβανοί που γνωρίσαμε.
   
ΟΙ ΑΛΒΑΝΟΙ ΠΟΥ ΓΝΩΡΙΣΑΜΕ δεν είναι οι ζητιάνοι στον τόπο μας ­– άλλωστε οι Αλβανοί δεν ήταν ποτέ ζητιάνοι. Είναι οι άρχοντες στο σπίτι τους. Και θα σε καλοδεχθούν. Θα σου πουν πόσο ευγνωμονούν την πατρίδα μας που τους άνοιξε τα μάτια, τους δίδαξε ένα σωρό πράγματα, τους έδωσε ψωμί και τους έμαθε να δουλεύουν. Μια νοητή γραμμή όπου σερβίρεται ο καφές φραπέ είναι η επικράτεια της ελληνικής επίδρασης. Όμως και μέχρι τα βορεινά σύνορα πολλοί κάτοικοι έχουν έρθει, ζήσει και δουλέψει στην Ελλάδα. Όσο και να μην αρέσκεται σ’ αυτό κάποια μερίδα της πολιτικής ηγεσίας που επενδύει στη δημιουργία έκρυθμων καταστάσεων, η ορμή των γεγονότων, το δίκαιο που διαμορφώνει η ίδια η ζωή, το αδιαμφισβήτητα τετελεσμένο, και ακόμη τελούμενο σε μικρότερο βέβαια βαθμό, της συνεχούς εισροής συναλλάγματος από την πατρίδα μας και η εμπορική πρόσδεση της Αλβανίας σε αυτή, ο διπλός πολιτιστικός προσδιορισμός πολλών Αλβανών που ζουν χρόνια στην Ελλάδα και τα παιδιά τους πάνε σε ελληνικά σχολεία κ.ά. παρόμοια έχουν γείρει τη ζυγαριά στην κατεύθυνση μιας ισχυρής ελληνοαλβανικής φιλίας.
Η φιλία αυτή όμως σήμερα, την ώρα της οικονομικής κρίσης, δοκιμάζεται πολλαπλά… Και εκεί, όπως και στα καθ’ ημάς, κάποιες φανατικές φωνές υψώνονται, μειοψηφικές αλλά ηχηρές, που αναζητούν στη μισαλλοδοξία και στην έξαρση του εθνικισμού ή και του μεγαλοϊδεατισμού μάταιη παρηγοριά για τα ποικίλα δεινά…
   
ΟΙ ΜΕΙΟΝΟΤΙΚΟΙ ΠΛΗΘΥΣΜΟΙ του αλβανικού νότου, με άλλα λόγια οι Έλληνες, βρίσκονται και πάλι σε ιδιαίτερα δεινή θέση... Για μακρότατο χρονικό διάστημα ένιωθαν διπλά πληγωμένοι από τη διπλή υποδούλωση (εθνική αφενός, και σε ένα ακραίο και παράλογο καθεστώς αφετέρου). Αυτοί ιδιαίτερα πλήττονται από τις εθνικιστικές εξάρσεις του τελευταίου καιρού, εφόσον δεν έχουν λείψει οι πιέσεις αλλά και τα σε βάρος τους εγκλήματα. Σε υψηλό βαθμό αγνοημένοι από το αθηνοκεντρικό μας μικρόψυχο κρατίδιο, θα είχαν πολλά να ωφεληθούν από τα φιλελληνικά αισθήματα του γενικού αλβανικού πληθυσμού. Τα πράγματα όμως έχουν πάρει κάπως δυσμενή τροπή.
    
ΟΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ ΝΟΥΝΕΧΗΣ μπορεί επίσης και οφείλει να αναγνωρίσει πόσο σημαντικές για την ειρήνη και την προκοπή της περιοχής είναι οι επιλογές του αρχιεπισκόπου Αλβανίας κ. Αναστασίου, που υπαγορεύονται αφενός από την πίστη του ιεράρχη στην οικουμενική διάσταση του έργου του Χριστού, αλλά που συνεπάγονται και πλείστα όσα ωφελήματα πολιτικής, κοινωνικής και διπλωματικής φύσης. Έτσι, ενώ όταν πρωτοπήγε εκεί ο νυν Αρχιεπίσκοπος, αρχές και πολίτες τον κοιτούσαν λοξά, θεωρώντας τον «πράκτορα» μιας ξένης (και παραδοσιακά εχθρικής) δύναμης, κέρδισε σταδιακά τα επόμενα χρόνια την εμπιστοσύνη. Ο αρχιεπίσκοπος της ειρήνης, της αγάπης και της καταλλαγής αγκάλιασε τους πάντες, με τη σύνεση, την αγάπη του και την έμπρακτη φροντίδα του προς όλους, ανεξαρτήτως εθνικής ταυτότητας και θρησκείας. Ήταν ο πρώτος που υποδέχτηκε τους πρόσφυγες του Κοσσυφοπεδίου και μοίρασε ανθρωπιστική βοήθεια, βάζοντας πρώτα τον άνθρωπο και έπειτα τα κτίσματα της Εκκλησίας. Έχουμε γνωρίσει από κοντά μεγάλο μέρος του στελεχιακού δυναμικού της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αλβανίας και θαυμάσει τους μαθητές ενός ανθρώπου που φύτεψε πάνω στη στάχτη. Σήμερα έχουν φυτρώσει θαυμαστά νεαρά δενδρύλλια, στελέχη με άρτια κατάρτιση, σύνεση, φιλοτιμία, άνθρωποι με αυταπάρνηση και ψυχή… κάτι πολύ ζηλευτό και για τη δική μας πατρίδα. Με κάποιους συνδεόμαστε με προσωπική φιλία. Το φιλοπρόοδο και ειρηνικό προφίλ, η εμπεδωμένη αυτή νοοτροπία, καθιστούν την Εκκλησία της Αλβανίας δύναμη προόδου και προκοπής. Γι’ αυτό η ακτινοβολία και η επίδρασή της είναι ικανή να στερεώσει ένα νέο πνεύμα πολύ πέραν των ίδιων της των παιδιών.
    
Η ΑΟΚΝΗ ΑΥΤΗ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ, όμως, βάλλεται σκληρότατα εκ των έσω, εδώ στην Ελλάδα, από διαφόρους ανεγκέφαλους ορθοδοξαστές, που ανεπίγνωστα ή όχι, με την αδιάκοπη διαβολή τους, ανοησία, μικροψυχία και γκρίνια τους παρενοχλούν και παρεμποδίζουν το έργο της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αλβανίας.
Πλήττεται επίσης από τη γνωστή ελλαδίτικη ελλειπτικότητα (σήμερα πλήρη αφασία) στην υποστήριξη μεγάλων προσπαθειών, που αφήνονται να πάρουν τον δρόμο τους με τον αυτόματο πιλότο… Έτσι όμως, κινδυνεύουν να εξαντληθούν στα όρια της (βιολογικής ή άλλης) αντοχής της ιδιωτικής πρωτοβουλίας ή στη χαρισματικότητα ενός προσώπου με διεθνή ακτινοβολία. Περιττό να τονίσουμε ότι οι υποδομές και ο στρατηγικός σχεδιασμός είναι η μόνη εγγύηση για μεγαλόπνοα και διαρκή αποτελέσματα σε μεγάλες προσπάθειες.
Πλήττεται επίσης από την οικονομική κρίση, που στερεί σε πόρους και την Αλβανία, αναλόγως και με τις εξελίξεις στην Ελλάδα.
Και τέλος, πλήττεται από την έξαρση του αλβανικού εθνικισμού, ο οποίος κατά πάσα πιθανότητα θα προδώσει με τον χειρότερο τρόπο τις πολυετείς ελπίδες του αλβανικού λαού για προκοπή και πρόοδο.
   
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΛΕΥΡΑ έχει κάθε καλώς νοούμενο συμφέρον να πριμοδοτήσει τη λογική της φιλίας και να αποφύγει να δώσει ερεθίσματα για περαιτέρω επιδείνωση των πολύ ασταθών πια ισορροπιών. Η πίεση δεν είναι ποτέ καλός σύμβουλος, και η ευθυκρισία είναι πάντα ζητούμενο σε τέτοιους καιρούς,. Δεν μπορεί όμως να υπάρχει ευθυκρισία αν δεν συνοδεύεται από διαύγεια πνεύματος και νηφαλιότητα.