2 Μαρ 2013

Λήθη, Λιθάρι, Χαρτί


 Ο Τάσος Σβορώνος, με τα παιδιά του, 
που απέκτησε σε μεγάλη ηλικία.

[Σχόλιο στο βιβλίο της Αρετής Γεωργοσοπούλου-Μακρέλ, Λίθοι στη Λήθη]

 

Ο πετροπόλεμος ήταν ένα από τα αγαπημένα μου παιχνίδια όταν ήμουν μικρή. Το έκοψα μαχαίρι μόνο όταν μια δική μου πέτρα γέμισε μια λεκάνη με αίματα από το κεφάλι του καλύτερού μου φίλου. Ωστόσο ποτέ δεν είχα σκεφτεί να ρίξω λιθάρια στη λήθη. Αντίθετα, θεωρούσα τη λήθη μεγάλη αρετή, που ελευθέρωνε το νου από περιττά φορτία και την ψυχή από περιττές μνησικακίες.

Αυτή μου η προδιάθεση με δυσκόλεψε αρκετά και στο σχολείο, όπου συχνά η μνήμη με εγκατέλειπε και χρειαζόταν τη βοήθεια της κρίσης και της συστηματικής οργάνωσης και ταξινόμησης των πραγμάτων, προκειμένου να βοηθηθεί.

Εντούτοις, η διαφύλαξη της μνήμης είναι μια λειτουργία τουλάχιστον εξίσου πολύτιμη. Ιδίως όταν πρόκειται για συλλογική μνήμη.

Τότε που η μνήμη γίνεται επίγνωση, χώρος, κριτήριο, προσανατολισμός, έμπνευση. Η μνήμη δεν έχει μια συντηρητική παρελθοντολογική διάσταση. Αλλά γίνεται μνήμη παρόντος και μέλλοντος.

Με το πρώτο της βιβλίο 33% Αντάρτης η Αρετή Γεωργοσοπούλου-Μακρέλ ζωντάνεψε τη ζωή ενός ανθρώπου, που με το ψυχικό του σθένος ξεπέρασε τη σωματική του αναπηρία και μπήκε στην αντίσταση, γεμάτος νιότη και ενθουσιασμό. Η πείρα των δραματικών όσο και αντιφατικών αυτών στιγμών τον γέρασε, τον άλλαξε, τον πίκρανε… Τον κατανίκησε σε κάποια, και σε άλλα τον ενδυνάμωσε… Ευκολοδιάβαστο, και ιδιαίτερα γοητευτικό για τη νεολαία, το βιβλίο ζωντάνεψε τις αγωνίες μιας γενιάς, από τα στενά σοκάκια του Πειραιά προς τους φαρδύτερους Αθηναϊκούς δρόμους… Κρατώντας πάντα την υποκειμενική σκοπιά του ήρωα στην αλήθεια του, η συγγραφέας εξερεύνησε τη γενικότερη αλήθεια εκείνων των χρόνων, με πρίσμα ειλικρινούς απορίας και εξερεύνησης.

Σαν ήρθε το δεύτερο δακτυλόγραφο της Αρετής στην πόρτα του εκδοτικού, η πρώτη διαπίστωση ήταν πως συνέχιζε και συμπλήρωνε την ίδια θεματική από μιαν εντελώς διαφορετική σκοπιά, αυτή του Σαμιώτη αγωνιστή Τάσου Σβορώνου. Η ιστορία του, από μόνη της πολύ συγκινητική, ξεκινά με την πραγματική φτώχεια των χρόνων του μεσοπολέμου, περνά στον πόλεμο και την εθελοντική επιστράτευση, από εκεί στη Μέση Ανατολή και στα “συρματοπλέγματα” και κατόπιν στις φυλακές, τις εξορίες, τα ξερονήσια, με ένα μικρό χαμογελαστό διάλειμμα, μέχρι και τα χρόνια της χούντας…

Η δεύτερη διαπίστωση ήταν η ίδια η ποιότητα της γραφής. Πιο γοητευτική και ώριμη… Για την ακρίβεια, δεν ήταν «διαπίστωση». Ήταν αίσθηση. Αίσθηση αναγνωστικής απόλαυσης. Και καθώς διάβαζα το δακτυλόγραφο, σκεφτόμουν πως, όταν κανείς γράφει ένα δεύτερο βιβλίο καλύτερο από το πρώτο του, τότε μάλλον μπορεί να λέγεται συγγραφέας…

Πώς τα κατάφερε η Αρετή, από δυο πρωινούς μερακλίδικους καφέδες στο τσαγαλί κουζινάκι του βιογραφούμενου να βγάλει αυτό το έργο, δεν ξέρω ακριβώς. Αλλά σε ταχυδακτυλουργό και συγγραφέα δεν ζητάς τα μυστικά της τέχνης του. Μόνο να τα μαντέψεις δικαιούσαι, κατακτώντας τον ίδιο δρόμο, ισάξια.

Αυτός ο απλός, αβίαστος και ρυθμικός λόγος, με ένα σεμνότατο ήθος, μας περνάει μέσα από όλα τα πάθη του 20ού αιώνα, τα πάθη αυτού του τόπου με τα αγκάθια του και τα ξερά λιθάρια. Ιστορικό και πολιτικό αφήγημα, αλλά και ψυχική ανατομία, πορτραίτα στελεχών μιας εξουσίας που για χρόνια κατέστρεφαν τον τόπο, οδηγώντας μια κοινωνία στο διχασμό και τον απόλυτο παραλογισμό.

Συνήθως, όχι πάντα, γράφω τα οπισθόφυλλα των βιβλίων που εκδίδουμε. Αυτό με καθιστά «κειμενογράφο», τουτέστιν συγγραφέα κειμένων με ειδικό χαρακτήρα, τρόπον τινά κατά παραγγελία, με σαφή χρηστικότητα και όχι αναγκαστικά απαιτήσεις λογοτεχνικές. Και η παραγγελία στα οπισθόφυλλα δίνεται από το χαρακτήρα του βιβλίου αλλά και τις εικαζόμενες ανάγκες της αγοράς.

Αλλά η Αρετή δεν είναι και πολύ χειραγωγήσιμη. Το κείμενο το συνδιαμορφώσαμε, αφού το συζητήσαμε πολύ και ίσως κάποια στιγμή και αρπαχτήκαμε. Γιατί η Αρετή δεν έχει το νου της κατά πρώτο λόγο στο συγγραφικό της όνομα, αλλά σε αυτό που θέλει και όντως έχει να πει. Αυτό που συναντά το σήμερα και κάνει το βιβλίο δραματικά επίκαιρο. Στη φράση μου «Ο αναγνώστης θα συγκινηθεί, και μέσα από τις δυσκολίες θα ανακαλύψει τη δύναμη του ανθρώπου, την ελπίδα και το χαμόγελο», μου πρόσθεσε το επαναστατικό πρόταγμα, «που καμιά εξουσία, όσο διεφθαρμένη και αν είναι, δεν μπορεί να τα σκιάσει». Και δεν αρκέστηκε σ’ αυτό. Πρόσθεσε και τούτο: «Και αυτή η στάση ζωής ήταν και θα είναι η δύναμή μας!»


 Μεταξύ εγκλωβισμού και ελευθερίας, 
συρματοπλεγμάτων και ανοιχτού πελάγους,
δακρύων και γλαυκού ουρανού, κάπως έτσι 
φαντάστηκα τον ήρωα και αποτύπωσα στο εξώφυλλο.

Ενέδωσα εγώ, Αρετή. Γιατί είναι κάποιες ώρες, που τα πρώτα έρχονται πρώτα και τα λοιπά έπονται. Και είναι τέτοιες ώρες οι σημερινές. Θα ήθελα και θα μπορούσα να πω πολλά ακόμα για σένα, αλλά δεν ξέρω αν θα το ήθελες εσύ. Είναι σίγουρα ότι κάποια στιγμή θα γίνεις δική μου ηρωίδα, μεταλλαγμένη σε ηρωίδα διηγήματος και θα εμβολιάσεις και άλλους ήρωες, καθώς στην πορεία της συνεργασίας μας γνωριστήκαμε πραγματικά.

Το ευχαριστήθηκα το βιβλίο σου, αγάπησα τον ήρωά σου, συγκινήθηκα, θύμωσα, απελπίστηκα, πόνεσα, ήλπισα ξανά με την ιστορία σου. Γιατί ο Τάσος Σβορώνος, υπό το πρίσμα της δικής σου ματιάς, ήταν και είναι άνθρωπος αμνησίκακος, συγχωρητικός, ήσυχος και δυνατός μέσα στη σιωπή. 

Λίθοι στη Λήθη, και ώριμη, δημιουργική μνήμη. Μνήμη που έχει το νου της στο αύριο τούτου του δαρμένου από τη θάλασσα τόπου. Υποδέχομαι κι εγώ τον ήρωα σαν τη γυναίκα του όρθια πάνω στα γλιστερά βράχια. Ο ήρωας γυρίζει στον τόπο του, και το βιβλίο ανοίγει πανιά. Καλοτάξιδο.


ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το βιβλίο μόλις κυκλοφόρησε στα βιβλιοπωλεία.
Λίθοι στη Λήθη
33% Αντάρτης

Δεν υπάρχουν σχόλια: