Δυο μορφές συνόδευαν
πάντα τη μνήμη μου από τα μικρά μου χρόνια
και σφράγιζαν τη ζωή μου με την παρουσία τους αλλά και με την απουσία
τους. Ο πατέρας μου και η θεία μου, αυτή που έμεινε ανύπαντρη και τη θεωρούσα
σχεδόν μητέρα, αλλά και καταφύγιο όταν θύμωνα με τη μητέρα. Γιατί είχε έναν
τρόπο η θεία, μια γυναίκα ισχνή, με κότσο και μακριά μανίκια, να είναι πάντα γλυκιά
και γεμάτη κατανόηση…
Αν ο πατέρας
μου μου δίδαξε την ελευθερία, την αγάπη στα γράμματα και τη σπουδή, το στοχασμό
και τη θεολογία, η θεία με μύησε σε μια ζωντανή πίστη και λατρεία. Επίσης, στην
πλησμονή της επιείκειας και της χαράς καθώς και μιαν απέραντη βεβαιότητα και
σιγουριά, που εγώ υποχθόνια την υπέσκαπτα ασταμάτητα με βέλη αμφισβήτησης και
οβίδες θυμού.
Όταν εγώ
γεννιόμουν, εκείνη έσβηνε από την επάρατη νόσο. Και όμως, χωρίς να γνωρίζω και
ασφαλώς χωρίς να ελπίζω, μου χαρίστηκε πολλές πολλές δεκαετίες ακόμα. Η ιστορία
ενός θαύματος, πώς από το χείλος του θανάτου κρατήθηκε στη ζωή, ήταν μία από
τις μείζονες οικογενειακές μας αφηγήσεις που άκουγα ξανά και ξανά, αν και σε
κομμάτια σπασμένα. Λίγο η μαμά, λίγο περισσότερο η γιαγιά, με την ίδια τη θεία
τα μιλήσαμε όταν μεγάλωσα αρκετά και περίσσευσα σε θράσος.
Το θαύμα
αυτό, ένα μη καταγεγραμμένο θαύμα αγίου του 20ού αιώνα, θέλησε η μητέρα μου να
το αφηγηθεί σε περισσότερο κόσμο. Τώρα έχουν περάσει σχεδόν 50 χρόνια, και η
θεία, που στο τέλος της ζωής της έγινε μοναχή, δεν ζει πια.
Η μητέρα μου
συγκέντρωσε όλες τις πληροφορίες, διασταύρωσε στοιχεία για πρόσωπα και
γεγονότα, επιβεβαίωσε ξεχασμένες λεπτομέρειες, και μετά από αρκετή δουλειά μας
υπέβαλε ένα χειρόγραφο, υποψήφιο προς έκδοση, μάλλον όχι δίχως κάποια ταραχή.
– Αν θέλετε να το εκδώσετε…, μας είπε, για να
την κόψω αμέσως με το ψαρωτικό επαγγελματικό μου ύφος:
– Θα το
διαβάσουμε και θα σου πούμε, δήλωσα σε πληθυντικό μεγαλοπρεπείας αλλά και γιατί
τα υποψήφια έργα περνούν από 40 κύματα.
– Ξέρεις,
συνέχισε σε τόνο απολογητικό, δεν είναι υψηλή θεολογία, ούτε κάτι περισπούδαστο…
Συγκινήθηκα
με το άγχος της, αλλά, δεν ξέρω γιατί, πάντα φέρομαι στη μάνα κάπως σκληρά…
Είμαι μια κακιά κόρη, αυτό είναι.
– Αν είναι να εκδοθεί, ξεκαθάρισα, θα δεχτείς
διορθώσεις και θα σε εκδικηθώ για όλα όσα πέρασα στο δημοτικό, όταν μου
διόρθωνες τις εκθέσεις.
Ακόμα
θυμόμουν η μνησίκακη, τι τράβαγα παιδί με τη σχολαστικότητα και τελειοθηρία της
μάνας μου, που ξεκίναγε με δεκάδες μολυβιές και κατέληγε σε σκίσιμο της σελίδας
και ξαναγράψιμο από την αρχή. Τίποτε, μα τίποτε δεν ήτανε καλό… αυτή η σκέψη με
στοίχειωνε δεκαετίες ακόμα. Όλα ασύνταχτα, ασαφή, χωρίς σειρά, ατάκτως
ερριμένα. Θυμήθηκα τον πόνο και τη φρίκη αυτών των στιγμών, μέχρι που έκανα την
επανάστασή μου και δήλωσα ότι δεν θέλω να μου ξαναδεί τις εκθέσεις και ας είναι
οι χειρότερες της τάξης.
Άθελά μου
συνοφρυώθηκα.
Η μάνα
γέλασε, ξεκαρδίστηκε στο γέλιο.
– Εντάξει, μου είπε, κι έσκασα κι εγώ μισό
στραβό χαμόγελο.
Όταν άρχισα
να διαβάζω το χειρόγραφο άρχισα να επανεκτιμώ διαφορετικά τα δεινά που πέρασα
μικρή. Γιατί ήταν ένα χειρόγραφο καλογραμμένο, ευχάριστο, γλαφυρό, με «σειρά
και τάξη». Μου άρεσε. Δεν έχρηζε διορθώσεων ούτε επεμβάσεων. Κι αν έγιναν μια
δυο, είναι λόγω του παραπάνω θάρρους, της συγγένειας αίματος με τη συγγραφέα.
Και ενδεχομένως λόγω και της δικής μου διάθεσης να πω το κατιτίς μου σ’ αυτή
την αφήγηση, έστω να πειράξω ένα κόμμα.
Τώρα πιάνω
στα χέρια μου το βιβλίο της μάνας, και νιώθω συγκίνηση. Και για το περιεχόμενο,
μια από τις πιο σημαντικές ιστορίες της ζωής μου, και γιατί το έφερε σε πέρας
τώρα στα στερνά. Οι μεγάλοι άνθρωποι έχουν άλλη σχέση με το χρόνο. Και η μάνα
μου είχε την αίσθηση του κατεπείγοντος. Εμείς πάλι, προχωρούσαμε τη δουλειά με
τους δικούς μας πολυάσχολους ρυθμούς,
δηλαδή χαλαρά…
Σ’αγαπώ μάνα,
στο έχω πει; Μάλλον όχι. Δεν σε συνηθίζω σε τρυφερότητες. Ας στο πω τώρα. Μου
είναι πιο εύκολο στο χαρτί, παρά καταπρόσωπο. Σχεδίασα το βιβλίο σου με αγάπη,
το στεγάσαμε με χαρά. Και είναι πανέμορφο μάνα. Πανέμορφο χάρη και στον πίνακα
του εξωφύλλου, έργο δικό σου.
Γιατί δεν σου
το είπα ποτέ:
Από σένα
έμαθα να αγαπώ την τελειότητα και την ομορφιά, μάνα.
2 σχόλια:
Τα υψηλά και τα περισπούδαστα ας τα αφήσουμε για τους υψηλούς και περισπούδαστους...
Ευχαριστώ από καρδιάς, Γρηγόρη. Τα ταπεινά και τα απλά είναι τα αληθινότερα... Θα χαρεί η γιαγιά να δει το σχόλιό σου.
Δημοσίευση σχολίου