EΥΗ ΒΟΥΛΓΑΡΑΚΗ-ΠΙΣΙΝΑ, Σπουδή για εξώφυλλο βιβλίου.
Ακρυλικό σε χαρτί. Ιούνιος 2012.
Είχε γείρει το κεφάλι της στο γυμνό μου πόδι. Το στήθος της
σε κάποια έξαρση, σφιχτό, το κορμί χυμένο απαλά σε ελαφριά υγρασία, καρπό μιας
πολύπλευρης συγκίνησης. Την άγγιξα με τ’ ακροδάχτυλα στο λαιμό. Καμία
αντίδραση. Με μία δρασκελιά θα έμπαινα μέσα στο σώμα της χωρίς αντίσταση, έτσι
ένιωθα. Αν πλησίαζα το χέρι μου στο δασώδες ανεξερεύνητο σημείο του κορμιού
της, τα πόδια της θα υποχωρούσαν μαλακά…
«Δεν χρειάζεται να μου λες τόσα πειράγματα, το ξέρω ό,τι με
θέλεις, μην προσπαθείς άλλο να κρυφτείς», μου είπε γελαστά και ζεματίστηκα.
«Εσύ, με θέλεις;» τη
ρώτησα.
«Να σου περιγράψω, ή να δεις», με αντιρώτησε, και μόνη της
επέλεξε το δεύτερο. Το δάχτυλό μου ήδη γλιστρούσε μέσα στο κορμί της, το οποίο
αναδιπλώθηκε, αλάφρυνε και μίκρυνε. «Στήριξέ με», μου είπε, κι ορθώθηκα, έγινα
γίγαντας, έγινα Αίαντας και πατώντας πάνω στη γη με τις δυο πατούσες μου σε
ανατολή και δύση, σήκωνα με το δάχτυλο από τα έγκατά της τη γυναίκα. Χαλαρά
ανάδεψε τα πόδια της σε περιστροφή και άρχισε να γυρίζει γύρω από άξονα. Τίναξε
τα δυο της χέρια, βοηθώντας και με τα μπράτσα της την περιστροφική κίνηση. Έγειρε
πίσω το κεφάλι, έκλεισε τα μάτια. Σε λίγο έπιασε την ταχύτητα του φωτός, κι εγώ
μαζί της μετεωριζόμουν τώρα στο διάστημα και περιηγούμασταν τον ένα γαλαξία
μετά τον άλλο...
«Τι θέλεις πια να δεις;» τη ρώτησα…
«Ό,τι υπάρχει και δεν υπάρχει, ό,τι είναι ενδιαφέρον», μου
απάντησε. Μα σαν ένιωσε πως ίσως να κουράστηκα, ή να βαρέθηκα, με οδήγησε να
ξαπλώσω απαλά πίσω στο στρώμα μας. Το κορμί της από πάνω μου έπαιρνε τις
κανονικές του διαστάσεις, το στήθος της με βάραινε, ο ιδρώτας είχε μια ηδονική
οσμή. Με μισή περιστροφή ακόμα βρέθηκε από κάτω και με οδήγησε μέσα της. Καιρός
ήταν, γιατί το ένα κεφάλι κόντευε να συναντήσει το άλλο, και τώρα βυθιζόταν
ευχάριστα σε ζεστή φωλιά. Με κινήσεις ανεπαίσθητες με άφηνε όλο και πιο βαθιά
μες στο κορμί της, και δεν είχα ξαναδεί γυναίκα να δίνεται έτσι.
«Με σήκωσες από νεκρικό λήθαργο», μου έλεγαν τα μάτια της, που
έλαμπαν από χαρά, κι εγώ –παράξενο– τα διάβαζα κατά γράμμα… «Πάρε με»,
συνέχιζαν σε γλυκύτερους τόνους, και σαν να εννοούσε ότι μου χαριζόταν ολόκληρη
μέχρι τα κατάβαθα της ψυχής της. Απολάμβανα τον σωματικό της τρόπο να το κάνει
αυτό…
Λίγο μετά, ένα άγχος με κυρίευσε προς στιγμήν … Πολύ μεγάλη
η ευθύνη.
Και πάνω στην ώρα που εκείνη λυνόταν σε ένα κλάμα λυγμικό,
ακατάσχετο, κι εμένα λύνονταν τα λαγόνια μου, κόβονταν τα πόδια μου και
τινασσόταν το είναι μου μαζί με τους χυμούς μου, δυο άλογα ξεχύνονταν αχαλίνωτα
και παίζοντας στην ορεινή πεδιάδα. Το σεντόνι έγινε αραχνοΰφαντο πέπλο και μ’
αυτό προσπάθησα να τη συγκρατήσω. Τίναξε τον ατίθασσο λαιμό της, κοίταξε με τα
βαθιά μαύρα μάτια της τα βαθυπράσινα δικά μου, χλιμίντρισε απαλά, έσκυψε το
κεφάλι και λευτερώθηκε από το απαλότατο εκείνο πέπλο, που ποτέ δεν υπήρξε μήτε
λάσσο μήτε χαλινάρι…
Θα έρχομαι κοντά σου όσο επιθυμώ, αλλά δεν θα με δέσεις
ποτέ, μου είπε. Πικράθηκα γιατί την ήθελα, ήθελα να την κρατήσω για πάντα δίπλα
μου, την ήθελα δικιά μου… Κοίταξα τα μάτια της τα κάπως αθώα κι ανυποψίαστα, γεμάτα
αγάπη και αφοσίωση και νόμισα ότι κινδύνευα να τα χάσω διαπαντός. Έριξα τα δικά
μου στο έδαφος και άρχισα να τρέχω, με το νου θολωμένο. Ό,τι γίνει ας γίνει μια
ώρα αρχύτερα. Αλλ’ ω! Απρόσμενη έκπληξη… Να τη κοντά μου, ένα βήμα δίπλα,
χοροπηδηχτή, τινάζοντας με νάζι τη χαίτη, με χάρη το λαιμό.
***
«Θα φτάσουν οι πατάτες για τα παιδιά;» τη ρώτησα.
Ρουθούνισε και σκούπισε με το μανίκι της φόρμας το μέτωπό
της. «Γύρισέ μου πάνω τα μανίκια», μου είπε τείνοντάς τα μπροστά, ενώ πρόσεχε
να μη με τρυπήσει με το μαχαίρι. Η ποδιά, γεμάτη λαδιές, η φόρμα παλιωμένη… Την
έπιασα απ’ τη μέση κι έσκυψα τάχα να δω τη φριτέζα.
«Θα βάλω κι άλλη τηγανιά», μου είπε, «αλλά κάνε πιο πίσω, θα
μυρίσεις τηγανίλα».
Σε λίγο έτρωγα μαζί με τα παιδιά τηγανητές πατάτες… Τα άλλα
αν είχαν συμβεί στ’ αλήθεια χθες ή προχθές ή πριν δέκα χρόνια ή στους καιρούς
του ονείρου δεν θυμόμουν πια. Μπούκωνα πατάτες με κέτσαπ και γελούσα κι εγώ σαν
παιδί…
«Κι ύστερα ήρθε ο πρίγκιπας και ξύπνησε τη βασιλοπούλα;» με
ρωτούσε ο ένας…
«Και αλήθεια κοιμόταν εκατό χρόνια;» ήθελε να μάθει ο άλλος…
«Εγώ δεν θέλω να κοιμηθώ ούτε λεπτό, ποτέ δεν θέλω να
κοιμηθώ», είπε η μικρότερη…
«Μα το ξέρω καλά αυτό», της είπα και τη φίλησα.
«Αν δεν κοιμηθείς, δεν θα δεις τον πρίγκιπά σου!» είπε ο
πρώτος.
«Εσύ δεν θα δεις τον πρίγκιπά σου»!
«Στα κρεβάτια τώρα, χωρίς άλλη κουβέντα…, αύριο σχολείο»,
είπε η μαμά.
Με την αναγκαία σχετική γκρίνια, υπακούσαμε…
Σαν κοιμόνταν οι μικροί θα φιλούσα πεταχτά αυτά τα χείλη με
τη γεύση από κέτσαπ… Και σ’ αυτό θα έπρεπε να αρκεστώ κι εγώ… Μα δεν είχα κι
άλλα κουράγια. Να έπαιζε κάτι καλό η τηλεόραση…