Ανάμεσα στο «η φτώχεια θέλει καλοπέραση» και στο «οι φτωχοί ξέρουν να γλεντούν» κύλησε το Σαββατοκύριακο στο Ζαγαρά, το χωριό μας ψηλά στον Ελικώνα. Φεύγει ο μεγάλος ανιψιός, ο πρωτότοκος, για στρατό, και μας κάλεσε όλους, μαζί και με τους φίλους του, για γλέντι τρικούβερτο. Όπερ και εγένετο! Με προβατίνα στον ξυλόφουρνο, σίγλινο Μάνης, σαλάτα από το χωράφι που ανταγωνιζόταν σε νοστιμιά τα κρέατα, συνοδευτικά και άφθονο κρασί να ρέει, με τη γλυκιά παρέα, κύλησε το γλέντι μέχρι το πρωί. Σηκώθηκαν ποτήρια, ένα πανάρχαιο έθιμο, στο οποίο μυήθηκαν και οι καινούργιοι της συντροφιάς. Έρρεαν οι ευχές, τα φιλιά και τα τραγούδια, μέχρι που αποσώθηκαν οι φωνές κοντά στα ξημερώματα. Είναι από τις περιπτώσεις που βλέπεις πώς ζει το δημοτικό τραγούδι, αλλά και πώς επίσης το έντεχνο είναι ζωντανό κομμάτι της ζωής και του γλεντιού. Άνθρωποι άγνωστοι ήρθαν κοντά, και τα παιδιά μας τα έβλεπες που έχουν γίνει άντρες και γυναίκες, κι είχαν στα χέρια τους όλη τη διοργάνωση. Δεν χρειαζόταν να έχουμε εμείς τον πρώτο λόγο, και είναι τόσο υπέροχα ανέμελο αυτό!
Την ώρα που προηγήθηκε αλλά και τη μέρα που ακολούθησε τη βγάλαμε στο «Λαβά», τοπωνύμιο που σημαίνει για την ευρύτερη οικογένεια τους μόχθους και τους κόπους γενεών ξωμάχων παππούδων, κτηνοτρόφων και αγροτών. Εκεί κι εμείς, συνέχεια μιας γερής αλυσίδας όπου τώρα κάποιοι από τα αδέρφια είναι κρίκοι βασικοί, κι εμείς επισκέπτες που η ανάσα μας γεμίζει από τη μυρωδιά του υγρού χώματος.
Ανάμεσα στα πρόβατα λοιπόν, που είναι γερά και καλοταϊσμένα, δόξα να ’χει ο Θεός. Εκεί και μια οχιά, που μακέλεψε το κριάρι, και τη μακέλεψε η γάτα. Αυτό το κριάρι, το δύσμοιρο, είναι αμφίβολο αν θα ζήσει – μεγάλη ζημιά! Εκεί και ο Αράπης, σκύλος ετών δεκατεσσάρων, που έχει βγάλει πέρα το κοπάδι σε δύσκολους καιρούς, έχει δώσει μάχη με το λύκο ξανά και ξανά, και είναι ακόμη ζωντανός, χάρη στην περιποίηση και την αγάπη του αφεντικού του. Όμως, έτσι νιώθουμε, είναι μάλλον η τελευταία φορά που τον βλέπουμε, καθώς οριακά σηκώθηκε, ήρθε να τον χαϊδέψουμε σαν σε αποχαιρετισμό, και κατόπιν άραξε στο έδαφος και δεν ξανασηκώθηκε όσο και να του φωνάζαμε. Εκεί αυτό το δέντρο το γιγάντιο, το βίδι, που κλαδεύτηκε με άδεια του δασαρχείου... Τα κλαδιά του κόπηκαν και ταΐστηκαν τα πρόβατα με την αγαπημένη τους λιχουδιά, τα πράσινα πλυμένα φύλλα, ενώ με το ξύλο του θα ταϊστεί η σόμπα, να ζεστοκοπηθεί ο παππούς όλο το χειμώνα.
Φέτος θα έχουμε βαρύ χειμώνα, λένε τα μερομήνια, λένε τα έλατα που γέρνουν από τον καρπό, λέει κι ο παππούς στοχαστικά: «Είναι καιρός να κάνει χειμώνα, έχει δυο χρόνια που δεν έκανε καθόλου, μα αλίμονο στη φτωχολογιά».
Με αυτό το βίδι παλεύαμε όλη μέρα πριν το γλέντι, μα και την επομένη. Με φόβο και τρόμο, με το μηχανάκι δεμένο με τριχιά, ανέβηκε ο Σπύρος στα πιο ψηλά από τα κλαδιά, και εκεί, ισορροπώντας πάνω στα πιο γερά, έκοβε και καθάριζε λίγο λίγο, ενώ εμείς του δίναμε οδηγίες και εργαλεία από κάτω. Στην προσπάθεια να του πετάξω ένα μαγκούρι για να αδράξει ένα κλαδί, από κάτω προς τα πάνω σε καμιά δεκαριά μέτρα ύψος, ξέχασα την αγκύλωση στον ώμο μου κι έχασα τη μιλιά μου από τον πόνο για ώρα πολλή. Ευτυχώς, ο Δημήτρης το πέτυχε καλύτερα από μένα. Λίγο λίγο το καταφέραμε το δέντρο, και μετά το λιανίσαμε, το διαλέξαμε, το στοιβάξαμε, σύραμε τα μεγάλα κλαδιά από το δρόμο μέσα στο κτήμα. Αυτό θα φουντώσει και πάλι, ανανεωμένο και θαλερό. Την άλλη μέρα κατεβάσαμε και κάποιες μεγάλες κλάρες που είχαν μείνει απάνω, καθώς τις συγκρατούσαν εκεί μετέωρες άλλα κλαδιά.
Πήγαμε και στα χωράφια. Είχε βρέξει μια ευλογημένη βροχή, και η λάσπη δυσκόλευε τις κινήσεις. Πλούσια η συγκομιδή σε φασολάκια, ντομάτες, αρωματικά πεπόνια, που μας ζάλιζαν με το μεθυστικό άρωμά τους στο αυτοκίνητο, στο δρόμο της επιστροφής.
Ζωγράφισα το «πορτρέτο» της γαϊδούρας, και ό,τι πρόλαβα σκίτσαρα σε πρόχειρο μπλοκ. Τώρα γνωρίζω καλύτερα τα ζώα και τις κινήσεις τους, αν και αυτά τα πρώιμα σκίτσα θέλουν πολλή δουλειά ακόμα. Βήμα βήμα όμως προχωράει κανείς.
Κι έτσι, σε αργούς ρυθμούς κύλησαν οι ώρες, αργούς και γεμάτους, και έχασα και όλα τα σημαντικά της επικαιρότητας για χάρη αυτής της θεϊκής ομορφιάς, που μας τύλιξε και στην αγκάλη της οποίας αφεθήκαμε με ανακατακτημένη ξεγνοιασιά.
Όλα πήραν τη θέση τους, και οι βουνίσιες ανάσες μας θα μας κρατήσουν αρκετό καιρό ακόμα, μέσα στην πόλη.
Σήμερα Δευτέρα πρέπει να μπολιάσουμε εδώ, στο Πεντελιώτικο βουνό, μια αγριοκορομηλιά με μπόλι βανίλιας και δαμάσκηνου που φροντίσαμε να πάρουμε, από το μερακλήδικο κτήμα ενός θείου.
Εκεί στα ψηλώματα του Ελικώνα, όλα ήταν στη θέση τους. Το ήξερα καλά τη νύχτα, σχεδόν χάραμα, όταν η παρέα των παιδιών έμπαινε στα αυτοκίνητα να πάει στο δρόμο της, και εμείς ευχόμασταν καλό κατευόδιο και να τους φυλάει ο Θεός.
Κατόπιν, ησυχία... Μόνο το θρόισμα των φύλλων και οι νυχτερινοί ήχοι της φύσης, μαζί και η βρύση η μεγάλη που ξέχυνε το λιγοστό, αυτή την εποχή του χρόνου, νερό της, προσμένοντας τα καινούργια νερά και τα χιόνια που θα της δώσουν ζωή. Εκεί μείναμε με το Δημήτρη ώρα πολλή ακόμα... Εκεί, με τη δισταχτική φωνή μου συνέχισα να τραγουδώ, γιατί το τραγούδι δεν έλεγε να βγει από τα μέσα μας.
Εκεί είπα για πρώτη φορά στη ζωή μου ολόκληρο, μόνη μου, σιγανά και τρεμάμενη, αλλά ολόκληρο το κλέφτικο:
Ωρέ βγήκεν ο ήλιος, κόκκινος
και το φεγγάρι μαύρο
κι ο λαμπερός Αυγερινός
δεν πάει να βασιλέψει.
-Πες μας, καημένε Αυγερινέ, κανά καλό χαμπέρι.
-Το Λεπενιώτη βάρεσαν μες στη Φουρνά στη σκάλα
τον κλαίει όλος ο ντουνιάς
τον κλαιν τα κυπαρίσσια...
Το είπα αργά, σπαρακτικά αργά, όπως θυμάμαι να το τραγουδάει ο μπάρμπας ο μουσικός, ο Κώστας ο Πισίνας κάθε χρόνο σε πανηγύρια... Αυτός που μας έδωσε και τα μπόλια, για να τρώμε τους γλυκούς καρπούς!
«Καλά το είπες», μου επιβεβαίωσε ο Δημήτρης, κι εκεί στη βρύση, μέσα στη νύχτα, πάνω στα στέργια βουνά και χώματα, στεργιώθηκαν και σφιχτοδέθηκαν όλες οι σκέψεις που περνούσαν φευγαλέες και ρευστές από το νου και την καρδιά το τελευταίο διάστημα.
Απέκτησα σχέδιο ζωής, το ίδιο, το γνωστό, που ξανακαινουργώθηκε.
Ο ήλιος βασιλεύει κι η μέρα σώνεται
Κι ο νους μου απ’ την αγάπη δεν συμμαζώνεται!
Υ.Γ. Η ζωή ήταν πολύ γεμάτη για να τη φωτογραφήσουμε, εντούτοις ο Γιώργος μου σκέφτηκε να τραβήξει τη βροχή...
2 σχόλια:
Μπράβο Εύη! Ωραίο, χορταστικό ποστ, ισορροπημένο, φέτα ζωής λαχταριστή!
Αν δεν είχαμε αυτές τις ανάσες, Τσαλαπετεινέ, να στεργιώνουν την ευθυκρισία μας και την ψυχή μας, θα ήμασταν προ πολλού ηττημένοι με τον καταιγισμό της παράνοιας που δεχόμαστε!
Ευχαριστώ σε!
Δημοσίευση σχολίου