7 Ιαν 2014

Ενός Κακού, Μύρια έπονται





Αυτό το κείμενο δεν απευθύνεται στο γενικό κοινό: απευθύνεται σε καλόπιστους ανθρώπους που έχουν την αγωνία του μέλλοντός τους, και όχι σε εκείνους που σκοπίμως σκορπούν ζιζάνια, είτε γιατί έχουν εγνωσμένη πολιτική ταυτότητα είτε γιατί έχουν άλυτα προσωπικά θέματα να λύσουν.


Μια ατυχής υπερβολή στη σάτιρα σε ατμόσφαιρα ιλαρή οδήγησε βουλευτή της αριστεράς, ανάμεσα σε τραγούδια και κεράσματα στο πλαίσιο παραδοσιακών καρναβαλικών εκδηλώσεων, να προσφέρει μεταλαβιά από ένα γουδί, χωρίς ίσως πλήρη επίγνωση ότι η ενέργειά του θα προσβάλει την πίστη και τα άγια των αγίων κάποιων χριστιανών συμπολιτών του.
Εκφράζοντας τους τελευταίους, ένας ιεράρχης, επίσης γνωστός για τον ακέραιο χαρακτήρα του αλλά και για την αντιφασιστική του δράση, αντέδρασε έντονα. Όχι μόνο έβγαλε από μία συγκεκριμένη ενέργεια γενικευτικό συμπέρασμα για το πρόσωπο αλλά απηύθυνε ερώτημα στον πρόεδρο του Σύριζα, αν θα κυβερνήσει με τέτοιο επίπεδο συνεργατών.
Και οι δύο είναι πρόσωπα που εκτιμώ.
Ο μεν Βαγγέλης Διαμαντόπουλος ίσως δεν συνειδητοποιεί ότι η βουλευτική του ιδιότητα προσδίδει στις πράξεις του διαστάσεις που ενδεχομένως δεν είχε αρχικά διανοηθεί.
Αλλά και ο Σισανίου Παύλος επίσης δεν συνειδητοποιεί το βάρος που έχει η έκφραση γνώμης από τη θέση του επισκόπου, δηλαδή δεσπότη. Διότι αμέσως μετά σήκωσε το θέμα ο Θεσσαλονίκης Άνθιμος, με τον γνωστό του ιδιαίτερο, χειραγωγητικό και συναλλακτικό τρόπο, αλλά και πολλοί άλλοι βρήκαν την ευκαιρία ή το πρόσχημα για αντικομουνισμό.
Η ανακοίνωση του Σύριζα προσπάθησε να κρατήσει ισορροπίες, αλλά απαξιώθηκε ως καθ’ υπαγόρευσιν. Οι μεν θυμήθηκαν όλα τα αντικομουνιστικά τους σύνδρομα, οι δε ότι ζούμε σε θεοκρατία.
Η δεξιά ευλογεί τον Ύψιστο για το ανέλπιστο δώρο, την ώρα που ο λαός ωδινάται και αναρωτιέται πώς θα βγάλει από πάνω του τα μνημόνια και την καθολική καταστροφή που συντελείται στη χώρα.
Μα αυτό ακριβώς ήταν το αρχικό θέμα της σάτιρας του Διαμαντόπουλου, η κηδεία του μνημονίου. Και αυτό τελικά δεν υπηρετείται από το διχασμό που γεννήθηκε. Για να πούμε λοιπόν ορισμένα βασικά:

·           Η σάτιρα είναι ελεύθερη
·           Η σάτιρα κρίνεται ως προς το ποιόν της και την ευστοχία της
·           Η γνώμη είναι ελεύθερη
·           Η γνώμη όταν εκφέρεται δημόσια και από δημόσια πρόσωπα πρέπει να προβλέπει τα [ενδεχομένως και μη επιθυμητά] παραγόμενα αποτελέσματα
·           Όλοι καλούνται να έχουν συναίσθηση της ευθύνης που πηγάζει από τη θέση τους
·           Κάθε γεγονός, όταν απομονώνεται από το συγκείμενο, αποκτά διαστάσεις που πιθανώς δεν έχει
·           Ο σεβασμός στην ανεξιθρησκία είναι αντίθετος προς την καλλιέργεια φονταμενταλιστικού μένους ή προσβολή των συμβόλων κάθε θρησκείας
·           Ο σεβασμός στην ανεξιθρησκία δεν επιτυγχάνεται με την επίκληση στην αριθμητική δύναμη μιας θρησκευτικής κοινότητας, εργαλείο για να επιβάλλει κανείς την άποψή του

Κατά συνέπεια:

·           Η αριστερά οφείλει να ερευνήσει αν θα γίνει η ίδια θρησκεία και θα χωρίσει τους πολίτες σε «ορθοδόξους» ή «αιρετικούς» καλώντας τους σε ιδεολογικού τύπου συμπαράταξη, ή αν θα τους καλέσει στη βάση πολιτικών προταγμάτων και συμφωνίας
·           Η εκκλησία καλείται να δει αν θα είναι με την κοινωνία ή με την εξουσία – ή ελευθερία ή επιβολή: και τα δύο μαζί δεν γίνεται.

Όσοι αριστεροί επέκριναν χθες για σεξισμό την όντως σεξιστική και αηδή σάτιρα κατά των Κωνσταντοπούλου-Μακρή από το γνωστό συγκρότημα τύπου, δεν μπορεί να αρνούνται σήμερα το δικαίωμα κριτικής στη σάτιρα.
Δεν μπορεί επίσης ο δημόσιος λόγος να διολισθαίνει σε απίθανα μεγέθη χυδαιότητας είτε από τη μία είτε από την άλλη πλευρά, σε πουριτανικού τύπου αποκλειστικότητες, σε αριστερόμετρα και ορθοδοξόμετρα κ.ο.κ.
Ένα λάθος έγινε, ας κλείσει εκεί.
Χωρίς λοιπές προεκτάσεις και δόλια συμπεράσματα.

***

Γενικότερα –και πέρα από τα πρόσωπα και το συγκεκριμένο συμβάν–, θα είχα να πω και το εξής σε τόνο πιο προσωπικό:
Ως χριστιανή και αριστερή δεν εκχωρώ σε κανέναν το δικαίωμα αποκλειστικής εκπροσώπησης, είτε της αριστεράς είτε της πίστης. Καλούμαστε να ζήσουμε σεμνά και ταπεινά στο όποιο σκιερό σεντούκι μας εκχωρήσουν κάποιοι αυτόκλητοι εκπρόσωποι, που παρά τον ανέμελο αέρα τους συχνά δεν μπορούν να αποκρύψουν την εξουσιαστική φύση των αποκλεισμών. Δεν μπορεί όμως κανείς να οδηγήσει άνθρωπο με αριστερή κουλτούρα σε μια ανελεύθερη και δειλή φυτοζωή.
Αντίθετα, τα κόμματα της αριστεράς εγκαλούνται για τις ποικίλες φοβίες τους σε ό,τι αφορά την προσέγγιση αριστερών και χριστιανών αλλά και γιατί μοιάζει να αποδέχονται περισσότερο την Εκκλησία ως εξουσία από τους χριστιανούς αριστερούς αγωνιστές στην κοινωνία.
Και αυτό είναι διπλά οχληρό.
Ως χριστιανοί στην κοινωνία υφιστάμεθα την πίεση της εκκλησιαστικής διοίκησης και την αθλιότητα μιας πολυετούς συντηρητικής νοοτροπίας και πρακτικής. Υφιστάμεθα όμως και κάθε λογής προπηλακισμούς από δήθεν αριστερόφρονες επαναστάτες, κάποτε του γλυκού νερού, και μάλιστα κάποιους που θέλουν την αποκλειστικότητα στη νομή της πίττας που ονειρεύονται να ’ρθει. Και στο επίπεδο αυτό, θα τα βρουν μια χαρά με τους χειρότερους και όχι τους καλύτερους της εκκλησιαστικής κοινότητας.
Αυτό που απασχολεί εμάς ως πολίτες είναι ένα πολύ σοβαρό ερώτημα για την αριστερά. Σοβαρό και δυσάρεστο.
Ένα μέρος του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, μεταξύ αυτών και άνθρωποι που σχεδιάζουν οικονομική πολιτική, δημιουργούν ποικίλα ερωτηματικά με το βίο και την πολιτεία τους, και κυρίως με την πολυγλωσσία τους.
Ένα άλλο μέρος που στελεχώνει την αξιωματική αντιπολίτευση, αυτό στο οποίο ελπίζουμε να φέρει την αλλαγή, επικεντρώνεται σε συμβολικού τύπου ενέργειες. Ή τουλάχιστον, στο σημερινό μιντιακό σύστημα, τέτοιες δράσεις είναι που προσελκύουν την προσοχή ενώ άλλες περνούν απαρατήρητες.
Όσο όμως εμείς προσέχουμε τέτοιες ενέργειες, όσο ασχολούμαστε με τέτοια ζητήματα, θετικά ή αρνητικά αδιάφορο, τόσο μένουν εκκρεμή σοβαρά θέματα πολιτικής ταυτότητας, κατεύθυνσης και σχεδιασμού.
Τελικά όπιο του λαού και εργαλείο αποπροσανατολισμού μπορεί να είναι και η ιδεολογία και η θρησκεία και η επανάσταση και η κάθε λογής μεγαλόστομη ρητορεία.
Το ζητούμενο όμως είναι η πολιτική. Και αυτό παραμένει ακόμα ασαφές... και αμφίβολο.
Στο μεταξύ θεωρώ ότι δεν μπορούμε να αναλωνόμαστε σε σκιαμαχίες που δεν έχουν νόημα και ουσία. Καθόλου μάλιστα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: