Δυο λόγια για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση
Όταν είσαι δάσκαλος, έχεις ευθύνη μπροστά στα μάτια των παιδιών. Θα σταθείς απέναντί τους και θα τα κοιτάξεις στα μάτια. Ψέματα δεν μπορείς να τους πεις. Και αυτό είναι το μέγιστο καθήκον του δασκάλου, πολύ υψηλότερο από κάθε έννοια υπαλληλικού καθήκοντος.
Σήμερα όσο ποτέ, τα δυο αυτά καθήκοντα έρχονται σε σύγκρουση. Γιατί σήμερα, με τρόπο πρωτόγνωρο, κατεδαφίζεται η δημόσια εκπαίδευση, κατεδαφίζεται συνειδητά η ίδια η ζωή των παιδιών.
Είναι φανερό ότι η φτώχεια και η εξαθλίωση του γενικού πληθυσμού, για την ακρίβεια η απότομη και στοχευμένη φτωχοποίηση, που επιβάλλουν οι μνημονιακές υποχρεώσεις και οι κυβερνητικές επιλογές, δεν συνάδει με τη δημοκρατία και φυσικά δεν συνάδει με την παιδεία.
Διότι παιδεία σημαίνει ελευθερία. Παιδεία σημαίνει όχι μόνο εγγραμματισμό αλλά και την ικανότητα του υποκειμένου να στοχάζεται, να συλλογιέται ελεύθερα και καλά, και συνεπώς να αναστοχάζεται κριτικά απέναντι και στον ίδιο τον εαυτό του. Αυτή είναι η διαφορά της παιδείας, ανθρωπιστικώς νοουμένης, από την τεχνική ή όποια άλλη μορφή εκπαίδευσης, που αρκείται στη μίμηση, κατανόηση και κατάκτηση δεξιοτήτων.
Θέλουμε όμως να συλλογιέται ελεύθερα και καλά η νέα γενιά, ή μήπως εκπαιδεύουμε σκλάβους; Και αν ισχύει το δεύτερο, μήπως είναι ελάχιστος ο αριθμός των σκλάβων με υψηλή μόρφωση που μπορούμε να αφομοιώσουμε με βάση τον διεθνή καταμερισμό εργασίας μας, ενώ οι πλεονάζοντες, όσο περισσότερο μορφωμένοι, είναι απλώς βαρίδια και οιονεί εμπρηστικά φιτίλια στα θεμέλια της κοινωνικής ευταξίας;
Εδώ και δεκαετίες, οι κατευθύνσεις του ευρωπαϊκού σχεδιασμού για την Παιδεία μειώνουν τις χρηματοδοτήσεις για ανθρωπιστικές σπουδές, συνδέουν στενότερα την εκπαίδευση με την παραγωγή, ενώ παράλληλα καλούν τον ιδιωτικό τομέα να συνεισφέρει στην Εκπαίδευση με επιλεκτικές χορηγίες, ή εισάγουν τον θεσμό της «μαθητείας» αντί της επιμόρφωσης, κ.ο.κ.
Μεγάλο μέρος αυτών των τάσεων εισήχθη ήδη στο νόμο για τα ΑΕΙ, δείχνοντας ένα μεταρρυθμιστικό δρόμο που αντί να διορθώνει τα όντως πολλά κακώς κείμενα του δημοσίου Πανεπιστημίου, το απαξιώνει περισσότερο, ενώ κλείνει το μάτι –παρακάμπτοντας και τη συνταγματική απαγόρευση– στην ιδιωτική τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Μετά την τριτοβάθμια, σήμερα, εν μέσω μνημονιακής τρικυμίας, εν μέσω στρατιωτικού νόμου (γιατί τι άλλο είναι οι πολιτικές επιστρατεύσεις στην εκπαίδευση;), ξηλώνεται ο εκπαιδευτικός ιστός σε όλες τις βαθμίδες.
Εγκαταλείπονται οι υποδομές προσχολικής αγωγής, ενώ παράλληλα επιδοτούνται μέσω ΕΣΠΑ θέσεις σε ιδιωτικούς σταθμούς.
Κλείνουν και συγχωνεύονται πολλά δημοτικά σχολεία, ακόμα και αν το κόστος μετακίνησης μαθητών είναι ισόποσο ή και μεγαλύτερο από την ίδια τη λειτουργία του σχολείου. Σε σχολεία της επαρχίας τα κενά είναι πάρα πολλά και φυσικά πλήθος μαθημάτων, των λεγόμενων «βοηθητικών», δεν διδάσκονται καθόλου.
Καταργήθηκαν τα ΕΠΑΣ και συρρικνώθηκαν τα ΕΠΑΛ, διατηρώντας μόνο τις σύνθετες εκείνες ειδικότητες που έχουν υψηλότατες απαιτήσεις σε εργαστήρια και εξοπλισμό, στις οποίες δεν είναι εύκολο για έναν ιδιώτη πάροχο εκπαίδευσης να ανταποκριθεί. Στην πραγματικότητα, μαζί με τους χιλιάδες απολυμένους καθηγητές εξοβελίστηκαν από τα σχολεία και χιλιάδες παιδιά, που θα πρέπει να συνεχίσουν τις σπουδές τους σε ιδιωτικά εκπαιδευτήρια ή αν δεν έχουν τέτοια δυνατότητα να τις εγκαταλείψουν.
Η ενέργεια αυτή είναι ένα χτύπημα κάτω από τη μέση στις φτωχιές και αδύναμες οικογένειες που κατά πλειοψηφία έχουν ανάγκη τις δημόσιες υποδομές, και πλήττει ιδίως τα κορίτσια. Είναι ακραίος κοινωνικός ρατσισμός, περίτεχνα συγκεκαλυμμένος κάτω από ευκλεή συνθήματα.
Ας περάσουμε όμως και στο Γενικό Λύκειο. Οι μαθητές θα συνωστίζονται όλο και περισσότερο σε πολυπληθή τμήματα. Σχολεία κλείνουν, ενώ και σε σχολεία που παραμένουν ανοιχτά παύουν να λειτουργούν όλες οι κατευθύνσεις.
Με τη δίωρη αύξηση του διδακτικού ωραρίου των καθηγητών, παράλληλα και με το κλείσιμο σχολικών μονάδων είναι ακόμα άγνωστο πόσοι δάσκαλοι «πλεονάζουν». Πόσοι θα τεθούν σε διαθεσιμότητα, πόσοι θα παραμείνουν και με τι εργασιακές συνθήκες. Όταν οι πολίτες καταθέτουν μαζικά τις πινακίδες των αυτοκινήτων τους, με διαλυμένες δημόσιες συγκοινωνίες, μπορεί οι καθηγητές να τρέχουν ολημερίς σε 3 και πλέον σχολεία για να διδάσκουν;
Αντί η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση να σχεδιαστεί με γνώμονα την αναβάθμιση του επιπέδου της Παιδείας, όλο το Λύκειο μεταβάλλεται σε ένα απέραντο εξεταστήριο. Αντί να αποσυνδεθεί η διαδικασία εισαγωγής των μαθητών στα ΑΕΙ από τη δευτεροβάθμια, πάγιο αίτημα των περισσότερων φορέων που ασχολούνται με την εκπαίδευση, οι Πανελλαδικές εξετάσεις κατεβαίνουν ήδη στην Α’ Λυκείου.
Αυτό δεν σημαίνει καμία αναβάθμιση, σημαίνει πλήρη υποβάθμιση του Λυκείου, αύξηση της παραπαιδείας και της διαπλοκής. Σημαίνει, εξάλλου, απώλεια της χαράς της μάθησης, σχολεία εξεταστήρια, κατεστραμμένα εφηβικά χρόνια, αλλοτρίωση στο αίσχιστο σημείο, την οποία ήδη βιώνουν και μόλις και μετά βίας αντέχουν μαθητές και δάσκαλοι, συμβιβαζόμενοι ενάντια στη συνείδησή τους στη Γ΄ Λυκείου.
Κανένας εξεταστικός πειθαναγκασμός δεν είναι σε θέση να υποκαταστήσει τη διδαχή και την αγάπη για τη μάθηση, την καλλιέργεια της σκέψης, την ενθάρρυνση της φυσικής ροπής του ανθρώπου για εξέλιξη και προκοπή, τη χαρά στα χρόνια μετάβασης από την ανεμελιά της παιδικής ηλικίας στην ευθύνη της ενήλικης ζωής.
Ο πειθαναγκασμός όμως δεν είναι το αποκρουστικό εκείνο μοντέλο που αφορά τους μαθητές μόνο. Αφορά και τους δασκάλους, αυτούς τους «σαρδανάπαλους», που λένε λόγια της φωτιάς και μαθαίνουν στο παιδί να ζει και να πεθαίνει, αλλ’ όχι σα «ραγιάς». Και ονομάζεται «αξιολόγηση», άλλο ένα δείγμα βιασμού της ελληνικής γλώσσας.
Θα φέρω ένα μόνο παράδειγμα του είδους της «αξιολόγησης»: αυτό της μοριοδότησης των εκπαιδευτικών που ήδη βρίσκονται σε διαθεσιμότητα.
- 5 μονάδες αξίζει το μεταπτυχιακό πτυχίο μάστερ
- 7 μονάδες το διδακτορικό δίπλωμα
- 35 ολόκληρες μονάδες η είσοδος στο δημόσιο με εξετάσεις τύπου ΑΣΕΠ.
Πέρα από το σοβαρό ερώτημα της αντικειμενοποίησης των κριτηρίων (που οδηγεί σε συμπεράσματα ξένα προς μια πραγματική αξιολόγηση του διδακτικού έργου) είτε της υποκειμενοποίησης (όπου εμφιλοχωρεί κάθε λογής κομματική ιδίως συναλλαγή, όπως εν τοις πράγμασι διαρκώς επιβεβαιώνεται), πέρα από το γεγονός ότι η «αξιολόγηση» δεν συνδέεται με κίνητρα βελτίωσης αλλά με απολύσεις, και έχει κατεξοχήν τρομοκρατικό και πειθαναγκαστικό χαρακτήρα, αποκρύπτεται μια πολύ σοβαρή παράμετρος: ότι η εκπαίδευση θα στερηθεί τα εμπειρότερα και καλύτερα στελέχη της, προς όφελος των νεαρότερων σε ηλικία, εφόσον μόλις τα τελευταία χρόνια εισήχθησαν οι εξετάσεις ΑΣΕΠ, ενώ παλιότερα υπήρχαν άλλου τύπου αξιοκρατικά επίσης συστήματα διορισμού. Οι μικρότεροι είναι και φθηνότεροι και περισσότερο χειραγωγήσιμοι στο νέο περιβάλλον.
Κατά την περίοδο της εφαρμογής του μνημονίου, οι δαπάνες για την παιδεία μειώθηκαν κατά 33%, ενώ σχεδόν στο ήμισυ θα φτάσουν μέχρι το 2016. Ποια σχέση μπορεί να έχει αυτό με αιτήματα όπως 15% για την Παιδεία;
Οι δάσκαλοι, απαξιωμένοι και εξουθενωμένοι ηθικά, οικονομικά, αλλά και λόγω της επιβαλλόμενης αλλοτρίωσης στα σχολεία, έχουμε μόνο ένα κίνητρο για να σταθούμε όρθιοι. Τα μάτια των μαθητών μας, που είναι μάτια των παιδιών μας.
Αν σε ένα είναι εύστοχη η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση είναι ότι ταιριάζει απόλυτα με τη σκλαβιά στην οποία καλούμαστε να ζούμε. Στην πραγματικότητα πρόκειται για εκπαιδευτική αντιμεταρρύθμιση.
Ό,τι και να φέρει το μέλλον, οι δάσκαλοι θα αποτινάξουμε κάθε βολή, κάθε σκέψη εθελοδουλείας, κάθε φενάκη, κάθε πρόστυχο υπολογισμό ατομικής σωτηρίας, θα κοιτάξουμε τους μαθητές μας και την κοινωνία στα μάτια και θα μπούμε μπροστά.
Ψωμί, παιδεία, ελευθερία, ένα τρίπτυχο πάντα επίκαιρο.
-----------------------------------------------------------------------
Το κείμενο αυτό είναι άρθρο γραμμένο για την εφημερίδα Χριστιανική. Δημοσιεύτηκε στο φύλλο που κυκλοφορεί, 901 (1214), έτος 60ό, 12 Σεπτ. 2013, σ. 10.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου