31 Ιαν 2014

Σε Φίλο Στοχαστή και Επίδοξο Λογοτέχνη, Αμφίβολη Ώρα


Πολ Σεζάν, Πορτρέτο του Γκιστάβ Ζεφρουά


[΄Ισως και εις Εαυτόν]

Αν θέλεις να είσαι στοχαστής εξαίρετος πρέπει να αντέξεις τη μη αποδοχή, μαζί και την αφάνεια. Το κριτικό, το αμφίβολο, το μουδιασμένο βλέμμα των ανθρώπων. Πρέπει ν’ αντέξεις την κατάσταση να σε μυρίζουν και να μη σε πλησιάζουν. Πρέπει να αντέξεις την εσώτατή σου διερώτηση, αν σε θεωρούν κακό ή οχληρό ή επικίνδυνο, αν μοιάζει να στάζουνε τα χέρια σου αίμα, αν το χνώτο σου μοιάζει το χνώτο του φονιά, αν είσαι κακομούτσουνος, μην ίσως τερατώδης. Πρέπει ν’ αντέξεις τη σιωπή, να διαβαίνεις σε μεγάλη μοναξιά και σκότος. Να προχωράς βαθιά και ας χαθείς, να αναγνωρίσεις πόσο έχεις φοβηθεί. Πρέπει να φιλιώσεις με αυτόν που απειλή σε νιώθει και ηλίθιο πολύ αστόχαστα θα σε αποκαλέσει. Που κίνητρα ποταπά στη σκέψη σου διαβλέπει, ως τον κινούν τα σώψυχά του. Που «διατελείς σε σύγχυση» σου βροντοφωνάζει, χωρίς να κάνει κόπο δυο μέτρα κοντά σου να διαβεί... Που μετρά την παραγωγή σου με τον πήχη, που σε ξεπερνά σε ποσότητα και κατοχή της αλήθειας. Θα σε μισήσει ώς το μεδούλι γιατί είσαι αυτό που κατά βάθος λαχταρά μα δεν μπορεί.

Εκεί που συνάζονται οι πολλοί, στην κεντρική πλατεία της αγοράς των ιδεών, δεν είναι τόπος για σε. Παρατηρώντας από λίγο μακρύτερα τα πράγματα, βλέπεις τις ανάγκες συμμαχιών που ονομάζονται φιλίες, βλέπεις τη χρήση τ’ ανθρώπου ως υποστυλώματος. Βλέπεις ποικίλες περιστροφές χορευτικών σχηματισμών, όπου αλλάζουν οι επιμέρους θέσεις μα διόλου το όλον του χορού. Εκεί η συλλογικότητα, αμφίβολη η συνάντηση. Εκεί η ομαδικότητα, η αναγνώριση, το χειροκρότημα. Η ανεπίγνωστη επικράτηση ενός ολοκληρωτικού όλου. Αλλά ενώ δίνουν και παίρνουν οι χειραψίες, τα χαμόγελα, οι φιλοφρονήσεις, είναι λιγοστά τα σμιξίματα των ματιών.

Εσένα ο δρόμος σου δεν είναι η πιάτσα της κοινοτοπίας του καλού. Είναι τα ριζά του βράχου που φυτρώνει το κυκλάμινο. Είναι η λάσπη του χωραφιού όπου βραδιάζει ο ξωμάχος. Η σκοτεινιά του δρόμου όπου ξημερώνεται ο ανέστιος. Η ένταση του γραφείου όπου εργάζεται με μισή ψυχή ο υπάλληλος. Οι ξεχασμένοι τόποι της άλλης του μισής. Η απελπισμένη λύσσα του επαγγελματία. Η παραδεδεγμένη ήττα του διπλανού του. Οι ποικίλες μουσικές της διάψευσης. Τα χρώματα του ονείρου. Τα σκοτάδια του έρωτα, το μισόφωτο της εκκλησιάς, η μπόχα των φυλακών, τα περιτρίμματα μιας συνηθισμένης οικογένειας. Είναι το παρελθόν σου, οι άνθρωποί σου, οι σπλαχνοσκοπίες σου οι πέρα απ’ τις σπουδές σου. Είναι ο ιδρώτας και το αίμα σου. Είναι το χώμα, η αρχή και το τέλος σου. Είναι η τόλμη σου να προχωράς ενώ δεν γνωρίζεις το δρόμο, είναι η τόλμη σου να παραδέχεσαι την άγνοια και να προειδοποιείς να μη σ’ ακολουθούνε πλήθη. Να διώχνεις αυλές και αυλικούς, να πλένεις τις πληγές και τα κουρέλια σου μονάχος.

Να γίνεσαι παράξενος, ιδιότροπος, ενώ τόσο αγαπάς τον κόσμο. Ο κόσμος είναι μέσα σου, κι εσύ ο αίρων τις κοινές αμαρτίες.

Δεν θα πλουτίσεις, ποτέ, καθώς δεν ξέρεις να κολακεύεις το μέσο όρο, μήτε να προσκυνάς τους ισχυρούς.

Εσύ που είσαι φιλόδοξος, εύχεσαι να σε σκέπει η αδοξία. Στέγεις την υγρασία των μουσκεμένων τόπων. Χάνεις την ψυχή σου για να την εύρεις. Δίνεις αίμα να λάβεις πνεύμα. Δεν κοινωνείς τη φιλοκαλία της ευτέλειας, διέρχεσαι εκ του θανάτου προς ζωήν.

Είσαι διαβάτης, είσαι αλήτης, αναζητητής, της λευτεριάς προσκυνητής. Εσύ που ψάχνεις το νόημα της ζωής είσαι έτοιμος να συναντήσεις το όριο του θανάτου;

(Το κείμενο αυτό, συνέχεια ενός διιστολογικού αφιερώματος, αφιερώνεται στους φίλους μου που αγαπούν πραγματικά τη λογοτεχνία. Και σε εκείνους τους εργάτες του λόγου που ιδρώνουν και φιλότιμα μοχθούν. Επειδή κατονόμασα τον Ντοστογιέφσκι ως αγαπημένο μου συγγραφέα, να θυμίσω ότι δεν τον έκανε συγγραφέα το ταλέντο του μόνο, ούτε η ανάγκη, ούτε τα σαλόνια και τα ταξίδια στην εσπερία, τον έκαναν τα σκοτάδια του Πετροπαβλέσκ και οι πάγοι της Σιβηρίας. Θέλουμε πολλοί να γίνουμε αλήθεια λογοτέχνες;)
 

30 Ιαν 2014

Στα 21 καίγεσαι!





Όταν μου ζητούν μια λίστα με τα 20 σημαντικότερα βιβλία που διάβασα, ένα άγχος με περιλούζει. Ίσως να μη χρειαστεί να καλέσω τον ψυχολόγο μου και να ξοδευτώ, ίσως θα μπορούσα και μόνη μου να διαγνώσω («στο βάθος κήπος») την ανάγκη μου να δείξω πως είμαι κορίτσι από σπίτι.

Παρακολουθώ συγγραφείς και συναδέλφους να συνοδεύουν υποβοηθητικά την κριτική επιτροπή των Νομπέλ, να συμβουλιάζονται για να επικαθορίσουν στα social media όλο τον Δυτικό Κανόνα, και... και... λυγίζω κάτω από το βάρος της ευθύνης. Της ευθύνης για το κοινό, της ευθύνης επίσης προς το πρόσωπό μου, να υποβάλλω (επιβάλλω;) σε δημόσια κρίση (χλεύη;) την ημετέρα ελλογιμότητα, ή τουλάχιστον να μην ξεφτιλιστώ.

Δεν έχω προλάβει και πολύ να το σκεφτώ, αποβραδίς, και έτσι είναι ένα ποστ μισοέτοιμο. Ας πούμε, μια εμφάνιση με κομπινεζόν. Ξέρω, κάποιοι θα το θεωρήσουν μεγίστη απρέπεια, κάποιοι άλλοι θα κάνουν πανηγύρι...

Αλλά τι νόημα μπορεί να έχει η λίστα ανάγνωσης της μαθήτριας του πρώτου θρανίου; Μάλλον η μαθήτρια του τελευταίου θρανίου θα είναι πιο προχωρημένη...



  • Και μιας και ξεκινώ από το τελευταίο θρανίο, εκεί ακριβώς βρισκόμουν, τελευταίο θρανίο και παράθυρο γωνία, όταν διάβαζα –τη μονότονη ώρα των αρχαίων–, την Ελευθερία του Ήθους (β΄ [αναθεωρημένη] έκδοση, τότε εκδόσεις Γρηγόρη) του Χρήστου Γιανναρά. Ακόμα και σήμερα θεωρώ ότι χάραξε καινούργιους δρόμους στην αυτοσυνειδησία μας, ήρθε σε χρόνο κατάλληλο και είναι γενικότερα κατά τη γνώμη μου η σημαντικότερη συμβολή του Χ.Γ. Στα ανέμελα 17 μου χρόνια συμβάδιζε απόλυτα με τις προσωπικές μου αναζητήσεις. Δραπέτευσα τότε οριστικά από τα στενά καλούπια μιας νομικιστικής και εν πολλοίς υποκριτικής μικροαστικής ηθικής και άνοιξα πανιά στην αναζήτηση της ελευθερίας του προσωπικού ήθους.

  • Την ίδια χρονική περίοδο, και πάλι την ώρα των αρχαίων, στην Γ΄ Λυκείου, η αλλεργία μου για το σχολείο είχε χτυπήσει κόκκινο. Έχοντας γερές βάσεις στη γλώσσα από τα προηγούμενα χρόνια, είχα την πολυτέλεια να αρρωσταίνω με την ιδεοληπτική αρχαιοπληξία της καθηγήτριάς μου και την εξιδανίκευση της αρχαιότητας. Αναζητούσα τα στοιχεία της νεοελληνικής μου ταυτότητας, και μάλιστα δίχως καμία εξιδανίκευση. Στην ανάγκη αυτή απάντησε ο Μακρυγιάννης με τα Απομνημονεύματά του, αξέχαστο για μένα πεδίο αυτογνωσίας για τη νεοελληνική μας ιστορία και όχι μόνο. [Μόλις το φωτογράφισα έχυσα επάνω του μισή κούπα καφέ – δυστυχία μου!]



  • Αν κάνω ένα flashback σε μικρότερα ακόμα χρόνια, τα γυμνασιακά, θυμάμαι την αμήχανη ώρα, πρώτη ώρα των Νέων Ελληνικών στην α’ γυμνασίου, πού η εξαίρετη φιλόλογός μας μάς ρωτούσε για τα μέχρι τότε διαβάσματά μας. Η σημαντικότατη αυτή γυναίκα για τη μεταγενέστερη αγάπη μου στη φιλολογία, αφού άκουσε, υπομόνεψε, χαμογέλασε, κατόπιν μας έδωσε πολύ απαλά οδηγίες για να προχωρήσουμε σε μια πιο συστηματική ανάγνωση της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Από τα πρώτα ονόματα που μας συνέστησε ήταν και ο Ηλίας Βενέζης, ο οποίος ήταν σε κάθε επίπεδο προσπελάσιμος σ’ εμάς. Διάβασα όλο το έργο του στο διάστημα των γυμνασιακών χρόνων και ιδίως καλοκαιριών, αυτών των υπέροχα παραγωγικών καλοκαιριών που διαρκούσαν τρεισήμισι μήνες. Ίσως, αν πρέπει να ξεχωρίσω ένα βιβλίο του Ηλία Βενέζη, θα έλεγα: Το Νούμερο 31328 [στη biblionet.gr είναι μόνο καταχωρημένο σε έκδοση του συγκροτήματος - ε, όχι!] . Αυτό μου γέννησε μια παρόμοια αγάπη για άλλες ανάλογες βιογραφικές αφηγήσεις, π.χ. Τα Ματωμένα Χώματα της Διδώς Σωτηρίου, Τα Τετράδια της Ανζέλ Κουρτιάν, ή μυθιστορήματα όπως του Φραντς Βέρφελ (μτφρ. Α. Παρθένης), Οι Σαράντα Μέρες του Μουζά Ντάγκ: Όλεθρος, Σωτηρία, Όλεθρος. Ή ακόμα ακόμα σε άλλες γεωγραφικές συντεταγμένες, όπως Το Ημερολόγιο της Άννας Φρανκ, που απολάμβανα με χαμόγελο και δάκρυ, παντελώς ανυποψίαστη σχετικά με τις μεταγενέστερες ανακαλύψεις για την κάποια λογοκρισία επί του κειμένου από τον πατέρα της συγγραφέως... Ιστορίες κατατρεγμού μέχρι θανάτου απετέλεσαν έκτοτε μια από τις πάγιες προτιμήσεις των αναγνωσμάτων μου.

  • Την ίδια περίπου εποχή, γύρω στα δεκατρία, εγώ ένα κορίτσι σε αθηναϊκό διαμέρισμα δίχως τηλεόραση, με υπέροχες προϋποθέσεις ησυχίας και περισυλλογής, είχα εξαντλήσει όλη την παιδική και εφηβική μου βιβλιοθήκη, και όλα τα βιβλία που παράγγελνα και αγόραζα κατά καιρούς. Άρχισα λοιπόν τις εξερευνήσεις, αφενός στη θεολογική/φιλοσοφική και επιστημονική βιβλιοθήκη του πατέρα μου, αλλά και στη σχεδόν απαγορευμένη μικρή λογοτεχνική βιβλιοθήκη της μητέρας μου. Έτσι κάπως, έκανα την πρώτη μου επαφή με τους Ρώσους, μια επαφή που με τάραξε αρκετά, αλλά και με σημάδεψε. Το μικρό βιβλιαράκι που έπιασα στα χέρια μου, με διάθεση να το ξεπετάξω σε μια σύντομη και ανέμελη μεσημεριανή ανάπαυλα ήταν Η Σονάτα του Κρόιτσερ του Λέοντος Τολστόι. Δεν είναι το σημαντικότερο έργο του Τολστόι, αλλά τότε με αναστάτωσε μέχρι τα τρίσβαθα της ψυχής μου, διότι γκρέμιζε όλες τις ρομαντικές μου ιδέες περί έρωτα, που μόλις άνθιζαν μέσα μου. Αρχικά η νουβέλα μού φαινόταν αποτρόπαιη, αλλά η πρόκληση που μου παρείχε, να περάσω σε ένα χάος άγνωστων σε μένα καταβυθίσεων στα ερωτικά ανικανοποίητα, στην εναλλαγή πλήξης, πολέμου και σφοδρών ερωτικών αισθημάτων, με έσπρωξε (κανονικά με έσπρωξε βιαίως και παρά τη σθεναρή μου αντίσταση) πολλά βήματα παραπέρα στην πορεία της ενηλικίωσης. Η πρόκληση ήταν πρόσκληση, και το ανυποψίαστο για το δώρο που του τύχαινε θύμα της ερωτεύτηκε τους Ρώσους διά παντός. Και τους ξεκοκάλιζε όλες τις επόμενες δεκαετίες, με πάθος ακατασίγαστο, ας περνούσε στάδια πλήξης, πολέμου και ερωτικού πάθους: το τελευταίο σκίαζε τα πάντα.

  • Η ρώσικη λογοτεχνία. Ένα εντελώς ιδιαίτερο στη ζωή μου κεφάλαιο... Εκτάθηκε σε πλάτος και σε βάθος, σε ελληνικά και ξένες μεταφράσεις κάθε λογής, σε απόπειρες εκμάθησης της Ρωσικής που δεν ολοκληρώθηκαν, και ως ανολοκλήρωτος ίσως πόθος ακόμα με σιγοκαίει. Μιλώντας όμως για Ρώσους, θα βάλουμε από τη μία όλους τους άλλους, εκλεκτούς και αγαπημένους στην ποικιλία τους, και από την άλλη τον ισοβαρή όλων στη δική μου συνείδηση Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι. Αν ήμουν ίσως πιο ειλικρινής και δεν με απασχολούσε καθόλου η ανάγκη μιας ισορροπίας, θα έκανα έναν κατάλογο 20 βιβλίων από τα έργα του Ντοστογιέφσκι. Παρά την τρέλα μου με το Υπόγειο, που άφησε τα χνάρια της στο ένα και μοναδικό μέχρι τώρα δικό μου λογοτεχνικό βιβλίο, αν ήθελα να λειτουργήσω πιο ακαδημαϊκά, μέσα από διλήμματα επί διλημμάτων θα κατέληγα μάλλον στους Αδελφούς Καραμαζόβ, (μτφρ. Άρης Αλεξάνδρου) ένα βιβλίο που το έχω διαβάσει πάνω από 5 φορές σε διαφορετικές ηλικίες, και δεν το έχω χορτάσει. Κάθε φορά που ρωτώ μαθητές ή φοιτητές αν έχουν διαβάσει Ντοστογιέφσκι, και σπανιότατα κάποιος έχει διαβάσει π.χ. τον Έφηβο, μετά κόπου συγκρατούμαι να μην τους πω: «πετάξτε όλα τα άχρηστα μαθήματα, μην ξαναπάτε ποτέ σε φροντιστήριο, ανοίξτε τα μάτια σας στη λογοτεχνία και κυνηγήστε το νόημα της ζωής!» (Αλλά σωπαίνω καθώς ξέρω πως δεν είμαι παρά μια τρελόγρια...)
 
  • Η βιβλιοθήκη του πατέρα μου με προμήθευσε νωρίς νωρίς με κείμενα που έβαζαν κάτι από την ομορφιά της αγιότητας στην καθημερινότητα. Από εκείνη την ηλικία μου άρεσε η πατερική γραμματεία, τα γεροντικά, οι φιλοκαλίες, τα αγιολογικά κείμενα – και βέβαια είχα την τύχη να συναντήσω τον αφρό. Ακόμα σήμερα τέτοια διαβάσματα συνοδεύουν πάντα τα άλλα. Δεν θα διαλέξω λοιπόν από τα παλαιότερα, αλλά από τα νεότερα: για την ακρίβεια έναν τόμο αρκετά βαρύ: Βίος Γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου, γραμμένο από τον ιερομόναχο Ισαάκ (Ψ; /– ένα πολύ αγαπητό μου Ψ;). Το διάβασα στις απαρχές της οικονομικής κρίσης, και ομολογώ ότι ήταν ένα βιβλίο που μου συγκράτησε την τρέλα και ανταποκρίθηκε στις εσώτατές μου ανάγκες εκείνης της περιόδου. Όταν το τέλειωσα, πραγματικά λυπήθηκα γιατί έχασα κάτι που μου έδινε στη μέρα μου ρυθμό. Όποιος θέλει να γνωρίσει τον πραγματικό Παΐσιο, δεν έχει παρά να το αναζητήσει. Αυτά τα βιβλία δεν περιλαμβάνονται ποτέ στους ούτως ή άλλως παραπλανητικούς καταλόγους των ευπώλητων, αλλά είναι ένα βιβλίο που εκδόθηκε το 2004.

  • Ας γυρίσω όμως στα φοιτητικά μου χρόνια, τα γεμάτα διαβάσματα στο χώρο της φιλοσοφίας, της κοινωνιολογίας και της ψυχολογίας, της παιδαγωγικής και της πολιτικής, της οικονομίας κλπ. μαζί με τη θεολογία. Κίρκεγκορ και Χάιντεγγερ, Σαρτρ [και Καμί], Καστοριάδης, η Σχολή της Φρανκφούρτης, και οτιδήποτε συναφές κυκλοφορούσε ελληνικά τη δεκαετία του 80-90. Η λίστα συμπληρωνόταν αδιάκοπα και τις επόμενες δεκαετίες. Πολύ δύσκολο, μάλλον αδύνατο, να ξεδιαλέξω κάτι, καθώς όλα ήταν σημαντικά για μένα, αλλά σε ένα διαρκή διάλογο το ένα με το άλλο. Αν αξίζει να ξεδιαλέξω κάτι από τα γενικότερα δοκιμιακά και επιστημονικά διαβάσματα των φοιτητικών μου χρόνων, θα επέλεγα ίσως το σημαδιακό και πολύ παρεξηγημένο έργο του Μαξ Βέμπερ (μτφρ. Δ. Κούρτοβικ), Η Προτεσταντική Ηθική και το Πνεύμα του Καπιταλισμού [εδώ δεν μπορώ να αποφύγω το συγκρότημα]. Το έργο αυτό, ευστοχότατο στις παρατηρήσεις του, ατυχές στην απολυτότητα με την οποία εκλαϊκευτικά διερμηνεύτηκε αργότερα, ήταν για μένα σαν τα κουμπιά που συνδέουν μεταξύ τους ετερόκλητα υφάσματα της γνώσης σε ένα γεμάτο νόημα σύνολο.

  • Από τα διαβάσματά μου τα πιο κοντινά στις θεολογικές μου αναζητήσεις και συνάμα στις πολιτικές και φιλοσοφικές μου ανησυχίες θα όφειλα να αναφέρω ένα όνομα με ιδιαίτερη βαρύτητα. Ο λόγος για τον Νικολάι Μπερντιάγεφ και το σύνολο έργο του. Αν πάλι έπρεπε να επιλέξω, θα επέλεγα το Χριστιανισμός και Κοινωνική Πραγματικότητα (μτφρ. Β. Γιούλτσης)...

  • Παρά τις βαθυστόχαστες και βαρύγδουπες αναλύσεις μας, δεν περιφρονούσαμε και άλλες αφηγήσεις, με κοινωνικοπολιτικό ενδιαφέρον, όπως π.χ. βιογραφίες. Από αυτή την κατηγορία και σε συνάρτηση με τα φοιτητικά μου χρόνια θα επέλεγα τη βιογραφία του Τσε Γκεβάρα από τον Ρόχο, μτφρ. Α. Γεωργούλη: Ricardo Rojo, Τσε Γκουεβάρα: Η Ζωή και ο Θάνατος ενός Φίλου. Το βιβλίο αυτό, που σήμερα βρίσκεται μόνο σε βιβλιοθήκες, άναψε μέσα μου μια σπίθα που μάλλον δεν έσβησε ποτέ.

  • Δεν ξέρω τι να πρωτοδιαλέξω από τη δυτικοευρωπαϊκή κλασική Λογοτεχνία. Πάντα διάβαζα λογοτεχνία και πάντα τέτοια έργα τα ξεκινούσα και ξεχνούσα να φάω, να κοιμηθώ, ν’ ανασάνω. Αγγλοσαξωνική, γαλλική, κεντροευρωπαϊκή, ισπανική, ιταλική... Ειδικά τη λογοτεχνία του 19ου τη διαβάζω και την ξαναδιαβάζω δίχως κορεσμό. Προκειμένου να βγω από τη δυσκολία μιας επιλογής που να ξεχωρίζει, θα πάω σε λίγο προγενέστερους αιώνες, στη Θεία Κωμωδία του Δάντη, σε μετάφραση Ν. Καζαντζάκη. Δεν το κάνω όμως από λαχτάρα για βελούδο και μετάξι. Είναι έργο που πραγματικά με σημάδεψε.

  • Από την πιο σύγχρονη ευρωπαϊκή και γενικότερα δυτική λογοτεχνία, με εκτίμηση στην αγγλική, οπωσδήποτε τη ρωσική, κάπως λιγότερο στην πνιγμένη σε αντικείμενα αμερικανική ή τη φορτωμένη σε τερτίπια του λόγου γαλλική, θα αναφερόμουν ιδιαίτερα στη γερμανική λογοτεχνία. Με μεγάλη παράδοση στο μυθιστόρημα, ανάμεσα σε πολλούς άξιους εκπροσώπους, μου έχει κλέψει την καρδιά ο Ρόμπερτ Μούζιλ (μτφρ. Τ. Σιετή) με τον Άνθρωπο χωρίς Ιδιότητες.

  • Στους Έλληνες, τώρα. Ο μεγαλύτερος Έλληνας μυθιστοριογράφος είναι με απόσταση ο Στρατής Τσίρκας. Την τριλογία του, Ακυβέρνητες Πολιτείες, τη διάβασα όταν εκδόθηκε ξανά από τον Κέδρο το 2002 (το link στον πρώτο τόμο). Με είχε συνεπάρει σε τέτοιο βαθμό, που το έπαιρνα μαζί μου στο σχολείο, και το διάβαζα στα κενά, τρυπώνοντας σε μια γωνιά ή τη σχολική βιβλιοθήκη. Ο μεταμορφωτικός χαρακτήρας του μυθιστορήματος ήταν τόσο ισχυρός που εγγραφόταν στο πρόσωπό μου και εντυπωσίαζε τρίτους ανεπίγνωστους παρατηρητές. "Τι σου συμβαίνει;" "Καλά είμαι", απαντούσα...

  • Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης είναι ο μεγαλύτερος διηγηματογράφος. Ως διηγηματογράφος κατεξοχήν είναι άδικο να αντιπροσωπευθεί με ένα από τα λιγοστά του, εξαίρετα επίσης, έργα σε μεγαλύτερη φόρμα. Αλλά και από τα διηγήματα δεν ξέρεις πραγματικά ποιο να διαλέξεις. Είναι σαν ένα ασυνεχές συνεχές. Καθώς έχουν εκδοθεί σε τόμους, θα μπορούσε κανείς να μιλήσει για τα Άπαντα, δηλαδή για το σύνολο έργο του ανεπιφύλακτα. Η διαφοροποίηση δεν χαλάει την αναλογία, είναι απλώς μια κόκκινη πινελιά σε φαιοπράσινο αγρό.

  • Από ποιητές δεν λείπουν. Μεγάλωσα με ποίηση, όλο κάτι σκαλίζω, όλο κάποια σελίδα διαβάζω – δίπλα σημειωματάριο με σημειώσεις, δοκιμές, ορνιθοσκαλίσματα. Πώς να ξεκινήσει κανείς από κάτι άλλο παρά τον Σολωμό; Αν και έχω αγαπήσει τα σχεδιάσματα, τον Ύμνο στην Ελευθερία κ.ά. ίσως, μιλώντας προσωπικά, έχω μια ιδιαίτερη αδυναμία στον Κρητικό.

  • Ο Καβάφης παραμένει αγαπημένος μου – το αντίστοιχο από κάποιες πλευρές του Τσίρκα σε ποίηση. Κι αυτά εκεί τα χώματα, στο σμίξιμο των ηπείρων και των πολιτισμών πάντα με μαγεύουν. (Την αγάπη μου στα πιο μαύρα ακόμα χώματα της Αφρικής δεν κατάφερα να την αποτυπώσω σε βιβλίο). Και πέρα από τα προφανή ονόματα που περιμένει κανείς να ακούσει γενικότερα, θα όφειλα να ετοιμάσω ένα ποστ για ελάσσονες και συχνά παραγνωρισμένους Έλληνες ποιητές του καιρού μας. Κλωτσήστε με καμιά φορά να το κάνω – για τέτοια χρειάζομαι κλωτσιές.

  • Η επαγγελματική ανάμειξή μου με τον χώρο του βιβλίου από τότε που ιδρύσαμε τις εκδόσεις Μαΐστρος, έχει λίγο αλλάξει τους αναγνωστικούς μου τρόπους. Η ανάγνωση συχνά πια δεν είναι τόσο απόλαυση, αλλά γίνεται υποχρέωση. Ξεκινώντας από τον κόσμο των χειρογράφων, δακτυλογράφων και κάθε λογής υποψηφίων προς έκδοση έργων, που πάντα πρέπει να τα διαβάζεις με κριτική εγρήγορση, σπάνια αφήνεσαι να νικηθείς από την αναγνωστική απόλαυση. Και ναι μεν διαβάζεις ως κριτικός λογοτεχνίας (στην οποία έχεις επίσης επίμοχθα μετεκπαιδευθεί – και είναι μόχθος και χαρά και πλησμονή ομορφιάς μαζί), αλλά οφείλεις να διατηρείς και ένα εμπορικό κριτήριο – κάτι στο οποίο έχω πολλές φορές αποδειχτεί μπόσικη. (Να μείνω στα χειρόγραφα, να μη μιλήσω για τα χρεώγραφα που στοιχειώνουν τη ζωή του επαγγελματία). Το ίδιο ισχύει και όταν επιμελείσαι την έκδοση, ελέγχεις ή κάνεις τις τυπογραφικές διορθώσεις, επιμελείσαι μια μετάφραση ή ό,τι άλλο. Ο κόπος και η επανάληψη σκοτώνει την απόλαυση. Κάποιες φορές, σπάνιες, ανταμείβεσαι. Έτσι, όταν γοητευμένοι από τη σπάνιά του αλήθεια και ομορφιά, γύρω από τον κόσμο της γραφής, αποφασίσαμε το 2006 να εκδώσουμε το Αρχιπέλαγος της Γραφής του Ηρακλή Λογοθέτη. Ένα έργο για πολύ επαρκείς αναγνώστες, έργο ζωής του ίδιου του συγγραφέα, ταξίδι μαγευτικό σε πλατιές θάλασσες και απόμερα ακρογιάλια, εξαίρετο δείγμα λογοτεχνικού δοκιμίου, γλώσσα πλανεύτρα και υπέροχη – μια από τις τρελίτσες που έκανα ως εκδότρια – και το λέω χωρίς διαφημιστική πρόθεση: είναι για λίγους.

  • Μια άλλη χαρά είχαμε όταν έφτασε στην πόρτα του εκδοτικού μια μετάφραση από τα ρουμανικά, που είχε ωραιότατη γλώσσα αλλά έχριζε μεγάλης επιμέλειας λόγω της συνθετότητας και γραμματολογικής πολυπλοκότητας με πλήθος υπόρρητων αναφορών, του σημαντικότερου έργου του (παντελώς άγνωστου στην Ελλάδα τότε) Νικολάε Στάινχαρτ. Ο λόγος για Το Ημερολόγιο της Ευτυχίας. Επίσης λογοτεχνικό δοκίμιο, αλλά και σημείο συνάντησης στοχαστικών και αφηγηματικών μερών, μια πραγματική τοπιογραφία της ευρωπαϊκής και παγκόσμιας λογοτεχνίας, ένα σταυροδρόμι μεταξύ ανατολής και δύσης, αθεΐας και πίστης, ανθρωπιάς και ρουφιανιάς, όλα γραμμένα μέσα στις σκοτεινότερες φυλακές της Ρουμανίας των σκληρότερων ημερών του κομουνιστικού καθεστώτος. Αυτό είναι ένα βιβλίο στο οποίο επανέρχομαι ξανά και ξανά, διαβάζοντάς το τμηματικά, δίχως να το χορταίνω. Εξαντλημένο, δυστυχώς, χαρακτηρίστηκε το Βιβλίο των Βιβλίων της Ανατολής.

  • Την Ιλιάδα τη διάβασα σαν μυθιστόρημα και την απόλαυσα πολλαπλά μέσα από την πεζή μεταγραφή κάποιου πολύ σπουδαίου ανώνυμου εργάτη της γλώσσας. Ήρθε στα χέρια μας με μια διαδικασία σχεδόν μαγική. Ένα σημαντικότατο έργο, εξαντλημένο κι αυτό σήμερα, που επιτρέπει πάντως την απρόσκοπτη οικείωση του σύγχρονου αναγνώστη με το μείζον έργο της αρχαιοελληνικής γραμματείας μας.

  • Η Καινή Διαθήκη, το παγκόσμιο best seller όλων των εποχών, είναι πάνω στο γραφείο μου και δίπλα στο προσκεφάλι μου. Αν ήταν να διάλεγα ένα και μόνο, αυτό θα ήταν το βιβλίο των βιβλίων εν όλω. Την προτιμώ στο πρωτότυπο, αλλά εξαίρετες μεταφράσεις είναι και αυτή της Βιβλικής Εταιρείας και αυτή της Αποστολικής Διακονίας.

  • Αυτό τον καιρό με συνοδεύει αναγνωστικά Η Γραμματική των Πολιτισμών του Φερνάν Μπροντέλ (Fernard Braudel, μτφρ.: Α. Αλεξάκης). Ένα από τα σημαντικότατα επιστημονικά συγγράμματα, οδικός χάρτης στην Ιστορία, αλλά και μοναδικής ποιότητας αφηγηματική γραφή, όπως μόνο οι ιστορικοί –οι μεγάλοι ιστορικοί– ξέρουν να αφηγούνται. Είμαι καβάλα στην καμήλα και ταξιδεύω στις ερήμους και τις πολύβουες πόλεις της Ανατολής, στους δρόμους του Ισλάμ, προτού περάσω ανατολικότερα.


Ταξιδεύοντας χρόνια με τα βιβλία, όλο και περισσότερο συνειδητοποιώ πόσο απέραντος είναι ο κόσμος, πόσο ταξίδια ακόμα μας μένουνε.Οι κλειστές λίστες με βιβλία μου θυμίζουν κάπου την αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων. Υπακούει στις ανάγκες για (απολύτως στενό) καθορισμό του μικρού εκείνου ποσοστού που θα περάσει στον επόμενο βαθμό, οι άλλοι μένουν στάσιμοι ή απολύονται. Αν αυτό επιμεριστεί και ανά υπηρεσία, αδικούνται καταφανώς οι υπηρεσίες εκείνες όπου η δουλειά γίνεται με χαρά. Τα ίδια αδυσώπητα ποσοστά ισχύουν για όλους.

Στα 21 λοιπόν καίγεσαι. Για αυτό το λόγο η έννοια του κανόνα στη λογοτεχνία είναι μια έννοια ανοιχτή. Αλλά και με τη σύνδεση των επιλογών με προσωπικά και αυτοβιογραφικά στοιχεία είναι προφανές ότι απλώς μια αφορμή δίνουμε, δεν διαμορφώνουμε κάποιον κανόνα. Πειθάρχησα λοιπόν και δεν πειθάρχησα στο ζητούμενο, κάποια βιβλία ονόμασα και πολύ περισσότερα δεν ονόμασα, κάποια τα ονομάτισα και δεν τα συμπεριέλαβα, κάποια έριξα μόλις επάνω τους έναν τρεμάμενο φακό... Υπάρχουν εκεί έξω.

Ψύχρα. Να ρίξω ένα μπλουζάκι επάνω μου και να μην ξεχάσω: έχω και μια αποσκευή ακόμα, ένα μικρό κείμενο για το τι είναι λογοτέχνης. Θα το δημοσιεύσω εδώ, προσεχώς, και το αναγγέλλω τώρα, από φόβο μη και στο μεταξύ δειλιάσω. Γιατί και οι μαθητές του τελευταίου θρανίου, καμιά φορά, μόνο φασαρία κάνουμε, αλλά στα δύσκολα τρέμει το φυλλοκάρδι μας.

***

Ανήμερα των Τριών Ιεραρχών, είναι ένας τρόπος να τιμήσουμε την Παιδεία και τα γράμματα, γιατί  μνήμη σημαίνει πάνω από όλα παρουσία στο παρόν.


Το κείμενο αυτό γράφτηκε στο πλαίσιο διιστολογικού αφιερώματος με θέμα: 

 «Η Ανάγνωση δεν χωράει σε Λίστες».



Συμμετέχουν οι:
(συμπληρώνεται με το ρυθμό που ανεβαίνουν τα κείμενα)



rubies & clouds, με τρεις συμμετοχές: …βγάζουν καπνόν ακόμη,… [ανωνύμου]
                                                      
                                                         7 τραγούδια (εχμ, 20 βιβλία) θα σας πω Nefosis Nefosis
                                                         Η ανάγνωση δεν χωρά σε λίστες (πόσο σίγουροι είστε;) roubinaki M.

kospanti: Ο αναγνώστης

Τσαλαπετεινός: Ρευστή Λίστα

Ο βιβλιοθηκάριος: Η ανάγνωση δεν χωράει σε λίστες

Κυνοκέφαλοι, με διπλή συμμετοχή: Η Λίστα του Γιώργου (Μπουλακάκη)

                                                   και ΑλαΛΙΣΤΑτα του οικοδεσπότη Γρηγόρη Στουρνάρα

... έρχονται λίγο λίγο

23 Ιαν 2014

Τι ψάχνω;


Σάρον Κάμινγκς, Ο Χορός των Σειρήνων



Είναι ο θυμός και ο πόνος και η οργή και η αίσθηση του θανάτου τέτοια, που δεν υπάρχουν λόγια, πόσο μάλλον έξυπνα, να τον εκφράσουν. Δεν είναι η ώρα το κλάμα να γίνει τέχνη ποίηση μοιρολόι. Είναι η ώρα ακόμα που η ασχήμια του πόνου και του θανάτου κυριαρχεί.

Η ώρα που τελειώνουν κάποιες αυταπάτες, με τις οποίες χαϊδολογούμε το συλλογικό μας, μήπως και το ατομικό μας εγώ.

«Οι Έλληνες δεν είναι ρατσιστές»... Πάει αυτό, μας τελείωσε.

«Η βία είναι καταδικαστέα από όπου κι αν προέρχεται»... Ναι, ασφαλώς, και επικηρύσσεται με εκατομμύρια όταν κάπου απευθύνεται, είναι δε μια παρωνυχίδα όταν αφορά κάποιους ανεπιθύμητους. Εκεί πρέπει να γίνει συνήθεια της συνείδησης.

«Πάνω απ’ όλα η ανθρώπινη ζωή»... Το πάνω και το κάτω είναι θέμα οπτικής γωνίας.

«Ευρωπαϊκός πολιτισμός»... με sauce ολίγη task force, ευέλικτος και ελαστικός ως frontex, σε υγρούς τάφους ή λουστραρισμένα φέρετρα, αδιάφορο... στους ήχους των μπάσων του Δουβλίνου 2.

«Είμαστε μια χώρα που δεν πρέπει να την κυβερνήσουν οι άθεοι»... Και δεν έχω κουράγιο ούτε να καγχάσω.

Λαλίστατοι ιερείς και ιεράρχες, αενάως χαρωποί δεξιοί, ψυχοθεραπευτές και μάγοι κάθε λογής, και το... συνταγματικό τόξο, δεν τους απασχολεί που δολοφονούνται άνθρωποι στα ίδια νερά που κολυμπάμε... Είναι απασχολημένοι με τη διακυβέρνηση, οραματίζονται το εκτυφλωτικό φως της ανάπτυξης που έρχεται, θεώνονται, καναπεδιάζονται, αναλύονται, κρυσταλλοβλέπουν ή ψωνίζουν, αδιάφορο, γιατί να επιτρέψουν σε καθημερινές ασημαντότητες να τους ταράξουν τους κύκλους της ραστώνης;

Η Εκκλησία, ας μιλήσει τώρα ή ας σωπάσει για πάντα...

***


Αδιαμεσολάβητα σας μεταφέρω έναν διάλογο:

Εγώ: ...Τι ψάχνω...;

Αυτή: Ανθρώπους ψάχνεις...

Αυτός: Τι ψάχνεις πια; δεν υπάρχει τίποτα... λαλίστατοι ιερείς; δεν θυμάσαι την παραβολή του καλού Σαμαρείτη; αενάως χαρωπό κατεστημένο κάθε λογής... '' ἐφ’ ὅσον οὐκ ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἐλαχίστων, οὐδὲ ἐμοὶ ἐποιήσατε''... θυμήσου...

***


Γέρασα και ξεχνιέμαι...

Είμαι μικρή και ελπίζω...

Ψάχνω...

Ανάμεσα στο δικό μας κρετινισμό και την πλήρη ευρωπαϊκή υποκρισία... ψάχνω άνθρωπο, ίσως ίσως και τον Υιό του ανθρώπου.

22 Ιαν 2014

Κουρσάρος Ποιητής





ΑΜΑΝΤΑ ΧΙΣΛΟΠ, Θάλασσα καὶ Ἀκτή (μεικτή τεχνική).


Ἕνας κουρσάρος ποιητὴς
Στὴ μαύρη του μὲ τύλιξε
Σημαία τῆς σιωπῆς

Μ’ ἕνα σπαθὶ δαμασκηνὸ
Μὲ κρύσταλλα καὶ κέραμους
Μ’ ἔσκισε ὣς τὸ λαιμό

Νά ’ταν ὁ Σὰρτρ καὶ ὁ Καμὺ
Νά ’ταν ἡ νεκροκεφαλὴ
Ὀσμίστηκα τὰ χνῶτα τοῦ θανάτου

Μὲ ὅπλο δάκρυ ἁρμυρὸ
Βγῆκα ἀπάνω στὸν ἀφρὸ
Ξαπόστασα στὸ κύμα τοῦ πελάγου

Ἕνας κουρσάρος ποιητὴς
Λουσμένος στὸ λευκό του φῶς
Τραγούδια ἔλεγε τῆς γῆς

Νιός, μαυρισμένος καὶ γυμνός
Λιαζότανε ἀμέριμνα
Θεὸς μοναχικός.

Ὕστερα ἔγινα πουλὶ
Μισότυφλo καὶ πέταξα
Πρὸς τὴν Ἀνατολή.

Σὰ νὰ μοῦ ἀχνογέλασε
Στὸ τέλος τῆς ἀφήγησης
Μὰ δὲν ξέρω τί ἀπέγινε.

20 Ιαν 2014

Φιλία


Erica Hopper, Paradox Blu

Η φιλία είναι σαν ένας πίνακας ζωγραφικής. Ένα διαρκής διάλογος χρωμάτων και σχημάτων. Ένας πίνακας, όπου οι γραμμές λυγίζουν, υποχωρούν σβήνουν, τα χρώματα αλληλοπεριχωρούνται, το υπόχρωμα τα φωτίζει με τρόπο διαφορετικό, η γειτνίαση τα κάνει να χορεύουν. Η ανάμειξη δεν τα λερώνει, αλλά διατηρούν τη λαμπρότητα και καθαρότητά τους. Μια μοναδική διαύγεια, εκεί που πρέπει, ταπεινότεροι καφέ ή γκρι πιο ακόρεστοι τόνοι, εκεί που η χοϊκότητα γίνεται το νόημα κατεξοχήν. Καμιά φορά, κάποιοι όγκοι διαλύονται στη σκοτεινιά των σκιερών μορφών, στα ακαθόριστα σκοτάδια μας, καμιά φορά οι φόρμες διαλύονται καθώς λούζονται στο φως. Φως εκτυφλωτικό. Τίποτε όμως δεν διαλύει τις μορφές, που αναδεικνύονται στην ομορφιά τους, δίχως σκληρές γραμμές, με ακαθόριστα όρια, με ένα παιχνίδι χρώματος πάνω στο χρώμα. Άγνωστη η επόμενη γραμμή, κι εγώ μαγεύομαι, μ' αυτό που μας χαρίζεται, και δίχως προσδοκίες...

17 Ιαν 2014

Σταυροπόδι





Γκάνλοφ Χόουπ, Ζευγάρι.

Καθόταν σταυροπόδι, αναπαυτικά στην πολυθρόνα του, και κάπνιζε την πίπα του. Επιζητούσε την ησυχία, ήθελε θαρρείς να επιβάλει την ησυχία στο κορμί του, να θυμιατίσει το νου του και το γύρω χώρο παίζοντας με τα κατευναστικά δαχτυλίδια του καπνού. Του ήταν αναγκαίο, μετά τη θύελλα. Πίστευε ότι αν χαμογελάς κάποια στιγμή, πού θα πάει, θα το νιώσεις το χαμόγελο. Απολάμβανε τη μικρή του σκηνοθεσία όχι δίχως κάποια μνησικακία. Όσο αμέριμνος, τόσο την εξόργιζε...

– Μ’ αγαπάς; τον ρώτησε εκείνη αναπάντεχα.

Μα δεν θυμόταν μια τέτοια ερώτηση να είχε έρθει ποτέ, ούτε σε στιγμές προσέγγισης, ούτε σε στιγμές κορύφωσης... Το δεξί του πόδι, που λικνιζόταν ανάλαφρα πάνω στο αριστερό, έμεινε για κλάσματα του δευτερολέπτου μετέωρο. Μπορεί σήμερα να τον εκνεύριζε αφόρητα, αλλά δεν θα μπορούσε να αρνηθεί το αντισυμβατικό της γέλιο, τον αστόχαστο, ανέμελο και σχεδόν απερίσκεπτο τρόπο που του παραδινόταν, αυτό που έμοιαζε με αχαλίνωτη ελευθερία, που τη συγκρατούσε μόνο μια εσωτερική αυτοδέσμευση, μια στιγμιαία αυτοδέσμευση που επαναλαμβανόταν στιγμή τη στιγμή τη στιγμή.

Ένιωσε άβολα και για την ερώτηση και για την ώρα που επέλεξε, η άτιμη...

Αλλά η Μυρτώ έβγαζε κιόλας τα κλειδιά της από την τσάντα και κατευθυνόταν προς την εξώπορτα.

Δεν περιμένει απάντηση, ησύχασε ο Λευτέρης.

Εκείνη όμως κοντοστάθηκε, για ένα λεπτό πριν βγει, και συνέχισε:

– Θα έκανες κάτι που λίγο να σε ξεβόλευε, που κάπου να σου στοίχιζε, έστω ελάχιστα;

Περάσαμε στο μηδενισμό, σκέφτηκε ο Λευτέρης, φυσώντας δαχτυλίδια μέχρι να κλείσει η πόρτα οριστικά.

Αποφάσισε να μαγειρέψει για βράδυ, χωρίς όμως να γνωρίζει αν αυτή ήταν η ενδεδειγμένη απάντηση.