Πολ Σεζάν, Πορτρέτο του Γκιστάβ Ζεφρουά
[΄Ισως και εις Εαυτόν]
Εκεί που συνάζονται οι πολλοί, στην κεντρική πλατεία της αγοράς των ιδεών, δεν είναι τόπος για σε. Παρατηρώντας από λίγο μακρύτερα τα πράγματα, βλέπεις τις ανάγκες συμμαχιών που ονομάζονται φιλίες, βλέπεις τη χρήση τ’ ανθρώπου ως υποστυλώματος. Βλέπεις ποικίλες περιστροφές χορευτικών σχηματισμών, όπου αλλάζουν οι επιμέρους θέσεις μα διόλου το όλον του χορού. Εκεί η συλλογικότητα, αμφίβολη η συνάντηση. Εκεί η ομαδικότητα, η αναγνώριση, το χειροκρότημα. Η ανεπίγνωστη επικράτηση ενός ολοκληρωτικού όλου. Αλλά ενώ δίνουν και παίρνουν οι χειραψίες, τα χαμόγελα, οι φιλοφρονήσεις, είναι λιγοστά τα σμιξίματα των ματιών.
Εσένα ο δρόμος σου δεν είναι η πιάτσα της κοινοτοπίας του καλού. Είναι τα ριζά του βράχου που φυτρώνει το κυκλάμινο. Είναι η λάσπη του χωραφιού όπου βραδιάζει ο ξωμάχος. Η σκοτεινιά του δρόμου όπου ξημερώνεται ο ανέστιος. Η ένταση του γραφείου όπου εργάζεται με μισή ψυχή ο υπάλληλος. Οι ξεχασμένοι τόποι της άλλης του μισής. Η απελπισμένη λύσσα του επαγγελματία. Η παραδεδεγμένη ήττα του διπλανού του. Οι ποικίλες μουσικές της διάψευσης. Τα χρώματα του ονείρου. Τα σκοτάδια του έρωτα, το μισόφωτο της εκκλησιάς, η μπόχα των φυλακών, τα περιτρίμματα μιας συνηθισμένης οικογένειας. Είναι το παρελθόν σου, οι άνθρωποί σου, οι σπλαχνοσκοπίες σου οι πέρα απ’ τις σπουδές σου. Είναι ο ιδρώτας και το αίμα σου. Είναι το χώμα, η αρχή και το τέλος σου. Είναι η τόλμη σου να προχωράς ενώ δεν γνωρίζεις το δρόμο, είναι η τόλμη σου να παραδέχεσαι την άγνοια και να προειδοποιείς να μη σ’ ακολουθούνε πλήθη. Να διώχνεις αυλές και αυλικούς, να πλένεις τις πληγές και τα κουρέλια σου μονάχος.
Να γίνεσαι παράξενος, ιδιότροπος, ενώ τόσο αγαπάς τον κόσμο. Ο κόσμος είναι μέσα σου, κι εσύ ο αίρων τις κοινές αμαρτίες.
Δεν θα πλουτίσεις, ποτέ, καθώς δεν ξέρεις να κολακεύεις το μέσο όρο, μήτε να προσκυνάς τους ισχυρούς.
Εσύ που είσαι φιλόδοξος, εύχεσαι να σε σκέπει η αδοξία. Στέγεις την υγρασία των μουσκεμένων τόπων. Χάνεις την ψυχή σου για να την εύρεις. Δίνεις αίμα να λάβεις πνεύμα. Δεν κοινωνείς τη φιλοκαλία της ευτέλειας, διέρχεσαι εκ του θανάτου προς ζωήν.
Είσαι διαβάτης, είσαι αλήτης, αναζητητής, της λευτεριάς προσκυνητής. Εσύ που ψάχνεις το νόημα της ζωής είσαι έτοιμος να συναντήσεις το όριο του θανάτου;
(Το κείμενο αυτό, συνέχεια ενός διιστολογικού αφιερώματος, αφιερώνεται στους φίλους μου που αγαπούν πραγματικά τη λογοτεχνία. Και σε εκείνους τους εργάτες του λόγου που ιδρώνουν και φιλότιμα μοχθούν. Επειδή κατονόμασα τον Ντοστογιέφσκι ως αγαπημένο μου συγγραφέα, να θυμίσω ότι δεν τον έκανε συγγραφέα το ταλέντο του μόνο, ούτε η ανάγκη, ούτε τα σαλόνια και τα ταξίδια στην εσπερία, τον έκαναν τα σκοτάδια του Πετροπαβλέσκ και οι πάγοι της Σιβηρίας. Θέλουμε πολλοί να γίνουμε αλήθεια λογοτέχνες;)