Με τον αδερφό μου τον Αντώνη, σε ηλικία 10 και 8 αντίστοιχα.
Η σχέση μου με τ’ αγόρια ήταν πάντα, όσο θυμάμαι, θερμή. Μου άρεσαν τα παιχνίδια τους, ενώ αντίθετα βαριόμουν θανάσιμα τα παιχνίδια των κοριτσιών. Από νήπιο έπαιζα διαρκώς με αγόρια, και δεν γνωρίζω αν η συγκυρία διαμόρφωσε τα γούστα μου ή τα γούστα μου καλλιέργησαν τη συγκυρία. Γεγονός είναι ότι εκεί που παραθερίζαμε σε ένα σπιτάκι της γιαγιάς, στη Σαλαμίνα, ο πολύ κοινωνικότερος από εμένα αδερφός μου και κατά δύο χρόνια μικρότερος έπιανε εύκολα και απροβλημάτιστα παρέες και φιλίες, κι εγώ –πάντα μοναχικός τύπος– έμπαινα στο παιχνίδι αργότερα κι αφού είχα καλά ελέγξει το πεδίο. Δεν θέλει και πολλή κουβέντα βέβαια, στις μικρές ηλικίες, με εμένα δυο χρόνια μεγαλύτερη από τα άλλα πιτσιρίκια... Καταλάμβανα φυσιολογικά, αβίαστα και παντελώς άκοπα, δίχως να το επιδιώξω καν, την ηγεμονική θέση του αρχηγού. Με την τρομερή μου φαντασία και ένα χαρακτήρα αεικίνητο πήγαινα τα παιχνίδια μας πολλά επίπεδα παραπέρα. Εξερευνητικές και στρατιωτικές επιχειρήσεις έδιναν κι έπαιρναν, και καθώς μεγαλώναμε κυριαρχούσαμε σε όλο και μεγαλύτερη γεωγραφική επικράτεια.
Όταν πήγα νηπιαγωγείο, οι σχέσεις μου με τα αγόρια διήλθαν από μια μείζονα κρίση, την υφή της οποίας δεν μπορούσα να κατανοήσω πλήρως. Ευτυχώς όμως, την κατανόησε για μένα η μαμά μου, και αντέδρασε κόβοντας το Γόρδιο δεσμό: με έστειλε σε σχολείο θηλέων. Γιατί σε κάθε διάλειμμα βαριόμουν αφόρητα τα κορίτσια, που είχαν μαζί τις κούκλες τους κι έπαιζαν τις κουμπάρες, και ήθελα να παίξω με τους συμμαθητές μου σε αθλήματα και άλλα ηρωικά παιχνίδια. Οι συμμαθητές μου δεν ήθελαν, γιατί ήμουν κορίτσι, και με κορόιδευαν όπως μόνο τα νηπιαγωγάκια μπορούν να κοροϊδέψουν, με αποτέλεσμα να γυρίζω σπίτι κλαμένη, συχνά πυκνά και δαρμένη. Έτσι, μετά από εβδομάδες πρωινών εμετών και τελικώς αλλαγή σχολικού περιβάλλοντος, άρχιζα να γνωρίζομαι με τον κόσμο των κοριτσιών και τα πιο ήσυχα παιχνίδια τους... Προσαρμόστηκα ώς ένα σημείο, χωρίς ποτέ όμως να νιώσω πληρότητα, άνεση, βαθιά ικανοποίηση.
Κύλησαν τα χρόνια. Το σπιτάκι στη Σαλαμίνα πουλήθηκε και λόγω και των καρδιολογικών προβλημάτων του πατέρα μου αγοράστηκε ένα άλλο πιο κοντά, στο Μάτι Αττικής. [Ούτε αυτό υπάρχει πια...]. Εκεί, τα καλοκαίρια πέρασα όλη τη μετάβαση από την παιδική στην εφηβική ηλικία. Τα πρώτα καλοκαίρια, θυμάμαι, διάβαζα ολημερίς και ασχολιόμουν με το μπάνιο και το ψάρεμα, ενώ τα βράδια παίζαμε στους δρόμους και τις αλάνες. Χανόμασταν σε ημιτελείς οικοδομές, χτίζαμε σπίτια πάνω από μέτρο αψηλά με το υπάρχον οικοδομικό υλικό, παίζαμε πετροπόλεμο ή μπάλα. Ο πετροπόλεμος σταμάτησε απότομα και οριστικά, όταν μια εύστοχη δική μου πέτρα παραλίγο να σκοτώσει τον καλύτερό μου φίλο. Όμως, δεν ήταν αυτός ο πρώτος μου έρωτας.
Εκεί στο Μάτι Αττικής διαταράχθηκαν και πάλι οι σχέσεις μου με τα κορίτσια. Ο λόγος ήταν ο σνομπισμός πολλών κοριτσιών, και ιδίως δύο συγκεκριμένων που έδιναν και τον τόνο της αβάσταχτης ρηχότητας στην παρέα. Οι συγκεκριμένες, κενόδοξες και επιπόλαιες όσο δεν παίρνει, ανήκαν σε οικογένεια που είχε μπουτίκ. Κάθε μέρα έρχονταν με νέες εξεζητημένες εμφανίσεις στην παραλιακή και μιλούσαν για ρούχα, σινεμά και αγόρια, με τρόπο που δεν μου άρεσε καθόλου. Πίστεψα ότι η ματαιοδοξία και η βλακεία είναι το χαρακτηριστικό του φύλου μου, και αρνήθηκα να μεγαλώσω.
Το παιδικό μου σύμπαν ήταν γεμάτο ομορφιά, ο κόσμος των ενηλίκων ήταν ένας κόσμος αποτρόπαιος. Οι οικοδομικές εργασίες στο σπίτι αυτό το εξοχικό, με τα λίγα μέσα και την εργασία που έβαζαν τα δικά μας χέρια, και η τρομερή οικονομική στενότητα που τις συνόδευσε, περιόρισαν τις εξόδους. Αυτό όμως δεν με ενόχλησε ιδιαίτερα. Αντίθετα, συνέπεσε με τις εσώτατες επιλογές μου να μην ξανακάνω παρέα με «τις ηλίθιες». Βοηθώντας λοιπόν στο χτίσιμο του σπιτιού, απέκτησα πολύτιμη πείρα στα κατασκευαστικά όλων των ειδών και συνάμα άρχισα να μελετώ ό,τι μπορούσα γύρω από την αρχιτεκτονική αλλά και τις παραδοσιακές τέχνες γενικά. Τα απογεύματα πήγαινα στο γηπεδάκι που ήταν απέναντι από το σπίτι και έπαιζα λυσσωδώς ποδόσφαιρο με τα αγόρια. Ήμουν πολύ γυμνασμένη, αθλήτρια και δη πρωταθλήτρια ενοργάνου γυμναστικής, και όντως πολύ καλή. Το κάπως αργό μου τρέξιμο δεν μου επέτρεπε να διακριθώ στην επίθεση, έπαιζα όμως πολύ καλή άμυνα. Αλλά εκεί που πραγματικά αναγνωρίστηκε η υπεροχή μου ήταν στη θέση του τερματοφύλακα. Σε ένα γηπεδάκι μια σταλιά, με σκορ που συχνά έπιανε τα 20-25 γκολ (!), δεν άφηνα τη μπάλα να καρφωθεί στα δίχτυα, με όλο το κόστος. Κι επειδή ως κορίτσι έπρεπε να αποδειχτώ ισάξια, πολύ γρήγορα έγινα και καλύτερη. Το καλύτερο τέρμα της περιοχής. Τα αγόρια με λάτρευαν σαν να ήμουν ένας από αυτούς. Και αν κάποιο καινούργιο αγόρι ερχόταν στο γηπεδάκι, συνήθως με περνούσε για έναν από αυτούς, παρά το στήθος μου που είχε ήδη μεγαλώσει, που με πονούσε μεγαλώνοντας και για το οποίο ντρεπόμουν φοβερά (ιδίως γιατί και οι αθλήτριες ενοργάνου ήταν όλες πλάκα – όχι όμως εγώ), αλλά το οποίο σε καμία περίπτωση δεν μπορούσε να κρυφτεί πια κάτω από το καλοκαιρινό μπλουζάκι.
***
Δεν θυμάμαι αν ήταν στο γηπεδάκι ή στην παραλία που γνωρίστηκα με τον Χ. Είχα τελειώσει την Α΄ Γυμνασίου, κι εκείνος την Α΄ Λυκείου. Εγώ είχα αρχίσει να συμφιλιώνομαι με το μεγάλωμά μου, κι εκείνος ήταν ήδη ένα μεγάλο και δεμένο αγόρι, σχεδόν άντρας, πολύ ευγενής και πολύ σοβαρός. Αναμφίβολα ήξερε να μιλήσει και δεν βρισκόταν σε προγλωσσική φάση, όπως πολλοί φίλοι μου, ήταν όμως λιγόλογος. Την περίοδο εκείνη, όσα λιγότερα έλεγε ένας άντρας, τόσο βαρύτερος και σοβαρότερος μου φαινόταν, μύθος που καταρρίφθηκε πολύ αργότερα. Αυτό λοιπόν το ψηλό, δεμένο αγόρι, άντρας στα μάτια μου, ξύπνησε μέσα μου αισθήματα πρωτόγνωρα.
Ξαφνικά, ο κόσμος μου όλος άρχισε να οργανώνεται γύρω από αυτό το πρόσωπο. Αλλά μη φανταστεί κανείς ότι θα αφηγηθώ μια ιστορία με μεγάλη εξέλιξη. Ήταν μάλλον απλώς μια περίοδος όπου μέσα μου έπαιζαν ντραμς η καρδιά μου, τα σπλάχνα μου, οι αισθήσεις μου. Μικρές συνήθειες της καθημερινότητας άλλαζαν ανεπαίσθητα. Άρχισα να πηγαίνω για μπάνιο μια ώρα νωρίτερα, γιατί πήγαινε αυτός την ώρα εκείνη. Έκανα πρώτα έναν περίπατο στα μικρά λιμανάκια και τα βράχια της όχι ιδιαίτερα πολυσύχναστης παραλίας του Ματιού, κι αφού εντόπιζα πού βρίσκεται, και όχι δίχως κάποιο έξυπνο πρόσχημα συνέπιπτε να πάω κι εγώ εκεί. Άλλαξα τη διαδρομή επιστροφής μου στο σπίτι από την παραλία για να περνώ μπροστά από το δικό του. Σ’ αυτό με βοήθησε και η παρουσία και άλλων φιλικών σπιτιών στον ίδιο δρόμο, όπως και η ύπαρξη της αδερφής του, με την οποία γίναμε και όντως μείναμε φίλες. Έτσι, έριχνα στάχτη στα μάτια μιας μαμάς που είχε απολύτως τον έλεγχο των πραγμάτων, ώστε ακόμα και η σκέψη για «γκομενιλίκια», πόσο μάλλον και η λέξη, ούτε συζήτηση δε για την πράξη, ήταν λόγος να θανατωθώ (όπως νόμιζα). Μάλλον δεν έριχνα μόνο εγώ στάχτη στα μάτια της μάνας μου, αλλά κι εκείνη στα δικά μου.
Όμως, και αυτό έβγαινε από μέσα μου, ήταν και σ’ εμένα προσωπικά ακατανόητο το παιχνίδι αυτών των ηλικιών, το «τα φτιάχνω, τα χαλάω», και δεν πέρασε πολύ καιρός που διαπιστώθηκε στην ομήγυρη ότι δεν τα έφτιαχνα με κανέναν. Έτσι, μάλλον έγινα η δύσκολη γκόμενα (τρομάρα μου) και κατ’ επέκταση το πολυπόθητο τρόπαιο των αγοριών. Γιατί και λόγω της αθυροστομίας μου και του μάγκικου ύφους μου τους ξεγελούσα όλους ως προς την πείρα μου(!). Ειδικά όταν απέρριψα τις προτάσεις ενός πανύβλακα «γαμιά της γειτονιάς» –που περνιόταν όμως για μέγας γόης, αφού οι αθροιστικές επιδόσεις του πρέπει να προσέγγιζαν περίπου το σύνολο του κοριτσίστικου πληθυσμού, συνοδευόμενες από περιπαθείς όρκους, δραματικές προδοσίες, σπαραγμούς και κλάματα–, ανέβηκα στην Α΄ Εθνική των περίζηλων νεανίδων, κι ας μην ντυνόμουνα παρά με τζιν σορτσάκι και μακό μπλουζάκι, και ας μην μιλούσα για μόδα, γκλαμουριά και σινεμά... Το έπιασα γρήγορα το νόημα, και στήριξα με επιτυχία μια νέα στρατηγική στη βάση αυτού του παιχνιδιού, βρίσκοντας έναν νέο τρόπο να υπάρχω, χωρίς να ενοχλώ, αλλά ούτε και να με ενοχλούν. Μάλλον και πάλι ενέπνεα μια απόσταση.
Ο Χ. δεν έμαθε ποτέ από μένα τα αισθήματά μου. Δεν ξέρω αν τα μάντεψε ποτέ. Από κάποια στιγμή και έπειτα, πρέπει να τα πληροφορήθηκε από την αδερφή του. Ποτέ όμως δεν έκανε κάποια κίνηση προς το μέρος μου, να θελήσει δηλαδή κάτι άλλο από τη φιλική μας σχέση. Είναι πιθανόν εξάλλου να με θεωρούσε πολύ μικρή. Όμως μέσα μου, το πρόσωπό του, το κορμί του, το βλέμμα του, ξεπρόβαλλε εκεί που δεν υπήρχε, ήταν εικόνα του μυαλού μου που αναπαραγόταν παντού. Και καθώς αναπαραγόταν, επιταχυνόταν αισθητά ο ήχος της καρδιάς, γλύκαιναν τα πάντα, και όλος ο κόσμος ήταν μοναδικά όμορφος. Όταν πάλι έλλειπε για μεγαλύτερο διάστημα, ή όταν η συνάντησή μας στην παρέα δεν είχε εκείνο το κάτι από ιδιαιτερότητα, μυστική ματιά, συνθηματικότητα, το κάτι παραπάνω από μια εντελώς τετριμμένη κουβέντα, με κύκλωνε ένα άγος επίσης πρωτόγνωρο.
Η σωματική μας επαφή ήταν απλώς επαφή παιχνιδιού. Λιγάκι μόλις παραπάνω επιδιωκόμενη από το σύνηθες. Ειδικά στην παραλία. Και συνίστατο απλώς σε κυνηγητό μέσα στη θάλασσα και πατητή όταν έπιανε ο ένας τον άλλο. Δεν παίζαμε βέβαια μόνοι μας αυτό το παιχνίδι. Όλη η παρέα το έπαιζε. Αλλά καμιά φορά, όλως τυχαίως, εξέβαλλε σε μονομαχία. Κολυμπούσα πάρα πολύ γρήγορα και δεν μπορούσε να με πιάσει. Αν όμως τύχαινε και με έπιανε, ποιος γλίτωνε από τα χέρια του. Έπαιρνα βαθιά ανάσα και δεχόμουν την γλυκόπικρη τιμωρία μου. Εγώ πάλι τον έφτανα στο κολύμπι, σχεδόν πάντα. Αλλά δεν μπορούσα να τον βυθίσω στην πατητή, εκτός κι αν χάζευε. Αν όμως δεν χάζευε, η πάλη με σκοπό την πατητή ήταν από τα μέγιστα της σωματικής μας επαφής. Ακόμα χαμογελώ, καθώς το γράφω.
Η κορύφωση όμως της σωματικότητας στη σχέση μας επιτεύχθηκε στο γηπεδάκι του ποδοσφαίρου. Έπαιζα άμυνα τη μέρα εκείνη. Δεν ξέρω πια γιατί. Ίσως γιατί είχε έρθει κάποιος μαμούχαλος που δεν έπαιρνε τα πόδια του, και αναγκαστικά του δώσαμε θέση τερματοφύλακα. Ίσως όμως, όπως υποψιάζομαι, να το επεδίωξα μόνη μου, για να έχω μεγαλύτερο πεδίο επαφής με τον Χ. στο παιχνίδι. Εγώ άμυνα, αυτός επίθεση, η μπάλα θα περνούσε πάνω από το πτώμα μου. Αφού έκοψα έτσι δυο τρεις επιθέσεις στο γηπεδάκι, ο Χ. θύμωσε και αποφάσισε να μου δώσει ένα μάθημα. Αντί λοιπόν να προσπαθήσει να με τριπλάρει, σταματάει απότομα ένα μέτρο μπροστά μου και σουτάρει ένα βολέ με όλη του τη φόρα. Το βολέ με πήρε κατακέφαλα, και σχεδόν σωριάστηκα κάτω. Μα εκεί που χανόταν ο κόσμος, που το σύμπαν γύριζε, κι εγώ κρατούσα το κεφάλι μου, ένα γλυκύτατο και δυνατό κορμί με αγκάλιασε σφιχτά για αρκετά δευτερόλεπτα και απέφυγα να σωριαστώ στο χώμα. Μια φωνή, γεμάτη έγνοια, και ίσως και κάποιες τύψεις και ενοχές, με ρωτούσε αν είμαι καλά. Αφέθηκα, για κλάσματα του δευτερολέπτου, ίσα για να κρύψω το μέσα μου χαμόγελο που ξεχείλιζε απείθαρχο, ορμητικό και ανάμεικτο με το μέσα μου κλάμα. «Καλά είμαι, παίζουμε», είπα ξεκολλώντας, πιο πονεμένη και πιο ευτυχισμένη από ποτέ.
***
Αυτό το αίσθημα κράτησε δυο χρόνια. Πάντα ήμασταν ευγενικά και πάντα μια χαρά ο ένας με τον άλλον. Έφυγε όπως ήρθε, ανεπαίσθητα και αθόρυβα. Έμεινε όμως κάτι, που φαντάζει ως τέλος εξωλογοτεχνικό, αλλά αφού συνδέεται με τούτη την ιστορία θα το πω ως υστερόγραφο.
Γνωριζόμασταν οικογενειακά με έναν ιερομόναχο, πού λίγοι τον γνώριζαν τότε, σήμερα όμως τον αναγνωρίζουν οι πάντες. Τον γέροντα Πορφύριο. Τον είχα συναντήσει πρώτη φορά όταν πήγαινα στο δημοτικό. Από τότε τον συνάντησα και άλλες πολλές φορές. Η πρώτη όμως φορά που είχα την ευκαιρία να συνομιλήσω προσωπικά μαζί του ήταν περίπου σε αυτή την ηλικία του πρώτου μου έρωτα. Ακόμα στοιχειωμένη από τα σκοτάδια και τους φόβους του περάσματος στην εφηβεία και την ενηλικίωση, τον ρώτησα: «Πώς διώχνει κανείς από μέσα του τις κακές σκέψεις;» «Πώς διώχνεις το σκοτάδι;» με αντιρώτησε. Λίγο έξυσα το κεφάλι μου, και πιάνοντας το νόημα, απάντησα: «Ανάβω ένα φως, ανοίγω ένα παράθυρο». «Μπράβο», μου είπε. «Το φως είναι ο Χριστός. Τον αγαπάς τον Χριστό;» Ένευσα ναι, με παιδική προθυμία αλλά και με κάποιο δισταγμό. «Να αγαπάς τον Χριστό σαν ερωτευμένη», μου είπε και συνέχισε: «Ξέρεις τι θα πει ερωτευμένη;» με ρώτησε. «Ναι», ένευσα καταφατικά, γεμάτη έξαψη και ενθουσιασμό, με ένα αίσθημα απόλυτου ελέγχου σε αυτό το πεδίο, απόλυτης ειδικότητας. Όσο κι αν ήμουν σεμνό παιδάκι, ένιωθα ότι αυτό είναι το κατεξοχήν θέμα μου, από που με απασχολεί από το πρωί ώς το βράδυ, που με συνέχει στα τρίσβαθα του είναι μου. Ο έρωτας με πλημμύρισε ξανά σε εκείνο το καμαράκι, στο καλύβι ακόμα, όπου χιλιάδες άνθρωποι απέθεταν τους πόνους τους, τις έγνοιες τους, τις χαρές τους. «Μπράβο», μου είπε ξανά και ζεστά.
Ο νους μου φωτίστηκε. Όχι μόνο για την κατάφαση του έρωτα, όχι μόνο για την κατάφαση του δικού μου έρωτα, αλλά και γιατί άξαφνα κατάλαβα μονομιάς τι έπρεπε να κάνω. Απέκτησα σχέδιο ζωής.
Στους ρυθμούς αυτού του τελευταίου έρωτα ζω ακόμη, έχοντας περάσει από όλα του τα στάδια, τον ενθουσιασμό, την αμφιβολία, το πάθος, την απομάκρυνση, την απογοήτευση, το γαλήνεμα, τις ψυχρότερες και θερμότερές του όψεις. Και επιμένω, καθώς όσο δύσκολοι και να αποδεικνύονται οι έρωτες, συνιστούν το μεδούλι της ζωής, την κατεξοχήν ομορφιά, θεϊκή ομορφιά.
Έτσι, αυτός ο παιδικός έρωτας με χάραξε στη ζωή μου ανεξίτηλα. Όταν μετά, κάποια χρόνια αργότερα, ήρθε ο επόμενος, ένας έρωτας που αποδείχτηκε σφοδρός, ήμουν πραγματικά έτοιμη.
***
Α, ρε Τσακμάκ, τι με έβαλες να λέω... Αναπτηράκι μάς άναψες φωτιά, πυρκαγιά. Νά ’σαι καλά, κι εσύ και όλη η παρέα.
----------------------------------------------
Το κείμενο αυτό είναι συμμετοχή σε διιστολογικό αφιέρωμα με θέμα τον Πρώτο Έρωτα.
Μέχρι το απόγευμα θα αναρτηθούν όλες οι συμμετοχές.
Κυνοκέφαλοι: Ο Ταρζάν κι η αβωνιάρα
A mother'sdiary: Οι πρώτες αγάπες
Η ποδηλάτισσα: Πρώτη αγάπη
Kidscloud: Η πρώτη αγάπη αλλά και η πρώτη απογοήτευση
Το καραντί: Αγάπη
Rubies and Clouds(RubinakiM): Έρωτες
Rubies and Clouds(Nefosis): Σ' αγαπώ μα δεν το κχέρεις
Βιβλιοθηκάριος: Η κα Τζίνα: η πρώτη αγάπη
Redkangaroo: Πρώτη αγάπη: Ραβασάκι και σκαμπίλι
Σταυρούλα: Πρώτο Σκίρτημα
KosPandi: Δυο αγάπες κι ένα ταξίδι στο μέλλον
Τσαλαπετεινός: Αχ! Ελισσάκι
Ev Zin: Η Τριανταφυλλένη
Old Boy: Το μαντηλάκι