30 Σεπ 2013

Πιετισμός και Στάχτες




Tο ζήτημα του πιετισμού είναι ένα θέμα που απασχόλησε, ενέπνευσε και βασάνισε χιλιάδες, εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους ιδίως στις βορειοδυτικότερες περιοχές της ευρωπαϊκής ηπείρου. Κι ενώ το κίνημα του πιετισμού, ένα κίνημα απολυτοποίησης της θρησκευτικής, κατά κύριο λόγο συναισθηματικής ευσέβειας, ξεκίνησε ως κίνημα αντίδρασης στην παγερή νομικιστική ηθική, στην πράξη υποτάχθηκε σε αυτή.

Και καθώς η ευσέβεια ξεχειλίζει από συναισθηματισμό, ο νόμος από παγωμάρα, κατά παράδοξο και ανορθόδοξο τρόπο συνδέονται εντέλει τα δύο σε πολλές εκδοχές του πιετισμού, παράγοντας τον πάγο που καίει σαν φωτιά.

Βλέποντας τις προάλλες ένα ντοκυμαντέρ για τον Έντβαρντ Μουνκ στο κανάλι της Βουλής, και με αφορμή αυτή την προβολή, ήρθα ξανά σε επαφή με το ζήτημα του πιετισμού, και την έκταση στην οποία στοίχειωσε συνειδήσεις. Στη βίαιη και ανελαστική προσπάθεια να τις διαμορφώσει, στέρησε από τους ανθρώπους την ανθρωπιά τους, τη δυνατότητα ανακάλυψης και συμφιλίωσης με τον εαυτό τους, το δρόμο μιας υπαρξιακής προσέγγισης της αλήθειας.

Φαινόμενο εισαγόμενο στη χώρα μας κυρίως μέσω των θρησκευτικών Οργανώσεων, λίγο μόλις λάσπωσε κάποιες μικροαστικές ιδίως γειτονιές στα μέρη τα δικά μας, με τα αποφόρια του, τις δευτερογενείς αντανακλάσεις του.

Εντούτοις, όσοι μεγάλωσαν σε τέτοιο περιβάλλον, ευσεβιστικό και συνήθως μαζί και ηθικιστικό, ακόμα βασανίζονται από έλλειψη αποδοχής προς τον εαυτό τους και προς τους άλλους, προς το σώμα τους ή το σώμα των άλλων.

Παρά τις πολλές μεταγενέστερες έλλογες επεξεργασίες τους, Θεός και σεξουαλικότητα είναι θέματα αντιτιθέμενα, αλληλοαποκλειόμενα, εχθρικά. Αν χαίρεσαι το ένα δεν μπορείς να χαρείς το άλλο και τ' ανάπαλιν.

Άνθρωποι που γνώρισαν την πίστη σε ένα λαϊκό περιβάλλον γύρω τους, ανάμεσα στις φυσικές ομορφιές και τις αυθόρμητες κοινωνικές λειτουργίες της ελληνικής επαρχίας, ή και κάποιων λαϊκότερων, ιδίως εργατικών κοινωνικών στρωμάτων στις πόλεις, σπάνια βασανίζονται από τέτοιο βαθύτατο εσωτερικό διχασμό. Πιστεύοντας λιγότερο, καθόλου ή περισσότερο, νιώθουν πάντως αυτή την αρμονία και ενότητα μεταξύ ήθους και σώματος, χαράς και πνεύματος που σαν καμπύλη γραμμή αγκαλιάζει την Ορθοδοξία, ενότητα η οποία έχει περάσει στο είναι τους, τη σκέψη τους, τα αισθήματά τους, από τα μικράτα τους σαν βιωματική παράσταση.

Άλλοι, σε αστικά, μικροαστικά, περιβάλλοντα μιας εισαγόμενης, άτεγκτης θρησκευτικότητας, πιετιστικού και κυρίως νομικιστικού και ελιτίστικου τύπου, βασανίζονται, καθώς δυσκολεύονται πάρα πολύ να φιλιώσουν τα μέσα τους κομμάτια.

Ενώ ίσως δεν αποδέχονται πια την ανάγκη επιδόσεων σε έναν ηθικοπνευματικό στίβο, παραταύτα δεν μπορούν να ξεπεράσουν τον ελιτισμό τους. Αυτός συχνά μεταλλάσσεται σε νέες μορφές, αλλά διατηρεί τα χαρακτηριστικά της υπεροψίας, της αισθήματος υπεροχής. Καμιά φορά αποκτά μια ψευδαίσθηση πρωτοπορίας, που σπάνια μένει ασυνόδευτη από διάθεση χειραγώγησης του πλήθους. Άλλοτε εκδηλώνεται ως καθαρός σαρκασμός προς τους άλλους, ιδίως τους θρησκευόμενους ή τον Θεό. Αρνούμενοι τον Θεό νομίζουν κάποιοι μεταλλαγμένοι πιετιστές ότι καταφάσκουν την χαρμόσυνη πλευρά της ζωής και αποτάσσονται το ειδεχθές και πνιγηρό θρησκευτικό περιβάλλον όπου μεγάλωσαν.

Κι όμως, επιλέγοντας ανάμεσα στο μίσος για τη σάρκα και το μίσος για τον Θεό, δεν κάνουν άλλο παρά να επιβεβαιώνουν έναν μανιχαϊστικό διχασμό, που φέρνει έναν ατέλειωτο πόλεμο, μια αυνανιστικού τύπου αυτοθέωση, η οποία προσφέρει ακριβώς όσα μπορεί να προσφέρει ερωτικά ο αυνανισμός: την ταυτόχρονη πλησμονή ομού και στέρηση, μεταφορικά όπως και κυριολεκτικά. Συχνά, το τοπίο συνοδεύεται από μια σχετικά αγωνιώδη ερωτική ζωή του υποκειμένου, γεμάτη κόμπους και ποικίλα ανικανοποίητα.

Ίσως, το πραγματικό ξεπέρασμα μιας πιετιστικής ανατροφής, να είναι απλώς ο έρωτας, που είναι περιεκτική κατάφαση της ζωής. Κι αυτός ο έρωτας, ας είναι μανικός.

--------------------


[Το σχόλιο αυτό γράφτηκε εδώ και λίγο καιρό και δημοσιεύεται τώρα, και ως υστερόγραφο ενός ερωτικού αφιερώματος, αλλά και γιατί αισθάνομαι την ανάγκη να σκύψουμε μέσα μας και όχι να γίνουμε βορρά στην οχληρή επικαιρότητα. Αν παρ' ελπίδα το σχόλιό μου βρει στόχο που δεν στόχευα, και τυχόν νιώσει κάποιος μια ψυχρή ανατριχίλα, ας πούμε ότι αγαπούμε και το γυμνό και το διάφανο, ως βασικά στοιχεία μιας ερωτικής ματιάς στα πράγματα.]

Το έργο του Μουνκ επιγράφεται "Στάχτες", 1894. Όσλο.

27 Σεπ 2013

Πρώτος Έρωτας


 
Με τον αδερφό μου τον Αντώνη, σε ηλικία 10 και 8 αντίστοιχα.


Η σχέση μου με τ’ αγόρια ήταν πάντα, όσο θυμάμαι, θερμή. Μου άρεσαν τα παιχνίδια τους, ενώ αντίθετα βαριόμουν θανάσιμα τα παιχνίδια των κοριτσιών. Από νήπιο έπαιζα διαρκώς με αγόρια, και δεν γνωρίζω αν η συγκυρία διαμόρφωσε τα γούστα μου ή τα γούστα μου καλλιέργησαν τη συγκυρία. Γεγονός είναι ότι εκεί που παραθερίζαμε σε ένα σπιτάκι της γιαγιάς, στη Σαλαμίνα, ο πολύ κοινωνικότερος από εμένα αδερφός μου και κατά δύο χρόνια μικρότερος έπιανε εύκολα και απροβλημάτιστα παρέες και φιλίες, κι εγώ –πάντα μοναχικός τύπος– έμπαινα στο παιχνίδι αργότερα κι αφού είχα καλά ελέγξει το πεδίο. Δεν θέλει και πολλή κουβέντα βέβαια, στις μικρές ηλικίες, με εμένα δυο χρόνια μεγαλύτερη από τα άλλα πιτσιρίκια... Καταλάμβανα φυσιολογικά, αβίαστα και παντελώς άκοπα, δίχως να το επιδιώξω καν, την ηγεμονική θέση του αρχηγού. Με την τρομερή μου φαντασία και ένα χαρακτήρα αεικίνητο πήγαινα τα παιχνίδια μας πολλά επίπεδα παραπέρα. Εξερευνητικές και στρατιωτικές επιχειρήσεις έδιναν κι έπαιρναν, και καθώς μεγαλώναμε κυριαρχούσαμε σε όλο και μεγαλύτερη γεωγραφική επικράτεια.

Όταν πήγα νηπιαγωγείο, οι σχέσεις μου με τα αγόρια διήλθαν από μια μείζονα κρίση, την υφή της οποίας δεν μπορούσα να κατανοήσω πλήρως. Ευτυχώς όμως, την κατανόησε για μένα η μαμά μου, και αντέδρασε κόβοντας το Γόρδιο δεσμό: με έστειλε σε σχολείο θηλέων. Γιατί σε κάθε διάλειμμα βαριόμουν αφόρητα τα κορίτσια, που είχαν μαζί τις κούκλες τους κι έπαιζαν τις κουμπάρες, και ήθελα να παίξω με τους συμμαθητές μου σε αθλήματα και άλλα ηρωικά παιχνίδια. Οι συμμαθητές μου δεν ήθελαν, γιατί ήμουν κορίτσι, και με κορόιδευαν όπως μόνο τα νηπιαγωγάκια μπορούν να κοροϊδέψουν, με αποτέλεσμα να γυρίζω σπίτι κλαμένη, συχνά πυκνά και δαρμένη. Έτσι, μετά από εβδομάδες πρωινών εμετών και τελικώς αλλαγή σχολικού περιβάλλοντος, άρχιζα να γνωρίζομαι με τον κόσμο των κοριτσιών και τα πιο ήσυχα παιχνίδια τους... Προσαρμόστηκα ώς ένα σημείο, χωρίς ποτέ όμως να νιώσω πληρότητα, άνεση, βαθιά ικανοποίηση.

Κύλησαν τα χρόνια. Το σπιτάκι στη Σαλαμίνα πουλήθηκε και λόγω και των καρδιολογικών προβλημάτων του πατέρα μου αγοράστηκε ένα άλλο πιο κοντά, στο Μάτι Αττικής. [Ούτε αυτό υπάρχει πια...]. Εκεί, τα καλοκαίρια πέρασα όλη τη μετάβαση από την παιδική στην εφηβική ηλικία. Τα πρώτα καλοκαίρια, θυμάμαι, διάβαζα ολημερίς και ασχολιόμουν με το μπάνιο και το ψάρεμα, ενώ τα βράδια παίζαμε στους δρόμους και τις αλάνες. Χανόμασταν σε ημιτελείς οικοδομές, χτίζαμε σπίτια πάνω από μέτρο αψηλά με το υπάρχον οικοδομικό υλικό, παίζαμε πετροπόλεμο ή μπάλα. Ο πετροπόλεμος σταμάτησε απότομα και οριστικά, όταν μια εύστοχη δική μου πέτρα παραλίγο να σκοτώσει τον καλύτερό μου φίλο. Όμως, δεν ήταν αυτός ο πρώτος μου έρωτας.

Εκεί στο Μάτι Αττικής διαταράχθηκαν και πάλι οι σχέσεις μου με τα κορίτσια. Ο λόγος ήταν ο σνομπισμός πολλών κοριτσιών, και ιδίως δύο συγκεκριμένων που έδιναν και τον τόνο της αβάσταχτης ρηχότητας στην παρέα. Οι συγκεκριμένες, κενόδοξες και επιπόλαιες όσο δεν παίρνει, ανήκαν σε οικογένεια που είχε μπουτίκ. Κάθε μέρα έρχονταν με νέες εξεζητημένες εμφανίσεις στην παραλιακή και μιλούσαν για ρούχα, σινεμά και αγόρια, με τρόπο που δεν μου άρεσε καθόλου. Πίστεψα ότι η ματαιοδοξία και η βλακεία είναι το χαρακτηριστικό του φύλου μου, και αρνήθηκα να μεγαλώσω.

Το παιδικό μου σύμπαν ήταν γεμάτο ομορφιά, ο κόσμος των ενηλίκων ήταν ένας κόσμος αποτρόπαιος. Οι οικοδομικές εργασίες στο σπίτι αυτό το εξοχικό, με τα λίγα μέσα και την εργασία που έβαζαν τα δικά μας χέρια, και η τρομερή οικονομική στενότητα που τις συνόδευσε, περιόρισαν τις εξόδους. Αυτό όμως δεν με ενόχλησε ιδιαίτερα. Αντίθετα, συνέπεσε με τις εσώτατες επιλογές μου να μην ξανακάνω παρέα με «τις ηλίθιες». Βοηθώντας λοιπόν στο χτίσιμο του σπιτιού, απέκτησα πολύτιμη πείρα στα κατασκευαστικά όλων των ειδών και συνάμα άρχισα να μελετώ ό,τι μπορούσα γύρω από την αρχιτεκτονική αλλά και τις παραδοσιακές τέχνες γενικά. Τα απογεύματα πήγαινα στο γηπεδάκι που ήταν απέναντι από το σπίτι και έπαιζα λυσσωδώς ποδόσφαιρο με τα αγόρια. Ήμουν πολύ γυμνασμένη, αθλήτρια και δη πρωταθλήτρια ενοργάνου γυμναστικής, και όντως πολύ καλή. Το κάπως αργό μου τρέξιμο δεν μου επέτρεπε να διακριθώ στην επίθεση, έπαιζα όμως πολύ καλή άμυνα. Αλλά εκεί που πραγματικά αναγνωρίστηκε η υπεροχή μου ήταν στη θέση του τερματοφύλακα. Σε ένα γηπεδάκι μια σταλιά, με σκορ που συχνά έπιανε τα 20-25 γκολ (!), δεν άφηνα τη μπάλα να καρφωθεί στα δίχτυα, με όλο το κόστος. Κι επειδή ως κορίτσι έπρεπε να αποδειχτώ ισάξια, πολύ γρήγορα έγινα και καλύτερη. Το καλύτερο τέρμα της περιοχής. Τα αγόρια με λάτρευαν σαν να ήμουν ένας από αυτούς. Και αν κάποιο καινούργιο αγόρι ερχόταν στο γηπεδάκι, συνήθως με περνούσε για έναν από αυτούς, παρά το στήθος μου που είχε ήδη μεγαλώσει, που με πονούσε μεγαλώνοντας και για το οποίο ντρεπόμουν φοβερά (ιδίως γιατί και οι αθλήτριες ενοργάνου ήταν όλες πλάκα – όχι όμως εγώ), αλλά το οποίο σε καμία περίπτωση δεν μπορούσε να κρυφτεί πια κάτω από το καλοκαιρινό μπλουζάκι.

***

Δεν θυμάμαι αν ήταν στο γηπεδάκι ή στην παραλία που γνωρίστηκα με τον Χ. Είχα τελειώσει την Α΄ Γυμνασίου, κι εκείνος την Α΄ Λυκείου. Εγώ είχα αρχίσει να συμφιλιώνομαι με το μεγάλωμά μου, κι εκείνος ήταν ήδη ένα μεγάλο και δεμένο αγόρι, σχεδόν άντρας, πολύ ευγενής και πολύ σοβαρός. Αναμφίβολα ήξερε να μιλήσει και δεν βρισκόταν σε προγλωσσική φάση, όπως πολλοί φίλοι μου, ήταν όμως λιγόλογος. Την περίοδο εκείνη, όσα λιγότερα έλεγε ένας άντρας, τόσο βαρύτερος και σοβαρότερος μου φαινόταν, μύθος που καταρρίφθηκε πολύ αργότερα. Αυτό λοιπόν το ψηλό, δεμένο αγόρι, άντρας στα μάτια μου, ξύπνησε μέσα μου αισθήματα πρωτόγνωρα.

Ξαφνικά, ο κόσμος μου όλος άρχισε να οργανώνεται γύρω από αυτό το πρόσωπο. Αλλά μη φανταστεί κανείς ότι θα αφηγηθώ μια ιστορία με μεγάλη εξέλιξη. Ήταν μάλλον απλώς μια περίοδος όπου μέσα μου έπαιζαν ντραμς η καρδιά μου, τα σπλάχνα μου, οι αισθήσεις μου. Μικρές συνήθειες της καθημερινότητας άλλαζαν ανεπαίσθητα. Άρχισα να πηγαίνω για μπάνιο μια ώρα νωρίτερα, γιατί πήγαινε αυτός την ώρα εκείνη. Έκανα πρώτα έναν περίπατο στα μικρά λιμανάκια και τα βράχια της όχι ιδιαίτερα πολυσύχναστης παραλίας του Ματιού, κι αφού εντόπιζα πού βρίσκεται, και όχι δίχως κάποιο έξυπνο πρόσχημα συνέπιπτε να πάω κι εγώ εκεί. Άλλαξα τη διαδρομή επιστροφής μου στο σπίτι από την παραλία για να περνώ μπροστά από το δικό του. Σ’ αυτό με βοήθησε και η παρουσία και άλλων φιλικών σπιτιών στον ίδιο δρόμο, όπως και η ύπαρξη της αδερφής του, με την οποία γίναμε και όντως μείναμε φίλες. Έτσι, έριχνα στάχτη στα μάτια μιας μαμάς που είχε απολύτως τον έλεγχο των πραγμάτων, ώστε ακόμα και η σκέψη για «γκομενιλίκια», πόσο μάλλον και η λέξη, ούτε συζήτηση δε για την πράξη, ήταν λόγος να θανατωθώ (όπως νόμιζα). Μάλλον δεν έριχνα μόνο εγώ στάχτη στα μάτια της μάνας μου, αλλά κι εκείνη στα δικά μου.

Όμως, και αυτό έβγαινε από μέσα μου, ήταν και σ’ εμένα προσωπικά ακατανόητο το παιχνίδι αυτών των ηλικιών, το «τα φτιάχνω, τα χαλάω», και δεν πέρασε πολύ καιρός που διαπιστώθηκε στην ομήγυρη ότι δεν τα έφτιαχνα με κανέναν. Έτσι, μάλλον έγινα η δύσκολη γκόμενα (τρομάρα μου) και κατ’ επέκταση το πολυπόθητο τρόπαιο των αγοριών. Γιατί και λόγω της αθυροστομίας μου και του μάγκικου ύφους μου τους ξεγελούσα όλους ως προς την πείρα μου(!). Ειδικά όταν απέρριψα τις προτάσεις ενός πανύβλακα «γαμιά της γειτονιάς» –που περνιόταν όμως για μέγας γόης, αφού οι αθροιστικές επιδόσεις του πρέπει να προσέγγιζαν περίπου το σύνολο του κοριτσίστικου πληθυσμού, συνοδευόμενες από περιπαθείς όρκους, δραματικές προδοσίες, σπαραγμούς και κλάματα–, ανέβηκα στην Α΄ Εθνική των περίζηλων νεανίδων, κι ας μην ντυνόμουνα παρά με τζιν σορτσάκι και μακό μπλουζάκι, και ας μην μιλούσα για μόδα, γκλαμουριά και σινεμά... Το έπιασα γρήγορα το νόημα, και στήριξα με επιτυχία μια νέα στρατηγική στη βάση αυτού του παιχνιδιού, βρίσκοντας έναν νέο τρόπο να υπάρχω, χωρίς να ενοχλώ, αλλά ούτε και να με ενοχλούν. Μάλλον και πάλι ενέπνεα μια απόσταση.

Ο Χ. δεν έμαθε ποτέ από μένα τα αισθήματά μου. Δεν ξέρω αν τα μάντεψε ποτέ. Από κάποια στιγμή και έπειτα, πρέπει να τα πληροφορήθηκε από την αδερφή του. Ποτέ όμως δεν έκανε κάποια κίνηση προς το μέρος μου, να θελήσει δηλαδή κάτι άλλο από τη φιλική μας σχέση. Είναι πιθανόν εξάλλου να με θεωρούσε πολύ μικρή. Όμως μέσα μου, το πρόσωπό του, το κορμί του, το βλέμμα του, ξεπρόβαλλε εκεί που δεν υπήρχε, ήταν εικόνα του μυαλού μου που αναπαραγόταν παντού. Και καθώς αναπαραγόταν, επιταχυνόταν αισθητά ο ήχος της καρδιάς, γλύκαιναν τα πάντα, και όλος ο κόσμος ήταν μοναδικά όμορφος. Όταν πάλι έλλειπε για μεγαλύτερο διάστημα, ή όταν η συνάντησή μας στην παρέα δεν είχε εκείνο το κάτι από ιδιαιτερότητα, μυστική ματιά, συνθηματικότητα, το κάτι παραπάνω από μια εντελώς τετριμμένη κουβέντα, με κύκλωνε ένα άγος επίσης πρωτόγνωρο.

Η σωματική μας επαφή ήταν απλώς επαφή παιχνιδιού. Λιγάκι μόλις παραπάνω επιδιωκόμενη από το σύνηθες. Ειδικά στην παραλία. Και συνίστατο απλώς σε κυνηγητό μέσα στη θάλασσα και πατητή όταν έπιανε ο ένας τον άλλο. Δεν παίζαμε βέβαια μόνοι μας αυτό το παιχνίδι. Όλη η παρέα το έπαιζε. Αλλά καμιά φορά, όλως τυχαίως, εξέβαλλε σε μονομαχία. Κολυμπούσα πάρα πολύ γρήγορα και δεν μπορούσε να με πιάσει. Αν όμως τύχαινε και με έπιανε, ποιος γλίτωνε από τα χέρια του. Έπαιρνα βαθιά ανάσα και δεχόμουν την γλυκόπικρη τιμωρία μου. Εγώ πάλι τον έφτανα στο κολύμπι, σχεδόν πάντα. Αλλά δεν μπορούσα να τον βυθίσω στην πατητή, εκτός κι αν χάζευε. Αν όμως δεν χάζευε, η πάλη με σκοπό την πατητή ήταν από τα μέγιστα της σωματικής μας επαφής. Ακόμα χαμογελώ, καθώς το γράφω.

Η κορύφωση όμως της σωματικότητας στη σχέση μας επιτεύχθηκε στο γηπεδάκι του ποδοσφαίρου. Έπαιζα άμυνα τη μέρα εκείνη. Δεν ξέρω πια γιατί. Ίσως γιατί είχε έρθει κάποιος μαμούχαλος που δεν έπαιρνε τα πόδια του, και αναγκαστικά του δώσαμε θέση τερματοφύλακα. Ίσως όμως, όπως υποψιάζομαι, να το επεδίωξα μόνη μου, για να έχω μεγαλύτερο πεδίο επαφής με τον Χ. στο παιχνίδι. Εγώ άμυνα, αυτός επίθεση, η μπάλα θα περνούσε πάνω από το πτώμα μου. Αφού έκοψα έτσι δυο τρεις επιθέσεις στο γηπεδάκι, ο Χ. θύμωσε και αποφάσισε να μου δώσει ένα μάθημα. Αντί λοιπόν να προσπαθήσει να με τριπλάρει, σταματάει απότομα ένα μέτρο μπροστά μου και σουτάρει ένα βολέ με όλη του τη φόρα. Το βολέ με πήρε κατακέφαλα, και σχεδόν σωριάστηκα κάτω. Μα εκεί που χανόταν ο κόσμος, που το σύμπαν γύριζε, κι εγώ κρατούσα το κεφάλι μου, ένα γλυκύτατο και δυνατό κορμί με αγκάλιασε σφιχτά για αρκετά δευτερόλεπτα και απέφυγα να σωριαστώ στο χώμα. Μια φωνή, γεμάτη έγνοια, και ίσως και κάποιες τύψεις και ενοχές, με ρωτούσε αν είμαι καλά. Αφέθηκα, για κλάσματα του δευτερολέπτου, ίσα για να κρύψω το μέσα μου χαμόγελο που ξεχείλιζε απείθαρχο, ορμητικό και ανάμεικτο με το μέσα μου κλάμα. «Καλά είμαι, παίζουμε», είπα ξεκολλώντας, πιο πονεμένη και πιο ευτυχισμένη από ποτέ.

***

Αυτό το αίσθημα κράτησε δυο χρόνια. Πάντα ήμασταν ευγενικά και πάντα μια χαρά ο ένας με τον άλλον. Έφυγε όπως ήρθε, ανεπαίσθητα και αθόρυβα. Έμεινε όμως κάτι, που φαντάζει ως τέλος εξωλογοτεχνικό, αλλά αφού συνδέεται με τούτη την ιστορία θα το πω ως υστερόγραφο.

Γνωριζόμασταν οικογενειακά με έναν ιερομόναχο, πού λίγοι τον γνώριζαν τότε, σήμερα όμως τον αναγνωρίζουν οι πάντες. Τον γέροντα Πορφύριο. Τον είχα συναντήσει πρώτη φορά όταν πήγαινα στο δημοτικό. Από τότε τον συνάντησα και άλλες πολλές φορές. Η πρώτη όμως φορά που είχα την ευκαιρία να συνομιλήσω προσωπικά μαζί του ήταν περίπου σε αυτή την ηλικία του πρώτου μου έρωτα. Ακόμα στοιχειωμένη από τα σκοτάδια και τους φόβους του περάσματος στην εφηβεία και την ενηλικίωση, τον ρώτησα: «Πώς διώχνει κανείς από μέσα του τις κακές σκέψεις;» «Πώς διώχνεις το σκοτάδι;» με αντιρώτησε. Λίγο έξυσα το κεφάλι μου, και πιάνοντας το νόημα, απάντησα: «Ανάβω ένα φως, ανοίγω ένα παράθυρο». «Μπράβο», μου είπε. «Το φως είναι ο Χριστός. Τον αγαπάς τον Χριστό;» Ένευσα ναι, με παιδική προθυμία αλλά και με κάποιο δισταγμό. «Να αγαπάς τον Χριστό σαν ερωτευμένη», μου είπε και συνέχισε: «Ξέρεις τι θα πει ερωτευμένη;» με ρώτησε. «Ναι», ένευσα καταφατικά, γεμάτη έξαψη και ενθουσιασμό, με ένα αίσθημα απόλυτου ελέγχου σε αυτό το πεδίο, απόλυτης ειδικότητας. Όσο κι αν ήμουν σεμνό παιδάκι, ένιωθα ότι αυτό είναι το κατεξοχήν θέμα μου, από που με απασχολεί από το πρωί ώς το βράδυ, που με συνέχει στα τρίσβαθα του είναι μου. Ο έρωτας με πλημμύρισε ξανά σε εκείνο το καμαράκι, στο καλύβι ακόμα, όπου χιλιάδες άνθρωποι απέθεταν τους πόνους τους, τις έγνοιες τους, τις χαρές τους. «Μπράβο», μου είπε ξανά και ζεστά.

Ο νους μου φωτίστηκε. Όχι μόνο για την κατάφαση του έρωτα, όχι μόνο για την κατάφαση του δικού μου έρωτα, αλλά και γιατί άξαφνα κατάλαβα μονομιάς τι έπρεπε να κάνω. Απέκτησα σχέδιο ζωής.

Στους ρυθμούς αυτού του τελευταίου έρωτα ζω ακόμη, έχοντας περάσει από όλα του τα στάδια, τον ενθουσιασμό, την αμφιβολία, το πάθος, την απομάκρυνση, την απογοήτευση, το γαλήνεμα, τις ψυχρότερες και θερμότερές του όψεις. Και επιμένω, καθώς όσο δύσκολοι και να αποδεικνύονται οι έρωτες, συνιστούν το μεδούλι της ζωής, την κατεξοχήν ομορφιά, θεϊκή ομορφιά.

Έτσι, αυτός ο παιδικός έρωτας με χάραξε στη ζωή μου ανεξίτηλα. Όταν μετά, κάποια χρόνια αργότερα, ήρθε ο επόμενος, ένας έρωτας που αποδείχτηκε σφοδρός, ήμουν πραγματικά έτοιμη.

***

Α, ρε Τσακμάκ, τι με έβαλες να λέω... Αναπτηράκι μάς άναψες φωτιά, πυρκαγιά. Νά ’σαι καλά, κι εσύ και όλη η παρέα.

----------------------------------------------

Το κείμενο αυτό είναι συμμετοχή σε διιστολογικό αφιέρωμα με θέμα τον Πρώτο Έρωτα.
Μέχρι το απόγευμα θα αναρτηθούν όλες οι συμμετοχές. 



Κυνοκέφαλοι: Ο Ταρζάν κι η αβωνιάρα

A mother'sdiary: Οι πρώτες αγάπες

Η ποδηλάτισσα: Πρώτη αγάπη

Kidscloud: Η πρώτη αγάπη αλλά και η πρώτη απογοήτευση

Το καραντί: Αγάπη

Rubies and Clouds(RubinakiM): Έρωτες

Rubies and Clouds(Nefosis): Σ' αγαπώ μα δεν το κχέρεις

Βιβλιοθηκάριος: Η κα Τζίνα: η πρώτη αγάπη

Redkangaroo: Πρώτη αγάπη: Ραβασάκι και σκαμπίλι

Σταυρούλα: Πρώτο Σκίρτημα

KosPandi: Δυο αγάπες κι ένα ταξίδι στο μέλλον

Τσαλαπετεινός: Αχ! Ελισσάκι

Ev Zin: Η Τριανταφυλλένη

Old Boy: Το μαντηλάκι

23 Σεπ 2013

Ὀσμίζομαι τὴν ἀντάρα ποὺ ἔρχεται


 ΕΥΗ ΒΟΥΛΓΑΡΑΚΗ-ΠΙΣΙΝΑ, Τοπίο τῆς Ψυχῆς μου 
Αὔγουστος-Σεπτέμβριος 2013. Ἀκρυλικὸ σὲ καμβᾶ. Διαστάσεις 20 x 20 ἑκ.



Ἀπώλειες ὑπέρτερες πολέμου
Μὲ θάλαμο ἀερίων μοιάζει ἡ χώρα
Ποὺ νευροπαραλύουν ὅσους δὲν νεκρώνουν

            Τὰ φύλλα τῆς γαρδένιας μοσχοβολοῦν μεθυστικά

Ποὺ τὸ νοῦ θολώνουν τῶν καλόπιστων
Ποὺ πεδικλώνουν στὰ δεσμὰ τῆς ἐξυπνάδας τους τοὺς ξύπνιους
Μοναχικὸς ὁ ἀσκητὴς μὲς στὸ θολάμι του
Χαράζει μὲ τὰ νύχια του στὸ βράχο τὰ σημάδια

            Σμίγοντας μὲ τὸ γιασεμὶ

Ὀσμίζομαι τὴν ἀντάρα ποὺ ἔρχεται
Ὀσμίζομαι τὸ ἄσπρο σου ἄρωμα
Ὀρθώνομαι καὶ φλέγομαι στὸ φῶς τὸ ἐωθινό

            Σὲ πάλλευκο φιλί

Καθὼς χορεύουν ἀνεπαίσθητες οἱ σκόνες στὸ στερέωμα
Καθὼς βροχὴ χαϊδεύει τὶς πλάτες τῶν παιδιῶν
Στὴν ἅπλα τῆς ἀλάνας 
Τὸ μπάσο μοῦ κρατᾶ ὁ ἦχος τῆς καρδιᾶς

.  

20 Σεπ 2013

Όταν είσαι δάσκαλος



Δυο λόγια για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση



Η φωτογραφία είναι του Π. Σοφού


Όταν είσαι δάσκαλος, έχεις ευθύνη μπροστά στα μάτια των παιδιών. Θα σταθείς απέναντί τους και θα τα κοιτάξεις στα μάτια. Ψέματα δεν μπορείς να τους πεις. Και αυτό είναι το μέγιστο καθήκον του δασκάλου, πολύ υψηλότερο από κάθε έννοια υπαλληλικού καθήκοντος.

Σήμερα όσο ποτέ, τα δυο αυτά καθήκοντα έρχονται σε σύγκρουση. Γιατί σήμερα, με τρόπο πρωτόγνωρο, κατεδαφίζεται η δημόσια εκπαίδευση, κατεδαφίζεται συνειδητά η ίδια η ζωή των παιδιών.

Είναι φανερό ότι η φτώχεια και η εξαθλίωση του γενικού πληθυσμού, για την ακρίβεια η απότομη και στοχευμένη φτωχοποίηση, που επιβάλλουν οι μνημονιακές υποχρεώσεις και οι κυβερνητικές επιλογές, δεν συνάδει με τη δημοκρατία και φυσικά δεν συνάδει με την παιδεία.

Διότι παιδεία σημαίνει ελευθερία. Παιδεία σημαίνει όχι μόνο εγγραμματισμό αλλά και την ικανότητα του υποκειμένου να στοχάζεται, να συλλογιέται ελεύθερα και καλά, και συνεπώς να αναστοχάζεται κριτικά απέναντι και στον ίδιο τον εαυτό του. Αυτή είναι η διαφορά της παιδείας, ανθρωπιστικώς νοουμένης, από την τεχνική ή όποια άλλη μορφή εκπαίδευσης, που αρκείται στη μίμηση, κατανόηση και κατάκτηση δεξιοτήτων.

Θέλουμε όμως να συλλογιέται ελεύθερα και καλά η νέα γενιά, ή μήπως εκπαιδεύουμε σκλάβους; Και αν ισχύει το δεύτερο, μήπως είναι ελάχιστος ο αριθμός των σκλάβων με υψηλή μόρφωση που μπορούμε να αφομοιώσουμε με βάση τον διεθνή καταμερισμό εργασίας μας, ενώ οι πλεονάζοντες, όσο περισσότερο μορφωμένοι, είναι απλώς βαρίδια και οιονεί εμπρηστικά φιτίλια στα θεμέλια της κοινωνικής ευταξίας;

Εδώ και δεκαετίες, οι κατευθύνσεις του ευρωπαϊκού σχεδιασμού για την Παιδεία μειώνουν τις χρηματοδοτήσεις για ανθρωπιστικές σπουδές, συνδέουν στενότερα την εκπαίδευση με την παραγωγή, ενώ παράλληλα καλούν τον ιδιωτικό τομέα να συνεισφέρει στην Εκπαίδευση με επιλεκτικές χορηγίες, ή εισάγουν τον θεσμό της «μαθητείας» αντί της επιμόρφωσης, κ.ο.κ.

Μεγάλο μέρος αυτών των τάσεων εισήχθη ήδη στο νόμο για τα ΑΕΙ, δείχνοντας ένα μεταρρυθμιστικό δρόμο που αντί να διορθώνει τα όντως πολλά κακώς κείμενα του δημοσίου Πανεπιστημίου, το απαξιώνει περισσότερο, ενώ κλείνει το μάτι –παρακάμπτοντας και τη συνταγματική απαγόρευση– στην ιδιωτική τριτοβάθμια εκπαίδευση.

Μετά την τριτοβάθμια, σήμερα, εν μέσω μνημονιακής τρικυμίας, εν μέσω στρατιωτικού νόμου (γιατί τι άλλο είναι οι πολιτικές επιστρατεύσεις στην εκπαίδευση;), ξηλώνεται ο εκπαιδευτικός ιστός σε όλες τις βαθμίδες.

Εγκαταλείπονται οι υποδομές προσχολικής αγωγής, ενώ παράλληλα επιδοτούνται μέσω ΕΣΠΑ θέσεις σε ιδιωτικούς σταθμούς.

Κλείνουν και συγχωνεύονται πολλά δημοτικά σχολεία, ακόμα και αν το κόστος μετακίνησης μαθητών είναι ισόποσο ή και μεγαλύτερο από την ίδια τη λειτουργία του σχολείου. Σε σχολεία της επαρχίας τα κενά είναι πάρα πολλά και φυσικά πλήθος μαθημάτων, των λεγόμενων «βοηθητικών», δεν διδάσκονται καθόλου.

Καταργήθηκαν τα ΕΠΑΣ και συρρικνώθηκαν τα ΕΠΑΛ, διατηρώντας μόνο τις σύνθετες εκείνες ειδικότητες που έχουν υψηλότατες απαιτήσεις σε εργαστήρια και εξοπλισμό, στις οποίες δεν είναι εύκολο για έναν ιδιώτη πάροχο εκπαίδευσης να ανταποκριθεί. Στην πραγματικότητα, μαζί με τους χιλιάδες απολυμένους καθηγητές εξοβελίστηκαν από τα σχολεία και χιλιάδες παιδιά, που θα πρέπει να συνεχίσουν τις σπουδές τους σε ιδιωτικά εκπαιδευτήρια ή αν δεν έχουν τέτοια δυνατότητα να τις εγκαταλείψουν.

Η ενέργεια αυτή είναι ένα χτύπημα κάτω από τη μέση στις φτωχιές και αδύναμες οικογένειες που κατά πλειοψηφία έχουν ανάγκη τις δημόσιες υποδομές, και πλήττει ιδίως τα κορίτσια. Είναι ακραίος κοινωνικός ρατσισμός, περίτεχνα συγκεκαλυμμένος κάτω από ευκλεή συνθήματα.

Ας περάσουμε όμως και στο Γενικό Λύκειο. Οι μαθητές θα συνωστίζονται όλο και περισσότερο σε πολυπληθή τμήματα. Σχολεία κλείνουν, ενώ και σε σχολεία που παραμένουν ανοιχτά παύουν να λειτουργούν όλες οι κατευθύνσεις.

Με τη δίωρη αύξηση του διδακτικού ωραρίου των καθηγητών, παράλληλα και με το κλείσιμο σχολικών μονάδων είναι ακόμα άγνωστο πόσοι δάσκαλοι «πλεονάζουν». Πόσοι θα τεθούν σε διαθεσιμότητα, πόσοι θα παραμείνουν και με τι εργασιακές συνθήκες. Όταν οι πολίτες καταθέτουν μαζικά τις πινακίδες των αυτοκινήτων τους, με διαλυμένες δημόσιες συγκοινωνίες, μπορεί οι καθηγητές να τρέχουν ολημερίς σε 3 και πλέον σχολεία για να διδάσκουν;

Αντί η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση να σχεδιαστεί με γνώμονα την αναβάθμιση του επιπέδου της Παιδείας, όλο το Λύκειο μεταβάλλεται σε ένα απέραντο εξεταστήριο. Αντί να αποσυνδεθεί η διαδικασία εισαγωγής των μαθητών στα ΑΕΙ από τη δευτεροβάθμια, πάγιο αίτημα των περισσότερων φορέων που ασχολούνται με την εκπαίδευση, οι Πανελλαδικές εξετάσεις κατεβαίνουν ήδη στην Α’ Λυκείου.

Αυτό δεν σημαίνει καμία αναβάθμιση, σημαίνει πλήρη υποβάθμιση του Λυκείου, αύξηση της παραπαιδείας και της διαπλοκής. Σημαίνει, εξάλλου, απώλεια της χαράς της μάθησης, σχολεία εξεταστήρια, κατεστραμμένα εφηβικά χρόνια, αλλοτρίωση στο αίσχιστο σημείο, την οποία ήδη βιώνουν και μόλις και μετά βίας αντέχουν μαθητές και δάσκαλοι, συμβιβαζόμενοι ενάντια στη συνείδησή τους στη Γ΄ Λυκείου.

Κανένας εξεταστικός πειθαναγκασμός δεν είναι σε θέση να υποκαταστήσει τη διδαχή και την αγάπη για τη μάθηση, την καλλιέργεια της σκέψης, την ενθάρρυνση της φυσικής ροπής του ανθρώπου για εξέλιξη και προκοπή, τη χαρά στα χρόνια μετάβασης από την ανεμελιά της παιδικής ηλικίας στην ευθύνη της ενήλικης ζωής.

Ο πειθαναγκασμός όμως δεν είναι το αποκρουστικό εκείνο μοντέλο που αφορά τους μαθητές μόνο. Αφορά και τους δασκάλους, αυτούς τους «σαρδανάπαλους», που λένε λόγια της φωτιάς και μαθαίνουν στο παιδί να ζει και να πεθαίνει, αλλ’ όχι σα «ραγιάς». Και ονομάζεται «αξιολόγηση», άλλο ένα δείγμα βιασμού της ελληνικής γλώσσας.

Θα φέρω ένα μόνο παράδειγμα του είδους της «αξιολόγησης»: αυτό της μοριοδότησης των εκπαιδευτικών που ήδη βρίσκονται σε διαθεσιμότητα.

  • 5 μονάδες αξίζει το μεταπτυχιακό πτυχίο μάστερ
  • 7 μονάδες το διδακτορικό δίπλωμα
  • 35 ολόκληρες μονάδες η είσοδος στο δημόσιο με εξετάσεις τύπου ΑΣΕΠ.

Πέρα από το σοβαρό ερώτημα της αντικειμενοποίησης των κριτηρίων (που οδηγεί σε συμπεράσματα ξένα προς μια πραγματική αξιολόγηση του διδακτικού έργου) είτε της υποκειμενοποίησης (όπου εμφιλοχωρεί κάθε λογής κομματική ιδίως συναλλαγή, όπως εν τοις πράγμασι διαρκώς επιβεβαιώνεται), πέρα από το γεγονός ότι η «αξιολόγηση» δεν συνδέεται με κίνητρα βελτίωσης αλλά με απολύσεις, και έχει κατεξοχήν τρομοκρατικό και πειθαναγκαστικό χαρακτήρα, αποκρύπτεται μια πολύ σοβαρή παράμετρος: ότι η εκπαίδευση θα στερηθεί τα εμπειρότερα και καλύτερα στελέχη της, προς όφελος των νεαρότερων σε ηλικία, εφόσον μόλις τα τελευταία χρόνια εισήχθησαν οι εξετάσεις ΑΣΕΠ, ενώ παλιότερα υπήρχαν άλλου τύπου αξιοκρατικά επίσης συστήματα διορισμού. Οι μικρότεροι είναι και φθηνότεροι και περισσότερο χειραγωγήσιμοι στο νέο περιβάλλον.

Κατά την περίοδο της εφαρμογής του μνημονίου, οι δαπάνες για την παιδεία μειώθηκαν κατά 33%, ενώ σχεδόν στο ήμισυ θα φτάσουν μέχρι το 2016. Ποια σχέση μπορεί να έχει αυτό με αιτήματα όπως 15% για την Παιδεία;

Οι δάσκαλοι, απαξιωμένοι και εξουθενωμένοι ηθικά, οικονομικά, αλλά και λόγω της επιβαλλόμενης αλλοτρίωσης στα σχολεία, έχουμε μόνο ένα κίνητρο για να σταθούμε όρθιοι. Τα μάτια των μαθητών μας, που είναι μάτια των παιδιών μας.

Αν σε ένα είναι εύστοχη η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση είναι ότι ταιριάζει απόλυτα με τη σκλαβιά στην οποία καλούμαστε να ζούμε. Στην πραγματικότητα πρόκειται για εκπαιδευτική αντιμεταρρύθμιση.

Ό,τι και να φέρει το μέλλον, οι δάσκαλοι θα αποτινάξουμε κάθε βολή, κάθε σκέψη εθελοδουλείας, κάθε φενάκη, κάθε πρόστυχο υπολογισμό ατομικής σωτηρίας, θα κοιτάξουμε τους μαθητές μας και την κοινωνία στα μάτια και θα μπούμε μπροστά.

Ψωμί, παιδεία, ελευθερία, ένα τρίπτυχο πάντα επίκαιρο.

-----------------------------------------------------------------------

Το κείμενο αυτό είναι άρθρο γραμμένο για την εφημερίδα Χριστιανική. Δημοσιεύτηκε στο φύλλο που κυκλοφορεί, 901 (1214), έτος 60ό, 12 Σεπτ. 2013, σ. 10.

18 Σεπ 2013

Ἐκ τοῦ καρποῦ τὸ δένδρο γιγνώσκεται...




 Εις Μνημόσυνο Παύλου Φύσσα

Αποσύρεσαι για λίγες ώρες στον οικογενειακό, φιλικό ή ιδιωτικό σου χώρο. Χαίρεσαι τη ζωή, την οικογένεια, την παρέα. Βράδυ είναι, αποκαλωδιώνεσαι από κάθε μορφής ενημέρωση, για λίγο.

Όταν όμως συνδεθείς ξανά, όταν μπεις πάλι στην πρίζα, διαπιστώνεις πως υπάρχει νεκρός.

Δείγμα και βαρόμετρο του πολιτικού τοπίου σήμερα είναι τα εγκλήματα. Διότι το πρώτο που έρχεται στο νου με τα εγκλήματα της νύχτας, με τις επιθέσεις και τις δολοφονίες, δεν είναι οι κλοπές, δεν είναι η εκδίκηση, το πάθος ή ό,τι άλλο, αλλά το πολιτικό έγκλημα. Και δυστυχώς επιβεβαιώνεσαι.

Το πολιτικό έγκλημα όμως δεν είναι μόνο τα μαχαιρώματα. Κι ας έχουμε πένθος βαρύτατο.

Το πολιτικό έγκλημα συνίσταται προηγουμένως στο ότι έχουμε τοποθετήσει μια μαφία, μια ξεκάθαρα εγκληματική οργάνωση στο κέντρο της πολιτικής ζωής.

Για να δούμε μια πρόχειρη κατανομή ευθυνών. Γιατί και στην αποτύπωση της κατανομής των ευθυνών, είτε στην απόπειρα εξήγησης και ερμηνείας του φαινομένου, διαπιστώνονται πολλές ετεροβαρείς προσεγγίσεις, που συμβάλλουν επίσης στο να χάνεται από τα μάτια μας το αυτονόητο και όλα να περιπλέκονται σε ένα κουβάρι εντός νεφελώδους περιβάλλοντος.

  1. Ευθύνες έχουν πρώτα οι ίδιοι, το εγκληματικό μόρφωμα της ΧΑ. Έχουν εγκληματικές ευθύνες απέναντι στον ελληνικό λαό, και θα έρθει η ώρα να αποδοθούν. Οι εθνοφυλετιστές δεν είναι παρά εθνοκάπηλοι, εγκληματίες, προδότες, γι' αυτό το άλλωστε λόγο υπάρχουν. Για να στήνουν τις προβοκάτσιες της προδοσίας, όπως πολύ πικρά έχει δείξει πολλάκις η ιστορία του τόπου μας. 
  2. Ευθύνες έχουν όλοι όσοι τους ψηφίζουν και τους στηρίζουν καθ' οιονδήποτε τρόπο. Όλοι όσοι διοχετεύουν το θυμό τους με τρόπο καταστροφικό για την κοινωνία. Όλοι όσοι παριστάνουν τους ανενημέρωτους, τους αδαείς, τους αφελείς, όσοι στρουθοκαμηλίζουν. Δεν νομίζω πια να υπάρχει καλόπιστος άνθρωπος που να αγνοεί τον πραγματικό χαρακτήρα του νεοναζιστικού μορφώματος.
  3.  Ευθύνες έχει το ΠΑΣΟΚ (πέρα από τις γενικότερες ευθύνες του για την κατάσταση της χώρας), που σε ανύποπτους καιρούς ενίσχυε το ΛΑΟΣ για να κόψει ποσοστά από τα δεξιά της ΝΔ.
  4. Ευθύνες έχει η ΝΔ (πέρα από τις γενικότερες ευθύνες της για την κατάσταση της χώρας) που τοποθέτησε τον φασιστικό λόγο στο κέντρο της πολιτικής ζωής, με αναβίωση ενός εμφυλιοπολεμικού πολιτικού λόγου αλλά και αγκαλιάζοντας όλα τα φασιστικά στελέχη του ΛΑΟΣ και τοποθετώντας τα σε υπουργικούς θώκους. Από εκεί διαπλέκονται, θεριεύουν και ριζώνουν.
  5. Ευθύνες έχει η ΔΗΜΑΡ (πέρα από τις γενικότερες ευθύνες της για την κατάσταση της χώρας) που δεν διστάζει να δέχεται στους κόλπους της τυχοδιωκτικά φασιστοειδή τύπου Λοβέρδου, που συμπεριφέρθηκε με τον αίσχιστο τρόπο στις οροθετικές γυναίκες.
  6. Ευθύνες έχουν τα ΜΜΕ με πρώτο το συγκρότημα Αλαφούζου, που έχουν ξεπεράσει κάθε δημιουργική φαντασία και ασκούν συστηματικά «δημιουργική δημοσιογραφία» προκειμένου να πείσουν για το λελογισμένο του αδιανόητου.
  7.  Τεράστιες ευθύνες έχει η ΕΕ για την αντιμετώπιση της Ελλάδας ως εργαστηρίου πειραμάτων. Είναι καιρός να κάνουν την αυτοκριτική τους.
  8.  Ευθύνες έχουν όλοι όσοι μιλούν για τα δύο άκρα, ξεπερνώντας κάθε όριο πολιτικής αλητείας.
  9.  Ευθύνες έχει και η Εκκλησία, παρά την εργώδη προσπάθεια να αντιταχθεί στις διακρίσεις μεταξύ των ανθρώπων, παρά τη στήριξή της σε κάθε μετανάστη αδιακρίτως, παρά τη σύγκρουσή της με τη ΧΑ για τα συσσίτια μόνο για Έλληνες, παρά τους ιερείς που καθημερινά προπηλακίζονται από τη ΧΑ, παρά τις δηλώσεις των καλύτερων επισκόπων της. Έχει ευθύνες γιατί δειλιάζει και δεν το τελειώνει το θέμα. Έχει ευθύνες γιατί δεν αποσχηματίζει τους μητροπολίτες που κηρύσσουν υπέρ της αίρεσης του εθνοφυλετισμού, ολιγωρεί και δεν καταδικάζει επίσημα, συνοδικά και οριστικά.
  10. Ευθύνες έχουν και ποικιλόχρωμες ομαδούλες της αριστεράς που χάνουν τα όρια μεταξύ πατριωτισμού και εθνοκαπηλείας, ή αντίστροφα ομάδες και άτομα που συγχέουν τα όρια μεταξύ διεθνισμού και υποταγής στις επιταγές της παγκοσμιοποίησης, με ισοπέδωση των λαών και των πολιτισμών. Αρκετά κάποιοι τέτοιοι από τους δεύτερους λειτούργησαν ως δούρειοι ίπποι για τις επιταγές και τα κελεύσματα του κεφαλαίου – υπεραρκετά καλλιέργησαν τον εθνικισμό και έναν στείρο εθνικιστικό απομονωτισμό κάποιοι από τους πρώτους.

  • Ευθύνες έχουμε όλοι όταν αστόχαστα αποκαλούμε ο ένας τον άλλο φασίστα, με αποτέλεσμα να αμβλύνεται το κριτήριο και να απενοχοποιείται η έννοια φασισμός.
  • Ευθύνες έχουμε όταν κραυγάζουμε και δεν εκφέρουμε πολιτικό λόγο νηφάλιο και δομημένο όπως αρμόζει.
  • Ευθύνες έχουμε γιατί δειλιάζουμε και δεν κάνουμε το χρέος μας, να στιγματίσουμε, να καταδικάσουμε απερίφραστα, να απομονώσουμε, να υψώσουμε φωνή.


Ίσως αυτή η χαρτογράφηση να έχει ελλείψεις. Ίσως κάποια να μην τα έχω διατυπώσει με τον καλύτερο τρόπο. Αναμφίβολα όλα χρήζουν πολύ μεγαλύτερου βάθους ανάλυσης. Πέρα όμως από τα λόγια, είναι καιρός να κάνουμε όλοι το κάτι παραπάνω για να αλλάξουμε τα πράγματα.

Τέλος εποχής, τέλος ανοχής.

-------------------------------------------------------------------------------------
ΥΓ. Για όσες φίλες και όσους φίλους επιθυμούν να συμβάλλουν σε μια πιο ξεκάθαρη και αποφασιστική εκκλησιαστική στάση στην αντιμετώπιση του προβλήματος υπάρχει διαδικασία συλλογής υπογραφών σε αίτημα προς τη Σύνοδο:
http://www.gopetition.com/petitions/πρωτοβουλία-χριστιανών-κατά-τ.html