Έντβαρντ Μουνχ, Η Επομένη, 1894-5.
Λάδι σε καμβά, 115 x 152 cm
Μια φορά ήμουν μεθυσμένη, σκνίπα. Σπανιότατα μου συμβαίνει, αλλά ήταν Πρωτοχρονιά στο χωριό, με μαζεμένη όλη την οικογένεια. Ήμασταν σε φάση που τα παιδιά είχαν αρκετά μεγαλώσει, κι εμείς χαλαρώσει. Ο παππούς, τα τρία αδέρφια, οι νυφάδες, τα δέκα πρωτοξάδερφα της ανερχόμενης γενιάς μαζί με τους επισκέπτες και γειτόνους… Το γλέντι είχε ανάψει και… κάναμε διαγωνισμό πιόματος. Καθώς δεν έχω ιδιαίτερη έφεση στο τραγούδι, επιδόθηκα στο ποτό. Το ήπια και με ήπιε. Μετά από δεκάδες, ίσως εκατοντάδες τραγούδια και γεμάτα ποτήρια, φιλιά, αγκαλιές και γυροβολιές, μετά και τα ξερνοβολητά, ξάπλωσα στο στενό διπλό κρεβάτι, των προπαππούδων, κι ο κόσμος γύριζε. Χώθηκα βαθύτερα στα μάλλινα. Αφού ηρέμησα κάπως και αφέθηκα στη γοητεία ενός περιστρεφόμενου κόσμου, άρχισαν και οι σκέψεις να γυρίζουν σε επάλληλους κύκλους. Νόμιζα ότι πετούσα ακολουθώντας τις σκέψεις, χωρίς βιάση, χωρίς σκοπό. Και τότε, ξαφνικά, ένιωσα μια μοναδική διαύγεια, σαν αυτές που περιγράφει ο Ντοστογιέφσκι πριν από την επιληπτική κρίση, αλλά στην περίπτωσή μου ήταν εν μέσω κρίσης και πλήρους μέθης... Κι απρόσμενα συνέλαβα μια σκέψη που κυνηγούσα εις μάτην από καιρό, μια ξεκάθαρη λύση σε επιστημολογικό πρόβλημα. Μάταια πάσχιζα και τριβέλιζα τόσο διάστημα το μυαλό μου στο γραφείο και στο σπίτι, περπατώντας και οδηγώντας, μπροστά στην οθόνη ή στο λευκό χαρτί, κουρασμένη ή ξεκούραστη. Όσο πάσχιζα, η σκέψη απομακρυνόταν, η λύση χανόταν. Εκείνη όμως τη μέρα, μέρα σχόλης, γλεντιού και σπάνιας μέθης, η σκέψη ήρθε και θαρρείς με φίλησε… Καθώς το σημειωματάριο είναι η φυσική προέκταση του είναι μου, το έβγαλα ψηλαφώντας την τσάντα και άρχισα να γράφω κατακλυσμιαία, σε κυματιστές γραμμές, χωρίς να με απασχολεί η ορθότητα ή η ορθογραφία, συναισθηματικά, ενστικτώδικα. Έγραφα έγραφα μέχρι που ένιωσα ότι το κατέγραψα, όλο όσο ήταν. Πάνω στην ώρα ήρθε ο Δ. και αντί να με βρει σε ύπνο βαθύ, με βρήκε σε βαθύ συγγραφικό οίστρο. Αθεράπευτα εργασιομανής, μερικώς απροσάρμοστη, ένιωσα ότι η χαρά του γλεντιού, του τραγουδιού, του μεθυσιού, μόλις ολοκληρώθηκε σε μια πλησμονή δημιουργικών αισθημάτων. Αποκοιμήθηκα καβάλα σε ένα δελφίνι, που νόμιζα πως το συγκρατούσα με χαλινάρι ή κρατιόμουν απ’ αυτό, κι εκείνο με οδηγούσε σε αφρισμένες θάλασσες και στα ερέβη των ωκεανών.
Την άλλη μέρα που είδα το "πόνημα", δεν μου έμοιαζε δελφίνι, αλλά μάλλον με μαρίδα. Κάτι απ’ την αφρισμένη βόλτα μου διασωζόταν στις κυματοειδείς γραμμές. Με όλη τους την ακαταστασία, όμως, ο πυρήνας της σκέψης που αναζητούσα καιρό υπήρχε, ήταν εκεί, παρών. Η λύση του προβλήματος μου προσφέρθηκε, δεν τη βρήκα. Το επόμενο απόγευμα, η αποκαμωμένη ταξιδεύτρια συγγραφέας, πολύ πιο αντικοινωνική από την προηγουμένη, κλείστηκα στο δωμάτιο, μεθυσμένη ακόμα τάχα, και κατάφερα να οργανώσω τις αράδες σε κείμενο. Αλλά μη με δώσετε. Γιατί όταν είμαι στο χωριό, κάτι τέτοια βίτσια, όπως της γραφής, τα εξασκώ στα κρυφά, σαν μαθήτρια που καπνίζει στις τουαλέτες. Μα ναι, τους αγαπώ όλους πολύ, αλλά όταν βρίσκω και το χρόνο μου, τους αγαπώ περισσότερο…
Μια και μοναδική φορά το έζησα αυτό στη μέθη, και κάποιες άλλες παραπλήσιες αναμνήσεις μου συνοδεύουν αρρώστια με πυρετό. Δεν μπορείς να κάνεις πολλά, αλλά τότε η δεκτικότητα είναι μεγάλη χάρη...
Η αφορμή γι’ αυτό το κείμενο ήταν μια ανάρτηση του Τσαλαπετεινού. Και καθώς ένα μοναχοπούλι βρίσκει παρέα στις πλατείες και τις αλάνες, του αφιερώνεται.
Μαζί μ’ αυτόν και στις ανηψιές μου, Ασπασία, Ιωάννα, Αργυρώ και Μαρία.
8 σχόλια:
Οφείλω να πω πως από όλο το κείμενο εγώ συγκράτησα μόνο (ψέμα...) αυτή τη φράση: "Ήμασταν σε φάση που τα παιδιά είχαν αρκετά μεγαλώσει, κι εμείς χαλαρώσει". Καλά όταν έρθει εκείνη η ώρα και για εμάς θα γίνω... θα γίνω... ντέφι:)
Γεια σου ρε Γιώργο! Πρέπει να γίνουμε ντέφι και ενδιαμέσως! Θα έρθει κι εκείνη η ώρα και τότε θα διαπιστώσεις ότι όταν τα παιδιά είναι μικρά, η ζωή είναι κατά παράδοξο τρόπο χαρούμενη. Λες και σε τραβάν απ' το μανίκι και δεν σ' αφήνουν να βυθιστείς...
Τι ανοίγματα που έχει ο κόσμος, πόσες άλλες γωνιές για να δούμε τα πράγματα.
Μου έχει τύχει κι εμένα πολλές φορές να πιάσω τη γραφίδα σε τέτοια κατάσταση και πάντα, όπως και η δικιά σου, μαρίδα έπιασα. Αλλά, αν ξέρεις να την μαγειρέψεις, η μαρίδα είναι το πιο νόστιμο ψάρι :)
Καλώς τον Φώτη! Πολύ χαίρομαι σήμερα. Κάποιες φορές τα μεθοδολογικά μας καλούπια απλώς μας εγκλωβίζουν. Άλλες μας οργανώνουν. Το μαριδάκι πάντως μυρίζει θάλασσα! Καλά τα λες.
Όταν μαζευόμαστε όλοι μαζί νιώθουμε κάτι αληθινό κι αυθεντικό στις σχέσεις μας κι αυτό μας γεμίζει...Μας γεμίζει άμετρη χαρά, αγάπη, ξενοιασιά, έμπνευση... Είναι κι αυτό από μόνο του μια "δημιουργική μέθη" που στην συγκεκριμένη περίπτωση την απογείωσε ακόμη μια συντροφιά, εκείνη του ποτού!
Τις εικόνες αυτές αναπλάθει συχνά πυκνά μέσα από κείμενα, ποιήματα, ζωγραφικούς πίνακες και φωτογραφίες η πολυτάλαντη και πολυαγαπημένη μας θεία! Έτσι τις ξαναζούμε αναπολώντας την επόμενη συνάντηση...
Ιωάννα μου, σε λίγες μέρες! Γιούχου!!! Και θα ρθεις κι εσύ, Σαλονικιά μου...
Ευχαριστώ, ευχαριστώ για την υπέροχη αφιέρωση! Θα ήταν κρίμα αυτή η ωραία ιστορία να μην έχει την έκταση και το χώρο που της άξιζε. ;-)
(Έτσι όπως οι ιστορίες είναι μπάμπουσκιες και βγαίνει η μία μέσα από την άλλη, με αυτό το ποστ με τη σειρά μου κι εγώ, θυμήθηκα ένα μεθυσμένο "μαριδάκι" σε μπλοκ κατά τη διάρκεια της πενταήμερης. Στο πάτωμα του ξενοδοχείου στη Ρόδο. Ισως μάλιστα να διασώζεται...)
Αν διασώζεται το "μαριδάκι" της πενθήμερης, θα είναι σίγουρα μνημειώδες μαριδάκι! Ανήκει άλλωστε σε πρωτοϊστορικούς χρόνους, και έχει και γι' αυτό την αξία του!
Κι εγώ ευχαριστώ, Τσαλαπετεινέ, για την έμπνευση. Η εικόνα της μπάμπουσκας, τόσο οικεία, χρωματιστή, παιχνιδιάρικη, είναι συνάμα και ακριβέστατη, ευστοχότατη. Σε καλωσορίζω, με μεγάλη μου χαρά, και εύχομαι να είμαστε καλά και να "παίζουμε".
Δημοσίευση σχολίου