31 Δεκ 2013

Ανακατάληψη των Λέξεων




Αν υπάρχει ελπίδα, αυτή βρίσκεται στα θεμέλια τούτης της κοινωνίας. Αν το σχέδιο είναι ατελές, κανένα σχέδιο δεν τελειώνεται παρά μόνο με δουλειά σκληρή. Αν δουλέψουμε στα θεμέλια, ίσως μπορούμε να πούμε ότι "τα καλύτερα χρόνια μας δεν τα έχουμε ζήσει ακόμα".

Εύχομαι για το 2014 την ανακατάληψη των λέξεων, των νοημάτων και των πραγμάτων της ζωής μας.

Των ταπεινών αλλά θεμελιωδών και αναγκαίων πραγμάτων του προσωπικού και του κοινού μας βίου.

Στους πιο στενούς και αγαπημένους φίλους, και σε όσους το συμμερίζονται, σας μεταφέρω με αγάπη την πιο σοφή ευχή που μου χάρισαν τα φετεινά Χριστούγεννα:

"Ας μας σκέπει η αδοξία!"

30 Δεκ 2013

Θεωρία του Έρωτα



Μαρκ Σαγκάλ, Οι Μπλε Εραστές


Ριγούσαν τ’ ακροδάχτυλα από το βάρος της ερωτικής έντασης των δυο. Τα μάτια κοιτούσαν σε απόσταση, λες κι ένας αδιόρατος φόβος τα οδηγούσε σε ξάγναντα. Γωνίες σε απόκλιση, οι αμβλείες γωνίες τού βλέμματος. Αν και τα μάτια τυχόν έσμιγαν καθώς τα χέρια, ίσως να μην άντεχαν την πίεση οι ψυχές.

Η έλξη κρατούσε τα δάχτυλα ενωμένα ώρα ασυνήθιστα πολλή. Πρώτος εκείνος αποτράβηξε το χέρι. Κι εκείνη μίσησε την πρόφαση: ήθελε να στρίψει τσιγάρο. Όσο έστριβε ο Παύλος, η Ειρήνη παρατηρούσε τα δάχτυλά του. Πολύ απαλά και επιδέξια για το μέγεθος και τη δύναμή τους! Άπλωσε το δικό της χέρι στους ξηρούς καρπούς, ακολουθώντας ελεύθερα το ρυθμό, σε έναν ελάχιστα ετεροχρονισμένο μουσικό κανόνα, και ρούφηξε το ουίσκι της. Σκέτο. Τότε, συναντήθηκαν ξανά τα μάτια τους.

«Θα το ξεπεράσουμε», της είπε αόριστα, καθησυχαστικά και ελαφρώς προστατευτικά, παίρνοντας έναν τόνο αδελφικό και συνάμα κάπως δασκαλίστικο.

Το αλάτι από τους ξηρούς καρπούς είχε ήδη εγγράψει στην παλάμη της μια νέα αίσθηση αφής, αλμυρή και λίγο λαδερή. Ήδη μετάνιωνε για την κίνησή της να δρέψει τους ξηρούς καρπούς. Ήθελε να επαναφέρει την πρότερη μνήμη, τη μνήμη της αφής των ακροδάχτυλων, εκείνη που την αναρριγούσε ώς τα τρίσβαθα τού είναι.

Πιο χαλαρή και διαθέσιμη από όταν φορούσε το εργασιακό ταγιεράκι της και το επιβεβλημένο, συρματόπλεγμα χαμόγελό της, η Ειρήνη έριξε πίσω ανέμελα με νάζι το μαλλί κι έριξε το κεφάλι της νωχελικά στο πλάι. Μισόκλεισε τα μάτια... Έπαιζε με το κερί πάνω στο τραπέζι και ξαφνικά ανατινάχτηκε, σαν να την καψάλισε μια στάλα καυτού υγρού. Με προσποιητή μα πειστική αυστηρότητα του τόνισε:

«Δεν σου έχω πει να μη μου πεις ποτέ ψέματα;»

Ο Παύλος ταράχτηκε. Δεν υπήρχε κατά βάση λόγος, αλλά βαθιά μέσα του ταράχτηκε. Προσπάθησε να μην το δείξει. Από τη μια δυσκολευόταν όλο και περισσότερο να διατηρήσει τη σχέση τους εντός του ορίου της σύμβασής της, καθώς το ερωτικό στοιχείο ήταν αδύνατο να μείνει στο ημίφως μιας διακριτικής σκιάς – διεκδικούσε ανελέητα το χώρο του. Από την άλλη, τον τάραζε η ίδια η διεισδυτικότητα της ερώτησης: Ούτε η πραγματικότητα μπορούσε να συγκαλυφθεί, ούτε να την κοιτάξεις κατάματα μπορούσες. Τίναξε τη στάχτη. Φύσηξε δύο, τρία, πέντε δαχτυλίδια καπνού... Παράγγειλε μια δεύτερη μπύρα. Σαν να του αρκούσε αυτός ο χρόνος να προετοιμαστεί για μια μεγάλη μάχη, την κοίταξε ολόισια μέσα στις κόρες των ματιών. Εκείνη δεν χαμήλωσε το βλέμμα. Άρχισε να της ιστορεί τις τύχες των παλιών τους συναδέλφων, των γειτόνων, των συμμαθητών. Κι εκείνη την πραγματική κατάσταση της νέας της δουλειάς. Ασφαλώς, πάλι καλά που υπήρχε...

Όλο και περισσότερο πλησίαζαν ο ένας προς το μέρος του άλλου, πλην χωρίς ένταση ερωτική πια. Σαν δυο άνθρωποι που τους ένωναν διαφορετικές, μα στο βάθος ίδιες ιστορίες, δυο άνθρωποι που αναζητούν αποκούμπι. Πλήρωσαν, μισά μισά δίχως άλλη συζήτηση. Τον αγκάλιασε από τη μέση, κι εκείνος ακούμπησε το χέρι του στην ωμοπλάτη της, καθώς προχωρούσαν προς το μετρό.

Δεχόταν ευχάριστα τη ζέστη του. «Θα το ξεπεράσουμε», του είπε τώρα εκείνη, γέρνοντας και το κεφάλι στον ώμο του. Δεν της αποκρίθηκε κάτι, μόνο αχνογέλασε αόριστα.

«Δεν ήξερα», συνέχισε εκείνη περνώντας αβίαστα σε άλλο θέμα, «πόσο ερωτισμό μπορεί να κρύβουν τα ακροδάχτυλα». Η φωνή της μόλις που ακουγόταν. «Ω, μα ναι», συμφώνησε γενναιόψυχα ο Παύλος, με βέβαιο ύφος, σα να εκστόμιζε μια φιλοσοφική γενικολογία, μια απαραβίαστη θεωρητική αρχή. «Είναι όντως θαυμαστό! Λοιπόν...», την έπιασε από τους ώμους να καληνυχτίσει.

«Αυτό που λες», πρόφτασε η Ειρήνη να σπρώξει άλλη μια κουβέντα ανάμεσά τους, «αυτό που μόλις είπαμε, με τα ακροδάχτυλα, δεν το λες “λογοτεχνία”...».

«Πώς το λες;», τη ρώτησε πειραχτικά και έτοιμος να ξιφουλκήσει στο άκουσμα της καμπύλης λέξης που αρχίζει από ε-, και των όποιων συνωνύμων ή μετωνυμιών προέκρινε η ευφάνταστη συνομιλήτρια.

«Το λες μάλλον “θεωρία λογοτεχνίας”», είπε εκείνη, με όλο το κύρος που απέπνεε όταν φορούσε το ταγιέρ.

Ο Παύλος δεν δίστασε να καρφώσει το βλέμμα του στο ανοιχτό ντεκολτέ, να ακολουθήσει τις γλυκιές καμπύλες του κορμιού της, να παρατηρήσει την έξαψη κάτω από το ολάνοιχτο παλτό. Είχε κερδηθεί από την έξυπνή της στροφή, από την απρόσμενη θεωρητικοποίηση της συζήτησης. Ήταν τσαχπινιά. Παρέβλεψε το πείραγμα που έκρυβαν τα λόγια της, τον έμμεσο ψόγο.

«Σου έχω πει ότι μου αρέσουν οι έξυπνες γυναίκες;», τη ρώτησε και τη βεβαίωσε ότι γι’ αυτό ακριβώς την κάνει παρέα. Το βλέμμα του στάθηκε στο κάπως στραβό μα πλέριο κι ανεπιτήδευτο χαμόγελό της. Τη φίλησε στ’ ακρόχειλα και έφυγε με βήμα, αν όχι ταχύ, πάντως ρυθμικό.

Σε λίγο ήρθε το μετρό κι η Ειρήνη ένιωσε κάπως στενάχωρα που έπρεπε να περάσει αμέσως σε μια φωτεινότερη ζώνη, ενόσω από πάνω της έσταζαν ακόμα γλυκά σιρόπια μα και νοήματα σκιερά, ιδέες του μισοσκόταδου. Κάθισε δίπλα στο παράθυρο. Το μετρό άρχισε να λικνίζεται, μαζί κι οι σκέψεις της. Κανείς πάντως δεν έβαλε τούτη τη σκέψη στο τραπέζι: «Να προχωρούσαν παραπέρα εκείνο το βράδυ». Κι είχε το πράγμα απορία κι αμηχανία μα και πόνο βουβό.

29 Δεκ 2013

Ρομαντική Γιάφκα




 Σπύρος Βασιλείου, Σπίτια στην Παραλία, 1977.

Ο σπαραγμός μ’ ακολουθεί
Μας περιζώνει ο θάνατος

Σε μια εντελώς ιδιωτική
Γιάφκα ρομαντική
Ζήτησα θαλπωρή
Και λησμονιά την πρόσκαιρη

Δεν ξέρω πόθεν θα έρθει σωτηρία
Στην κοινή μας αυλή

Μας σώνονται τα ξύλα
Κρύο έξω κρύο μέσα
Να ξεβολευτούμε
Μήπως και στεργιωθούμε

Δεν ξέρω αν μας θέλει ο Θεός
Γάντζους στο λαιμό Του
Ενώ συνάμα μένουμε
Στο στρώμα ξαπλωμένοι

Πόση προπέτεια πια
Να συγχωρέσει
Ο Αχώρητος

Πόση χωρεί
Ανευθυνότητα
Σε κορμιά που στερούνται
Αθωότητας παιδικής

27 Δεκ 2013

Η Χριστουγεννιάτικη Ιστορία μου: Η Νεογλώσσα και ο Λόγος



ΕΥΗ ΒΟΥΛΓΑΡΑΚΗ -ΠΙΣΙΝΑ, Κοσμολογία 2013
Ακρυλικό σε καμβά. Διαστάσεις 50 x 60 cm.


Μια σύγχρονη νεογλώσσα κενολογεί αδιάκοπα για τη σωτηρία. Η λέξη σέρνεται στα πεζοδρόμια του δημόσιου διαλόγου. Όλα όσα ξέραμε, τα ξεχνούμε, για να γίνουμε πιστοί υπήκοοι ενός νέου πολιτεύματος, της νέας εποχής. Εδώ η πολιτική υποτάσσεται στην οικονομία. Και η οικονομία σε αριθμούς. Η «σωτηρία» και η «επιτυχία» εναλλάξ περιγράφουν το σακάτεμα της ζωής ενός ολόκληρου λαού.

Στα ίδια θέματα αναφέρεται και η θεολογία. Στο καινό μήνυμα του Ευαγγελίου, «γεννάται ημίν σήμερον σωτήρ». Τον συναντούμε στη φάτνη, άστεγο και ανέστιο.

Αυτόν που όντας άχρονος Θεός έγινε εν χρόνω άνθρωπος, και φίλιωσε η αιωνιότητα με την Ιστορία.

Αυτόν που ήταν Λόγος και έγινε σάρκα, για να συνταιριάξει το νου με το κορμί και την καρδιά.

Αυτόν που μίσησε τους φαρισαίους, αγάπησε τους απόκληρους, σταυρώθηκε ως αναρχικός επαναστάτης.

Αυτόν που δεν ζήτησε ξένες θυσίες για τη σωτηρία, αλλά θυσιάστηκε ο ίδιος, λύτρο αντί πολλών.

Αυτόν που με το θάνατό του πάτησε τον θάνατο.

Μιας άλλης τάξης Οικονομία, μιας άλλης τάξης Σωτηρία. Χριστός εσαρκώθη και ζωή πολιτεύεται.

Ενάντια στη σύγχρονη φενάκη και αλογία μιας χαμοζωής, σκυφτής ζωής, γιορτάζουμε τη συνάντηση με τον υπέρ λόγον Λόγο.

«Θεός επί γης, υψώθητε»!


***********************

Το άρθρο αυτό γράφτηκε για το Χριστουγεννιάτιο αφιέρωμα της εφημερίδας Αυγή με τίτλο: Η Χριστουγεννιάτικη Ιστορία μου, Μια εφημερίδα που άνοιξε το παράθυρο της ενημέρωσης για να μπει λίγος αέρας του δρόμου... Κάπως έτσι, ο λόγος της έντυπης δημοσιογραφίας συναντήθηκε με τον λόγο μιας άλλης "σφαίρας", με ποικίλες προσωπικές ματιές. Η ιδέα ανήκει στον Βιβλιοθηκάριο. Στο φύλλο των Χριστουγέννων μετέχουν 6 φίλοι μπλόγκερ. Η ίδια ενότητα συνεχίζεται με άλλες συμμετοχές και στο πρωτοχρονιάτικο φύλλο,. με τίτλο: Η Πρωτοχρονιάτικη Ιστορία μου.

Στο αφιέρωμα συμμετέχουν οι μπλόγκερ:


Κυνοκέφαλοι: Media Vox
Το Βυτίο: Ικανοποίηση
Ο Τσαλαπετεινός: Πενήντα γουλιές Χριστούγεννα
Ποδηλάτισσα: Δεν είναι το δέντρο μου
Ιφιμέδεια: Η μαγική μου σφαίρα




[οι μπλόγκερ των Χριστουγέννων]





Ο βιβλιοθηκάριος: Δίπλα στο τζάκι
Το ερυθρό καγκουρώ: Να πρατιγάρεις στο Κάρντιφ
Silencrossing: Σκορπισμένοι
Τα χαμένα επεισόδια: Εκεί που κρέμεται η κλωστή
Αναγεννημένη: Γιορτές; Όχι δα
Rubies and clouds (RubinakiM): Το εκκρεμές
Rubies and clouds (Nefosis): Προσμονή
George le Nonce: Poor flesh, sad bone
Το καραντί: Δεν ξέρει ο κόσμος να ζει, κατέβα να πάμε μαζί
Passionflower: Τα Πάνω-Κάτω
Αντιδρασέξ: Χριστουγεννιάτικη (;) αλληλεγγύη!
Μπανάνα: Μπεν Μαρί
[οι μπλόγκερ της Πρωτοχρονιάς]

Υπάρχει και μια ιστορία που μας την πήραν οι καλικάντζαροι:



23 Δεκ 2013

Ξυλαράκια και Χρώματα




 Απλότητα
Ακρυλικό σε ακατέργαστο ξύλο πεύκου. Διαστάσεις 10,5 x 14,00 cm.


Τελειώσαν οι καμβάδες μου, μα δεν τελειώσαν τα κέφια μου για ζωγραφική.

Κι εκεί που αναρωτιόμουν τι θα μπορούσα να πασαλείψω με χρώματα, ο γείτονάς μας μάς ρώτησε μήπως τυχόν χρειαζόμαστε ξύλα για το τζάκι. Προσπαθεί μόνος του να χτίσει το σπίτι του, και έχει κάθε λογής ξύλα οικοδομής για πέταμα. Μόνο να προσέξουμε, έχουνε πρόκες.

Μα και βέβαια χρειαζόμαστε, πόζες θα παίρνουμε τώρα; Οι άντρες του σπιτιού, πολύ προκομμένοι και διόλου καλομαθημένοι, κουβάλησαν τα ξύλα. Ένας μεγάλος σωρός βρίσκεται κάτω στην αυλή. Κάθε τόσο ανεβάζουμε σανίδια και σανιδάκια με μπαζότσαντες, αυτές τις λινάτσες τις πλεχτές από πολυπροπυλένιο, διαστάσεων ενός κυβικού. Για να ανέβει μια τέτοια τσάντα, γεμάτη, δεν φτάνουν τ’ αγόρια. Βοηθάμε και οι γυναίκες.

Στο τζάκι μαζί με τα κούτσουρα, ρίχνουμε και τα σανιδάκια. Τα σανιδάκια κάνουν τη μεγαλύτερη φλόγα, μα θέλουν προσοχή. Και για τις πρόκες και για τις σπίθες. Ευτυχώς είναι καθαρά ξύλα, χωρίς προσμίξεις και βερνίκια.

Τα ρίχνω λίγα λίγα, να κρατιέται το σπίτι ζεστό. Έχω γίνει μεγάλη μαστόρισσα στη φωτιά, σχεδόν ινδιάνα. Καθώς τα ρίχνω, ξακρίζω και μερικά καθαρά σανιδάκια.

Αυτά είναι για ζωγραφική. Άλλοτε τα ζωγραφίζω με λεπτομέρεια, κι άλλοτε φτιάχνω σκαριφήματα. Σε ένα πεντάλεπτο, σκάρωσα μια γυναίκα, με άσπρο, μαύρο, σιένα και ώχρα. Μου αρέσει να ζωγραφίζω ανθρώπους, έχουν πνοή. Τους αγαπώ τους χαρακτήρες που ζωγραφίζω. Άλλωστε αν δεν αγαπήσεις κάτι, πώς να το ζωγραφίσεις;

Η μινιμαλιστική μου αποτύπωση της γυναίκας με ικανοποιεί. Αφού την ολοκλήρωσα, ανακάλυψα ότι λείπει το ένα πόδι, από το γόνατο και πάνω. Και όμως, παρά τις ασυνέχειες, η γυναίκα μου έχει συνέχεια. Και ακόμα έχει κίνηση, έχει ρυθμό...

Μου αρέσει επίσης το γυμνό, καθώς φτάνει στον πυρήνα της ανθρώπινης υπόστασης.

Γυμνοί γεννηθήκαμε και γυμνοί θα πεθάνουμε.

Η γυμνότητα μπορεί να είναι η απόλυτη ένδεια, μπορεί όμως να είναι μια απόλυτα παραδείσια κατάσταση.

Πολλοί συνάνθρωποί μας ζουν σήμερα την απόλυτη ένδεια. Αλλά και πολλοί συνάνθρωποί μας νιώθουν την εμπειρία τού μάνα, που κάθε μέρα έστελνε ο Θεός στο λαό του στην έρημο.

Η φτώχεια είναι κατάρα κι ευλογία.

Κοινωνικά θα αγωνιστούμε λυσσαλέα ενάντια στη φτώχεια, ενάντια στην αδικία. Σε προσωπικό επίπεδο και όχι στην απόλυτη ακρότητά της μπορούμε να γευόμαστε τη φτώχεια ως καλογερική, ως εμπειρία ελευθερίας.

Κάποια φορά, με χρόνους με καιρούς, θα μιλήσουμε πιο ανοιχτά για τις όψεις της φτώχειας στην πραγματικότητα της καθημερινότητας...

Για την ώρα, ετοιμάζουμε μέσα μας τη μεγάλη γιορτή.

Απλότητα! Ευλογημένη απλότητα. Θα γιορτάσουμε Χριστούγεννα με απλότητα, καταπώς ταιριάζει στον εν σπηλαίω τεχθέντα.

21 Δεκ 2013

Χειμερινὸ Ἡλιοστάσι





Χειμερινὸ ἡλιοστάσι
Ἀχνίζει ἡ πλάση
Κι οἱ κορυφογραμμὲς
Σὰν μολυβιὲς
Σβησμένες μὲ τὸ δάχτυλο

Τὰ φύλλα στραφταλίζουν
Στὰ πουρνάρια
Οἱ μεταλλικὲς
Προσμίξεις τῆς μαύρης
Πέτρας οὐρανὸ ἀντιφεγγίζουν

Ὁ ποιητὴς ἀνακούρκουδα
Στὸ χῶμα τὸ στεγνὸ
Σὲ εὐλογεῖ
Προσμένοντας τὸν αἴτιο
Τοῦ χαδιοῦ τῆς ἡλιαχτίδας

Δὲν ἀργεῖ. Εἶναι καιρὸς
Νὰ ’ρθεῖ ὁ ἥλιος ὁ νοητός
Ἥλιος δικαιοσύνης
Σ’ Αὐτὸν θ’ ἀναπαυτεῖ μὲς στὸν χειμώνα