27 Νοε 2013

Θραύσμα Κοσμογραφίας



 EΥΗ ΒΟΥΛΓΑΡΑΚΗ-ΠΙΣΙΝΑ, Κισσός. 
Ακρυλικό σε χαρτί Modigliani, Candido, 320 gr. 
Διαστάσεις 25 x 35 cm. Μάιος 2012.


Δεν είναι ο ρυθμός
Το μέγιστο της ποίησης
Δεν είναι ο χορός
Των φθόγγων και των ήχων
Η κενοδοξία ποικίλων ευρημάτων
Οι μορφές μεταβλητές του εφήμερου

Είναι το βάθος μιας αλήθειας
Δίχως οίησης
Η στιγμιαία συνάντηση
Δυο φευγαλέων βλεμμάτων

Η ανολοκλήρωτη κίνηση
Το κατ’ ελάχιστο αεί
Το θραύσμα μιας κοσμογραφίας

25 Νοε 2013

Βαρκούλες του Ονείρου




Η άρμη στο δέρμα ως η θάλασσα στεγνώνει
Τα βότσαλα που ρίχνεις στ’ ανοιχτά
Ένα απλός χορός στην αμμουδιά
Ή ένας ψίθυρος που βγαίνει μυστικά

Το κύμα σε αέναη μουσική ροή
Νοτίζει τις βαρκούλες του ονείρου
Κι όταν η τελευταία βυθιστεί
Αναδιπλώνομαι απ’ τη χώρα του απείρου

Μα τη στερνή ετούτη παιδικότητα
Που κέρδισα ως έρχεται το δείλι
Πανηγυρίζω με κάθε εκλαμπρότητα
Στο αμμόκαστρο ή στο ταπεινό κοχύλι

23 Νοε 2013

Ο Εθισμός στο Θάνατο


Λεπτομέρεια από πίνακα δικό μου, Ακρυλικό σε χαρτόνι.

Ο θάνατος μάς κυκλώνει ολόγυρα. Οι ειδήσεις με τα θύματα της κρίσης έρχονται σε επάλληλα κύματα. Οι άστεγοι πεθαίνουν. Οι άρρωστοι πεθαίνουν. Οι άνεργοι πεθαίνουν. Οι συνταξιούχοι απαιτείται να πεθαίνουν – τα ταμεία δεν βαστούν. Οι μετανάστες θαλασσοπνίγονται και πεθαίνουν. Όσοι δεν θέλουν άλλο να ζήσουν, τι άλλο; αυτοκτονούν και πεθαίνουν. Όσοι διεκδικούν κάτι καλύτερο στη ζωή, ήδη λογαριάζουν με την πιθανότητα του θανάτου, σε κάθε διαδήλωση, σε κάθε βήμα.

Ο θάνατος έχει αποκτήσει γύρω μας μια κανονικότητα πολύ παράδοξη. Πόσο μάλλον που ζούμε σε έναν πολιτισμό που λυσσαλέα τον πολεμούσε μέχρι τώρα και τον απωθούσε ως υπέρτατη όχληση, ως κάτι οιονεί αφύσικο. Κι αν η αστική, κυρίως δυτική, αποξένωση από το γεγονός του θανάτου, την περίοδο της ευμάρειας, ήταν κάτι που δεν επέτρεπε την ολοκλήρωση της ίδιας της πρόσληψης της ζωής, η σύγχρονη εξοικείωση με το θάνατο αναδεικνύεται εξίσου νοσηρή.

«Τριτοκοσμικές» εικόνες, με την απαξίωση της ανθρώπινης ζωής δεδομένη, αρχίζουν να εγγίζουν την αφήγηση της αστικής μας μητρόπολης, αλλά και πολλών κρυφών και σιωπηλότερων γωνιών της επικράτειας. Αν μέχρι τώρα κάποιες σκελετικές αφηγήσεις κρύβονταν για να μη διαταράξουν τη βιτρίνα της μνημονιακής επιτυχίας στη μείζονα οργανική αφήγηση της εξουσίας, τώρα ήδη ουδείς εντυπωσιάζεται. Πατούμε στα πτώματα και προχωρούμε, συνεχίζουμε.

Η τηλεοπτική κατανάλωση του θανάτου, όχι μόνο σε ταινίες ή τηλεοπτικές σειρές όλο και πιο επιδεικτικές των παγερών του λεπτομερειών, αλλά και στα δελτία ειδήσεων, όπου περνάει ως αυτονόητο ότι έτσι συμβαίνει σε γωνιές του πλανήτη, είχαν προετοιμάσει το έδαφος, προσδίδοντας στον ίδιο το θάνατο γεγονός κανονικότητας. Οι περί θανάτου μιντιακές αφηγήσεις τείνουν να εξηγούν αν όχι να δικαιώνουν πλείστους όσους θανάτους. Επίσης χρεώνουν και ενοχοποιούν τα θύματα για τη μοίρα τους, είτε γιατί έμπλεξαν, ή τάχθηκαν με το μέρος των κακών, είτε γιατί γεννήθηκαν σε λάθος μέρος, είτε γιατί είναι αναλώσιμοι σε υπέρτερα σχέδια γεωπολιτικής ή παγκόσμιας ειρήνης και ασφάλειας, είτε γιατί και μόνο δεν στάθηκαν ικανοί να τον αποτρέψουν...

Μια μανιχαϊστική αφήγηση συνιστά σήμερα κυρίαρχο λόγο.

Έχοντας ταξιδέψει πολύ σε χώρες όπου ο θάνατος συνιστά μέρος της καθημερινότητας, έχοντας ζήσει για λίγο με ανθρώπους ποικίλων κοινωνικών στρωμάτων σε τέτοιες χώρες, διαπίστωνα κάθε φορά ότι η γεωγραφική εγγύτητα, το γεγονός ότι οι θάνατοι αυτοί συντελούνται δίπλα, στη γειτονιά, ισοσκελίζεται από μια πολύ μεγάλη ψυχολογική απόσταση, που αποκτά βέβαια κοινωνικά και δη ταξικά χαρακτηριστικά. Προσπαθώντας να μη μοιραστούν τη μοίρα των φτωχών και απόκληρων, οι πλούσιοι αλλά και τα μεσαία στρώματα οχυρώνονται πίσω από τείχη κατά το δυνατόν αδιάβροχα στην επαφή και τη συμπόνια.

Όλο και περισσότερο αναγνωρίζει δυστυχώς κανείς και στην Ελλάδα αυτή την ψυχρή αδιαφορία, την αίσθηση της κανονικότητας ή και αναγκαιότητας του θανάτου.

Ας γνωρίζουμε λοιπόν, και μόνο με βάση αυτό το ανθρωπολογικό παράδειγμα, ότι περνούμε σε «τριτοκοσμικό» κοσμοείδωλο, μην έχοντας καμιά ψευδαίσθηση ότι ανεβαίνουμε τα σκαλιά της επιτυχίας.

Μνημόνιο είναι κάτι που πρέπει να θυμόμαστε, μια συμφωνία απαρέγκλιτη. Και θα συνδεθεί με μνημόσυνα δεκάδων νεκρών. Θα το αποδεχτούμε;

Ή η μνήμη εαυτού, η κοινή συνείδηση, θα μας βοηθήσει να επιλέξουμε τη ζωή έναντι του θανάτου;

22 Νοε 2013

Γυμνό Ζευγάρι



Χρήστος Μποκόρος, Γυμνό ζευγάρι ξαπλωμένο, 1989


Η θλίψη σαν πάχνη επικαθόταν στα γυμνά κορμιά, και τα τσιγάρα σχημάτιζαν ένα λυτρωτικό νεφέλωμα. Είχαν περάσει καιροί απομόνωσης, καιροί που δεν αγγίζονταν καν, καιροί που ο ένας είχε σιχαθεί το κορμί του άλλου. Άξαφνα, όπως άξαφνα προέκυψε η πορεία αποξένωσης, μια μελωδία σε λα μινόρε γλύκανε την ψυχή, οδήγησε την επικοινωνία σε υψίπεδα με μεγάλους ορίζοντες, άπλωσε τη θέα. Μα η θέα που τελικώς επέλεγαν ήταν τα μάτια του άλλου. Έπαψαν οι φωνές, οι κατηγόριες, οι βροντώδεις και πείσμονες σιωπές, που άσπρισαν και των δυο τα μαλλιά, πρόσθεσαν κιλά, ρευματικούς πόνους, αρρυθμίες ή δύσπνοιες και πακέτα τα τσιγάρα. Έπαψαν οι εποχές που εκείνος λαχταρούσε τα νεανικά κορμιά σαν να υπήρχε η ελπίδα να τον ανάσταιναν με το σφρίγος τους, κι εκείνη αναζητούσε ν’ αγαπηθεί για να αναγεννηθεί... Έπαψαν οι εποχές που κάθε μέρα τούς γερνούσε τριπλά, κι ήταν παγωμένες ως ο άνεμος, αγχώδεις σαν το προμήνυμα της καταιγίδας, μουσκεμένες με παράπονο...

Τώρα τα πράγματα είχαν χειροτερέψει. Βρίσκονταν καταμεσίς στην καταιγίδα, κι η καταιγίδα ήτανε τυφώνας. Ο κόσμος κι ό,τι γνώριζαν ως σημείο σταθερό στροβιλιζόταν και σκόρπιζε, διαλυόταν με πάταγο, καλυπτόταν από νερό και χώμα κι από άχρηστα αντικείμενα που διαρκώς επισωρεύονταν. Η συρροή αντικειμένων και χτυπημάτων απρόσμενων, τους είχε αφήσει με λιγότερες δυνάμεις. Είχαν αποκάμει, είχαν ξαπλώσει. Άλλο δεν μπορούσαν να σταθούν ορθοί. Μα αυτή η σχεδόν καταναγκαστική οριζόντια στάση, έκρυβε κάποιες άλλες χαρές.

Τώρα ο κόσμος ήταν ήρεμος επάνω στο διπλό κρεββάτι τους, στο κέντρο του τυφώνα. Το ρουμπινί κρασί λαμπύριζε, όπως τα μάτια. Τα μάτια που μέσα στο σμίξιμο του μεσόκοπου κορμιού –σμίξιμο αργό, ηδονικό, απολαυστικό, γεμάτο χάδι, γεμάτο στοργή και νοιάξιμο, ανέφελο, αμέριμνο– γίνονταν κι εκείνα ανέφελα, αμέριμνα. Στις κόρες τους αντικαθρέφτιζαν το βλέμμα του άλλου και ήταν όμορφα, σφριγηλά και νεανικά...Ίδια μ' εκείνα τα μάτια του πρώτου τους έρωτα, δεκαετίες πριν, που αρχικά τους μαγνήτισαν και τελικώς –μετά από ποικίλα σύρε κι έλα, παλινδρομίες και πάθη– τους γήτεψαν οριστικά και τους φυλάκισαν γλυκά τον ένα στον άλλο.

Περίττευαν τα ερωτήματα για την αύριο. Σμίκραινε η ανησυχία για τα έργα του σήμερα. Σε πλήρη παραίτηση από κάθε ανάγκη για επιδόσεις, ακόμα και ερωτικές, υπήρχαν απλώς για τη στιγμή, και η στιγμή έμοιαζε αιωνιότητα. Τι τέξεται η αύριο; Στον αποφασισμένο να πεθάνει, να ξεσπιτωθεί, να σμίξει με τον κόσμο των απόκληρων δεν υπήρχε σχέδιο για την αύριο. Υπήρχε μόνο η αίσθηση του σήμερα, και μια αυτοπαραίτηση γεμάτη εμπιστοσύνη. Αυτές τις τελευταίες μέρες, στην καρδιά της μνημονιακής κρίσης, τις μέρες που προηγήθηκαν μιας καθολικότερης καταστροφής, η σοφία και η επίγνωση ήρθε κι έφερε ξανά τη νεανική ανεμελιά. Ποτέ δεν ήταν τόσο ένα ο έρωτας με το θάνατο, κι εκείνοι ποτέ δεν ήταν τόσο έτοιμοι και για τα δυο.

21 Νοε 2013

Η Συγγνώμη



Michael Dumas, Όνειρο της Μέρας.
Λάδι σε καμβά.


Κοιτούσε έξω από το ανοιχτό παράθυρο τα πουλιά που πετούσαν. Αν το τοπίο ήταν πίνακας ζωγραφικός, θα γνώριζε πως τα πουλιά είναι η ζωή του, η κίνησή του, η ψυχή του πίνακα...

Ακόμη μούδιαζε πότε πότε από στεναχώριες προηγούμενων ημερών, ακόμη καρδιοχτυπούσε άξαφνα για εκείνες που προέβλεπε πως θα ’ρθουν...

Είχε μάθει να οικονομεί τις δυνάμεις της, που άλλωστε ολοένα λιγόστευαν. Η οικονομία στα πράγματα, στις κινήσεις, ακόμα και στα συναισθήματα είναι ίδιον των γερόντων.

Έδιωχνε την περίσκεψη για όσα θα έρχονταν, απολαμβάνοντας το πολύτιμο τώρα.

«Τα περισσότερα προβλήματα», σκεφτόταν, «ή λύνονται μόνα τους, ή απλώς ξεχνιούνται, ή τελικά δεν είναι τόσο τρομερά, μαθαίνεις να ζεις μαζί τους».

Δυσκολότερα από το φόβο για το μέλλον δάμαζε τις πικρίες από το παρελθόν.

Σήμερα, μέρα γιορτής, αποφάσισε κάτι ν’ αλλάξει. Ξημερώθηκε με καλή διάθεση και αφέθηκε να κοιτάζει τον ουρανό. Τα σύννεφα και τα πουλιά περνούσαν δίχως ν’ αφήνουν σημάδι. Μόνο τα αεροπλάνα άφηναν το χνάρι τους για λίγο. Κατόπιν έσβηνε κι αυτό.

Αποθαύμαζε τους ρυθμούς της φύσης.

Τι ωραία να μην αφήνουν σημάδια τα χρόνια και οι πίκρες που περνούν...

Για τα χρόνια δεν μπορούσε να κάνει κάτι. Τα άλατα στις αρθώσεις, οι αντοχές που μίκραιναν, οι κινήσεις που θα ήθελε να είναι ελεύθερες μα απαιτούσαν προσπάθεια, όλα διέψευδαν τις καλύτερες προθέσεις.

Φαντάστηκε ένα απώτερο, απώτατο ίσως ακόμη μέλλον, όπου η μνήμη δεν θα λειτουργούσε, και όλα θα έπαιρναν άλλες διαστάσεις.

«Αυτό είναι», αποθαύμασε... «Η λήθη είναι δώρο, είναι αμεριμνησία, είναι ελευθερία».

Πριν οδηγηθεί στον καταναγκασμό της λήθης αποφάσισε να σβήσει πολλά βαρίδια από τη μνήμη. Η μνήμη όφειλε να είναι πολύ οικονομική και πολύ αυστηρά επιλεκτική.

Ήδη είχε ξεχάσει τι έγινε χτες, τη σφοδρότατη εκείνη σύγκρουση. Ήδη ο πόνος έσβηνε. Ήδη τα μέλη της ελευθερώθηκαν. Ήδη ήθελε να χορέψει.

Χόρεψε με τις λέξεις σε τούτο το χαρτί, και ήταν το ίδιο...

Η συγγνώμη γίνεται τόσο εύκολη με τα χρόνια, όσο τη θεωρείς πολύτιμη.

Η συγγνώμη είναι ελευθερία... Μια ελευθερία που μοιάζει με τη νιότη.

8 Νοε 2013

Το Φως του Νοέμβρη


Αρχάγγελος Μιχαήλ, Αγία Σοφία, 9ος αι.
(Ευχαριστώ τη Βάγια Τζατζάρα)


Καρδιά του φθινοπώρου λογίζεται για μένα ο Νοέμβρης, με το δικό του φως το γιορτινό.

Με αγγελικό σάλπισμα ξεκινούσαν στο σπίτι οι γιορτές των Αρχαγγέλων στις 8. Γιόρταζε η γιαγιά μου, η γιαγιά Στάμω, η Σταματία, αυτή που μας μεγάλωσε τον αδερφό μου κι εμένα, και ήταν μια γιαγιά που ξεχείλιζε ζωή. Αυτή η γιαγιά μου είχε ιδιαίτερη αδυναμία, σε σημείο να ντρέπομαι. Ήμουν το μόνο κορίτσι ανάμεσα σε περισσότερα αγόρια – κι εγώ αγοροκόριτσο, αλλά κάτι καταλάβαινα κι από γυναικείες δουλειές, από πλεχτά και κεντήματα... Υπήρχε όμως και ένας ακόμα ιδιαίτερος λόγος που με αγαπούσε η γιαγιά, κι αυτός συνδεόταν με τον χρόνο γέννησής μου, το 1964. Στον λόγο αυτό θα επανέλθω. Ακούραστη και κάπως παχουλή, ήξερε να χαίρεται τη ζωή μέσα στις ποικίλες καταστάσεις που πέρασε, τις πολλαπλά δύσκολες, που σχημάτιζαν μια ζωή σαν μυθιστόρημα. Όταν, τα τελευταία χρόνια, οι γιατροί τής επέβαλλαν συγκεκριμένο διαιτολόγιο, έλεγε: «Πάψε μωρέ, να πάμε μια φορά χορτάτοι».

Θυμάμαι τα τελευταία Χριστούγεννα που πέρασε μαζί μας, κι η εγγόνα της η αγαπημένη είχε σκοτωθεί να μαγειρέψει: πίττες 5 λογιών με ανοιγμένα φύλλα, και τη σπέσιαλ χριστουγεννιάτικη πίττα, δικής μου επινόησης, με τη γέμιση από τη γαλοπούλα· ψωμιά σκέτα, και άλλα με κρεμμύδια και ξηρούς καρπούς, άσπρα, μαύρα, κίτρινα καλαμποκίσια (σε έναν απόλυτο εξευγενισμό της μπομπότας που έφερνε από Κατοχή όσα φέρνει ο άνεμος μιας γλυκιάς αφήγησης νοσταλγικής)· κρέατα ελαφριά και άλλα πιο μερακλίδικα (γαλοπούλα γεμιστή, φιλέτο τυλιχτό, χοιρινό με πατάτες και κυνήγια στο φούρνο), σπετσοφάγια, ρύζια ανατολίτικα, μακαρόνια σουφλέ για τους μικρούς, σαλάτες εξωτικές, τσουρέκια για τον καφέ, γλυκά σοκολατένια και κρεμώδη, καθώς και το λατρεμένο με γιαούρτι και ανανά... Αυτή η γιαγιά, η ζωηρή κι αλέγρα, η γιαγιά Στάμω, είχε αρχίσει να ξεχνάει. Εκείνη τη χρονιά έγινε μεγάλη επιχείρηση για να καταφέρει να έρθει στο σχετικά καινούργιο σπίτι μας, κι εγώ που πάντα οργίαζα μαγειρικά τα Χριστούγεννα και όχι τόσο τις καθημερινές, έβαλα τα δυνατά μου γιατί ήθελα να εκπληρώσω την επιθυμία της να πάει μια φορά χορτάτη, εκείνη η γιαγιά δεν θυμόταν την επομένη το λουκούλειο γεύμα της προηγούμενης, και ήταν όλο παράπονα που η εγγόνα της την είχε, όπως νόμιζε, ξεχάσει...

Αργότερα ακόμα, τη θυμάμαι που συρρικνωνόταν, καλοφροντισμένη και πεντακάθαρη χάρη στη μάνα μου, μέχρι που το σώμα της έγινε το σώμα ενός παιδιού, και η ψυχή της μας χαιρέτησε, κι ελπίζω να ευθυμεί με τους αγγέλους και τα όμορφα τραγούδια τους.



9 Νοεμβρίου, ανήμερα του Αγίου Νεκταρίου, γιορτή ζωής για το σπίτι. Ήταν η θεία μου άρρωστη και μόλις εγχειρισμένη από καρκίνο, βαριά. Κι εγώ μόλις γεννιόμουν, γι’ αυτό και η γιαγιά με ένιωσε σαν δώρο για τη ζωή του παιδιού της που κινδύνευε να χάσει. Δεν έγιναν όμως τελικά έτσι τα πράγματα. Ο άγιος θέλησε η θεία μου να ζήσει και να μας χαριστεί για χρόνια πολλά ακόμα, όπως αφηγείται η μητέρα μου στο βιβλίο της.

9 Νοεμβρίου, γενέθλια της μάνας, μιας μάνας στην οποία εκτός από τη ζωή και όλα τα άλλα, οφείλω ειδικότερα την πρακτική σκέψη και την αγάπη στη ζωγραφική. Και καθώς δεν είχε ονομαστική γιορτή η κυρά Αμαλία, τα γενέθλια της μάνας ήτανε λαμπρή. Και νά τα δώρα, που όλο δεν τα ήθελε, και νά οι εκπλήξεις και οι χαρές, όσο ζούσε ο πατέρας.

Φέτος μας κάλεσε η μάνα, να φάμε όλοι μαζί, μέρα σημαδιακή 9 Νοεμβρίου. Και θα είμαστε όλοι εκεί, μικροί μεγάλοι να τιμήσουμε τα 83 της χρόνια, με την ευχή να την αφήσει ακόμα ο Θεός, να μην την πάρει σε τόσο ταραγμένους καιρούς... Πέρα από ό,τι μας απσχολεί ως πολίτες, εύχομαι να γλυκάνει η κατάσταση στην πατρίδα, να μη φύγουν τόσο τρομαγμένα τα γεροντάκια, νιώθοντας πως ζούνε νέα κατοχή, κάπως διαφορετική αλλά και τόσο όμοια με την πρώτη, να μη φύγουν με το αίσθημα ότι γκρεμίζονται οι κόποι μιας ζωής...

9 Νοεμβρίου και έφυγε ο πατέρας. Μέσα από την αγκαλιά μου έφυγε, τη λίγη ώρα που απομακρύναμε από το προσκεφάλι του τη μάνα. Ησύχαζα τους γιατρούς και τις νοσοκόμες που κάτι κάνανε πως κάναν... Την ώρα εκείνη ήθελα να είμαστε εγώ, κι ο πατέρας, και ο Θεός... Οι άλλοι περιττεύαν. Περάσαν 14 χρόνια, και κλαίω τώρα σαν το θυμάμαι, όσο τότε δεν έκλαψα, καθώς ήθελα να είναι όλα τόσο γαλήνια, τόσο αγγελικά, όσο του άξιζε. Ήρθε κι ο αδερφός μου και σιωπηλά αγκαλιαστήκαμε, καθησυχάζοντας τους γιατρούς για να μη φλυαρούν. Πήγαμε σπίτι, ενώ η μάνα ετοιμαζόταν να γυρίσει στο νοσοκομείο, και κατάλαβε πως δεν χρειαζόταν πια. Τον ετοιμάσαμε, οι φίλοι ήρθαν σπίτι, να είναι καλά, μας συγκίνησαν. Και τα παιδιά μου, μικρά τότε, ανάστατα, σοβαρά, ντυμένα με τα σκούρα τους, καινούργια ρουχαλάκια, ήρθαν σε πρώτη επαφή με την άλλη τούτη όψη της ζωής.

Άλλη φορά θα αφηγηθώ τα άλλα.

 Η γιαγιά, η θεία και ο πατέρας.


10 Νοέμβρη, ανάπαυλα μικρή, διάλειμμα στο κυρίως θέμα της γιορτής.

Στις 11 γεννήθηκα εγώ, και αν η μέρα δεν είναι ασφαλώς σημαδιακή για την ανθρωπότητα, είναι για την αφεντομουτσουνάρα μου, και για τους αγαπημένους ανάμεσά σας, που είστε σημαντικοί στη ζωή μου, και μάλλον έχω κι εγώ μια μικρή σημασία για σας.

Γεννήθηκα παρηγοριά σε αρρώστια, βαφτίστηκα Ευαγγελία, φορτώθηκα χίλιες ελπίδες, απ’ τις οποίες γρήγορα ξεγλίστρησα...

Αλλοπαρμένη εκ πεποιθήσεως, και τώρα που το σκέφτομαι μοναχική κι αγαπησιάρα μονομιάς. Μα δεν χρειάζεται να πω τίποτε άλλο... με ξέρετε απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη. Για τα γενέθλιά μου αυτά και ως συμμετοχή στο post, ο άντρας μου μού χάρισε το τραγούδι του αρχάγγελου, και με έλιωσε, μ' έκανε κομμάτια, όπως μόνο αυτός ξέρει...

Τα παιδικά μου γενέθλια συνδέονταν με μεγάλο ξεφάντωμα, διότι καλούσαμε τα παιδιά ενός ιδρύματος, όπου βοηθούσε η θεία ως κοινωνική λειτουργός. Ζούσε μαζί τους. Είχαμε γίνει φίλοι, με τα θετά αδέρφια μου, και διατηρήσαμε με κάποια επαφή για χρόνια πολλά. Τα πολιτικά γεγονότα των Νοεμβρίων τα καταλάβαινα διότι ακυρώνονταν οι γιορτές γενεθλίων. Και αργότερα διότι μετείχα πάντα σε όλους τους θερμούς Νοέμβρηδες, που δεν έδιναν μονάχα επετειακές ευκαιρίες. Και τώρα ετούτη η Κυριακή στους δρόμους θα μας βρει και πάλι.

17 Νοέμβρη και ανήμερα στην επέτειο της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, το 1986, πήρε ο Θεός την πεθερά μου, τη Μαρία. Μια γυναίκα, που είχα προλάβει να γνωρίσω και να αγαπήσω, καθώς με τον Δημήτρη ήμασταν χρόνια φίλοι, αλλά δεν είχα προλάβει να ζήσω ως δεύτερη μάνα. Κι αυτή βιαστική, πολύ βιαστική για πάνω.

Με τα χρόνια, έχω πιο πολλούς ανθρώπους εκεί πάνω, παρά εδώ γύρω. Οι άγγελοι ανοίγουν τις γιορτές του Νοεμβρίου, οι άγγελοι και οι άνθρωποι μας συντροφεύουν, κατά μια παράξενη, βιωματική, προσωπική πεποίθηση πιο πολύ στη λήξη του φθινοπώρου.

Έτσι, ο Νοέμβρης διατηρεί το φως του, παρ’ όλη τη σκοτεινιά, με τις γιορτές του και τις διαδηλώσεις του που γεννούν την ελπίδα, και είναι κι αυτές μια παράξενη γιορτή.

Κι αν οι άνθρωποι που μας αγκαλιάζουν δεν είναι πάντα άγγελοι, να πω κι εγώ μ' ένα τραγούδι πως είναι όμως τόσο ζεστά και αιμάτινα ανθρώπινοι! Και κοντά σ’ αυτούς οι άνθρωποί μας που έχουν γίνει άγγελοι, παρέα με τους αγγέλους, σμίγουν τις γεννήσεις με τους θανάτους μας, τις πίκρες μας με τις γιορτές μας και τις ελπίδες μας, τον ουρανό με τη γη.

Αισθαντικότητα






Αισθαντικότητα
Κι αυθεντικότητα
Κάνουν το δυο σε ένα.

---------------------------
Το έργο είναι λεπτομέρεια από ημιτελές δικό μου, κάποια στιγμή μετά το 2008, που δεν θυμάμαι πια.
Ακρυλικό σε χαρτί. Ανυπόγραφο.
Ατελές όσο ατελής είναι ο έρωτας.