Mein Berlin...
Έχω σπίτι μου ένα άγαλμα, που το λέμε “Αγκάλιασμα”. Μπετό και σίδερο που το λυγίσαμε και του δώσαμε μορφή… Το έφτιαξα με εκείνον από ένα κομμάτι του τείχους, που ξηλώσαμε με τα χέρια μας. Ποτέ δεν έζησα στην πόλη αυτή… Τη γνώρισα όμως από την ανατολή προς τη δύση. Αγάπησα τη γκρίζα της ανατολή, των ζεστών ανθρώπων, και ταράχτηκα με το φανταχτερό κάποιων δυτικοβερολινέζων. Μου σχολίαζαν ήδη από την πρώτη στιγμή της διέλευσης, από ανατολή σε δύση, βαυκαλιζόμενοι με τη δική τους υποτιθέμενη υπεροχή. Αυτά τη δεκαετία του ’80.
Το ’90 ήμουν στ’ αλήθεια εκεί, εκεί που χτυπούσε η καρδιά της ευρωπαϊκής ηπείρου. Εκεί, τότε, συλλάβαμε την κόρη μας, καθώς κι η δική μας καρδιά χτυπούσε σε πρωτόγνωρους ρυθμούς…
Η πόλη νησί πάνω σε θάλασσα σταχτιά. Η πόλη του μυστηρίου. Η πόλη του έρωτα και της επανάστασης. Η πόλη της συμφιλίωσης. Η πόλη των διαδηλώσεων. Η πόλη που έκλεισε τις πληγές του διχασμού… Η ανθρωπογεωγραφία της, μια μοναδική ποικιλία… Τα φθαρμένα παπούτσια και τα γκριζωπά ρούχα, απ’ τη μια… τα ατσαλάκωτα κουστούμια και η αυθάδεια από την άλλη. Κι ανάμεσα ένας παράξενος, πολύχρωμος κόσμος, καλλιτεχνών, διανοουμένων, φοιτητών…
Επισκέφτηκα το Μουσείο του Βερολίνο με το βωμό της Περγάμου. Από το βωμό πήρε το όνομά του, Pergamonmuseum. Μαζί μας ήταν ένα ζευγάρι Γερμανών. Στεναχωρήθηκα, θύμωσα και αντέδρασα, σαν είδα το μνημείο. Η γνωστή απολογητική του ανδρός: «Αφού εκεί δεν μπορούν να τα φυλάξουν, ούτε να τα αξιοποιήσουν». Αριστερός, υψηλός διανοητής, τον είχα γνωρίσει σε ένα σεμινάριο για τον Πίτερ Βάις (Peter Weiß) στο Αμβούργο, και μου είχε γνωρίσει ξανά την ελληνική μυθολογία μέσω του βιβλίου του Βάις, Η Αισθητική της Αντίστασης. Και όμως, επέμενε, στην υπεροχική του στάση. Όπως κι εμείς στην αντίσταση και την αισθητική της. Η φίλη του και στενή φίλη μου, με μισές ρίζες ιταλικές, συμφωνώντας ενεργά μαζί μου, δυστύχησε τη μέρα εκείνη. Η επίσκεψη τελείωσε με δάκρυα και σιωπή.
Την ίδια περίοδο εργαζόμουν στο Πανεπιστήμιο της Μαρβούργης. Δίδασκα και μετείχα σε όλες τις διαδικασίες. Ήταν μια από τις οάσεις της ζωής μου. Γυρίζοντας πνίγηκα στο βάλτο των ακαδημαϊκών πραγμάτων στην Ελλάδα. Ο γερμανός καθηγητής μου έχει έρθει στην Ελλάδα τρεις φορές από τότε. Τις μόνες σχεδόν που είχα ξανά την ευκαιρία να μιλήσω γερμανικά, την υπέροχη αυτή γλώσσα του Γκέτε και του Σίλερ, που βιάσθηκε και βιάζεται και σήμερα από τον ξύλινο λόγο πολιτικών.
Ταραγμένος ο καθηγητής μου από τη θέση μου για τα ελληνικά πολιτικά πράγματα και τη γνώμη μου για τη γερμανική πολιτική σκηνή, εκτίμησε πάντως δεόντως ένα ποίημα, το μόνο που έχω γράψει στα γερμανικά (2011). Ένα ποίημα άκρως καταγγελτικό.
Διχασμένη ανάμεσα σε αναμνήσεις, διαψεύσεις και όνειρα, για τη Γερμανία και το Βερολίνο, περιμένω αυτές τις μέρες τον καθηγητή μου, με ιδιαίτερη χαρά. Όπως κάθε άνθρωπο που ανοίγει ένα παράθυρο στον κόσμο, ένα παράθυρο στο φως.
Μια ένταση ανάμεσα στο προσωπικό και το πολιτικό θα μας σημαδέψει.
Στο Βερολίνο επέστρεψα μια δυο φορές και παρακολουθούσα τη δειλή αρχικά, πλήρη αργότερα μεταμόρφωση. Έχασα τα σημάδια μου. Σήμερα πια συνδέω την ευρωπαϊκή μητρόπολη, την πόλη των αντιθέσεων, με ακούσματα ενός δημόσιου λόγου που μοιάζει με κρώξιμο κουρούνας. Das ist nicht mein Berlin. Δεν με συνδέει πια τίποτε, παρά η μνήμη, που τη στρατωνίζω σε λογική παράταξη. Μια ελπίδα ανομολόγητη, μια ουτοπία, ίσως φενάκη και πάνω απ’ όλα το δάκρυ της διάψευσης…
Wie toll!
Gesang einer erniedrigten Heimat
Es regnet.
In unserem sonnengesegneten Land
Es regnet unheimlich.
Ein reicher Bach
Fließt dem Strom
Unserer Wut entgegen.
Die Krankenschwester aus dem Osten
Spielt ihre sadistische Spiele
Weiter fort.
Die wahren Intentionen
Ziehen sich aus jedem
Vortext heraus.
Der schlimme nackte Körper
Des Ungeheuers
Glänzt in all seinen
Metallischen Teilen.
Wir zittern in dem leeren Raum
Eines Vacuums
Der unser Lebensraum wird.
Von nun an
Das Fürchten und das Zittern
Unsere Heimat...
Aber hasch...
Raus dieses Teufels-Reich
Schreit die helle unreife Stimme
Eines jungen Knaben.
Wir lächeln.
Arm, nackt und sorgenfrei
Lächeln wir und tanzen.
Das Ungeheuer wundert sich.
Der Sonne bestrahlt unseren
Dunklen himmelschönen nackten Körper.
Die Tropfen des Regens
Ein leiser Segen.
Wir besitzen gar nichts.
Wir sind frei.
Wir lachen und tanzen
Den Halleluja-Blues
Indem wir uns unbewußt
Auf dem Weg
Unseres Herrn
Befinden
Des gekreuzigten
Und auferstandenen.
Wir sind kein Volk
Wir sind Mohnblumen.
Το τραγούδι
μιασ ταπεινωμενησ πατριδασ
[Μεταφραστική Απόπειρα]
Βρέχει.
Στὴ γῆ μας τὴν εὐλογημένη
ἀπὸ τὸν ἥλιο
Βρέχει τρομερά.
Ἕνα πλούσιο ρυάκι *
Ἔρχεται νὰ
συναντήσει
Τὸ ἄγριο ρεῦμα τῆς ὀργῆς
μας.
Ἡ νοσοκόμα ἐξ ἀνατολῶν
Συνεχίζει νὰ παίζει
Τὰ σαδιστικά της
παιχνίδια.
Οἱ ἀληθινὲς
προθέσεις
Ἀπεκδύονται
Κάθε πρόσχημα.
Τὸ ἄσχημο γυμνὸ
κορμὶ
Τοῦ τέρατος
Γυαλίζει
Σὲ ὅλα τὰ μεταλλικά
του μέρη.
Τρέμουμε στὸν κενὸ
χῶρο
Ἑνὸς vacuum
Ποὺ μέλλεται νὰ
γίνει
Ὁ ζωτικός μας χῶρος.
Ἀπὸ ἐδῶ καὶ μπρός
Ὁ φόβος καὶ ὁ τρόμος
Πατρίδα μας...
Ἀλλά...
Κάτω
τοῦτο τὸ διαβολοβασίλειο
Φωνάζει μιὰ ἀνοιχτὴ
ἄγουρη φωνὴ
Νεαροῦ ἀγοριοῦ.
Χαμογελᾶμε.
Φτωχοί, γυμνοὶ κι ἀνέμελοι
Χαμογελᾶμε καὶ
χορεύουμε.
Τὸ τέρας ἀπορεῖ.
Ὁ ἥλιος χαϊδεύει
Τὰ σκουρόχρωμα
Θεϊκὰ γυμνά μας
σώματα.
Οἱ στάλες τῆς βροχῆς
Μιὰ σιγαλὴ εὐλογία.
Δὲν κατέχουμε
τίποτα.
Εἴμαστε ἐλεύθεροι.
Γελᾶμε καὶ
χορεύουμε
Τοῦ Ἀλληλούια τὸν ἀργὸ
χορὸ
Καθὼς ἀνεπίγνωστα
Πορευόμαστε
Τὸ δρόμο
Τοῦ Κυρίου μας,
Τοῦ Σταυρωμένου
Κι Ἀναστημένου.
Ἐμεῖς δὲν εἴμαστε
λαός
Εἴμαστε παπαροῦνες.
* Πρόκειται
γιὰ λογοπαίγνιο. Στὸ πρωτότυπο "reicher Bach" θυμίζει τὸ ὄνομα τοῦ Reichenbach.
Αρκετό καιρό είχα στο νου μου να γράψω κάτι τέτοιο. Αφορμή όμως για το κείμενο ήταν ένα ομώνυμο στο blog του Silentcrossing, που με μάγεψε, μου ξύπνησε αναμνήσεις και έδωσε το έναυσμα για ένα αρχικό σχόλιο, που αργότερα αναπτύχθηκε και συνδέθηκε με ένα παλιότερο ποίημα και ένα γεγονός.
Αρκετό καιρό είχα στο νου μου να γράψω κάτι τέτοιο. Αφορμή όμως για το κείμενο ήταν ένα ομώνυμο στο blog του Silentcrossing, που με μάγεψε, μου ξύπνησε αναμνήσεις και έδωσε το έναυσμα για ένα αρχικό σχόλιο, που αργότερα αναπτύχθηκε και συνδέθηκε με ένα παλιότερο ποίημα και ένα γεγονός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου