8 Μαΐ 2013

Η Καρφωτή


Είχε τσακωθεί με τις αδερφές του για τα περιουσιακά τους. Έτρεχαν στα δικαστήρια. Βρέθηκε κι ένας χωριανός και πήγε μάρτυρας εναντίον του. Άλλοι έλεγαν ότι δεν είχε καμιά δουλειά να ανακατευτεί σε οικογενειακό καυγά, άλλοι όμως έλεγαν πως κάποιος έπρεπε να πει τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη.

Μα Μεγάλη Βδομάδα, ο αθεόφοβος αναστάτωσε το χωριό απ’ άκρη σ’ άκρη. Και δεν ήταν η πρώτη φορά. Γιατί και άλλοτε, χρόνια πριν, μέρες Χριστούγεννα ήταν, είχε και πάλι αναστατώσει το χωριό, χάρη στην αδυναμία του στον ποδόγυρο. Τότε κλέφτηκε με μια παντρεμένη, που τον ακολούθησε αφήνοντας τα παιδιά της τρισάρφανα. Μια φορά ορφανά καθώς δεν είχαν πια μάνα, μια φορά που η μάνα τα εγκατέλειψε ασυλλόγιστα αφήνοντάς τα στη γειτόνισσα, και μια τρίτη, μάλλον την πικρότερη, από τα λόγια του κόσμου. Λίγο αργότερα την παράτησε κι αυτή δαρμένη, αλλά το κακό είχε γίνει.

Αυτόν λοιπόν τον άνθρωπο τον έβαλε και πάλι ο πειρασμός να τιμωρήσει τον εναντίον του μάρτυρα στη δίκη, καρφώνοντάς τον στο υγειονομικό, που τους ειδοποίησε εν όψει Πάσχα. Γιατί ο μάρτυρας ήταν τσοπάνος και ήταν βέβαιο ότι θα έσφαζε αρνιά, όπως έκαναν όλοι οι τσοπάνηδες τέτοιες μέρες.

Καθώς λίγα χρόνια πριν είχε κλείσει και το τελευταίο σφαγείο του νομού, όλοι μα όλοι οι τσοπαναραίοι έσφαζαν στα μαντριά και στους στάβλους τους.

Και ήτανε γιορτή. Γιατί όλοι οι ντόπιοι λαχταρούσαν τα αρνάκια από τα μέρη του Ελικώνα και εμπιστεύονταν την παραδοσιακή κτηνοτροφία. Μαζί μ’ αυτούς κι οι φίλοι τους. Έρχονταν, λοιπόν, και διάλεγαν το αρνί ζωντανό, μέσα από το κοπάδι. Διάλεγαν εκείνο που τους άρεσε από υγεία και ομορφάδα και τους ταίριαζε και στα κιλά, κατά προσέγγιση πάντα. Η σφαγή γινόταν μπροστά στον πελάτη. Κατόπιν, το φούσκωμα, το κρέμασμα, το γδάρσιμο, το πλύσιμο της αντεριάς και της κοιλιάς… [Σ’ όσους φαίνεται βάρβαρη και αποτρόπαιη τούτη η συνήθεια, ας αναλάβουν τις ευθύνες τους κι ας μην φάνε κρέας, ούτε καν χάμπουργκερ εις τον αιώνα – γιατί η αλλοτρίωση, η αποξένωση από τις βασικές διαδικασίες της ζωής και η υποκρισία έχουν περισσέψει]. Κι ανάμεσα στις δουλειές, εκεί στα ορεινά, με πλέρια θέα, τρώγαν και πίναν ένα γεμάτο ποτήρι στο Πάσχα που έρχεται και στη χαρά. Και οι γυναίκες έστελναν νηστήσιμους μεζέδες, αντικέρασμα στον κόπο των ανδρών. Εκεί, στα μαντριά και τους στάβλους, ξεκινούσε και το πασχαλινό ξεφάντωμα, καθώς έσμιγαν, μια φορά τουλάχιστον το χρόνο, ξαδέρφια, γείτονες και ξενιτεμένοι συγγενείς, αυτοί που οι εντελώς ντόπιοι και μόνιμοι κάτοικοι των βουνών τους ονόμαζαν καταχρηστικά «Αθηναίους».

Εκεί εξάλλου, μέσα στις τρεις τελευταίες μέρες της Μεγάλης Βδομάδας, παίζεται και το βασικότερο μέρος του ετήσιου εισοδήματος όλων των κτηνοτρόφων και των οικογενειών τους.

Γι’ αυτό και οι οικογένειες είναι επί ποδός πολέμου, και όσοι μπορούν σπεύδουν να βοηθήσουν τον τσοπάνο… Αυτές οι δουλειές θέλουν χέρια.

Μα φέτος όχι. Γιατί η καρφωτή έκανε τη ζημιά της. Αγωνία στους τσοπάνηδες. Σίγησαν τα μαντριά. Η αλληλεγγύη λειτούργησε και ειδοποιήθηκαν όλοι με τα κινητά σε χρόνο μηδέν. Μπορεί η καρφωτή να αφορούσε έναν συγκεκριμένο, αλλά αν ερχόταν το υγειονομικό δεν θα πήγαινε και πιο εδώ ή πιο εκεί;

Η διαδικασία της σφαγής από πανηγύρι έγινε εναγώνια ολονυχτία. Πήγε όντως το υγειονομικό σε ένα δυο σημεία, αλλά οι τσοπάνηδες έσφαζαν αλλού, και είχαν μαζέψει και τα σφάγια από όλα τα πιθανά μέρη.

Οι πελάτες όμως δεν διάλεξαν το αρνί τους φέτος. Εμπιστεύθηκαν με μάτια κλειστά, χάρη στη στέρεα γνώση και την πλέρια ικανοποίηση της προηγούμενης χρονιάς. Ταλαιπωρήθηκαν για να παραλάβουν, σε συνθήκες άκρας προφύλαξης και ημιπαρανομίας.

Οι τσοπάνηδες κοψομεσιάστηκαν δουλεύοντας όλη νύχτα. Τους έπεσαν οι πλάτες, και η ψυχή τους ανέβηκε πολλές φορές στο στόμα. Κανένας δεν έπαθε ζημιά. Κάτι αντεριές ξεχάστηκαν μέσα στη νύχτα, και φέτος δεν έφαγαν όλοι κοκορέτσι. Αυτό ήταν όλο. Αφού τέλειωσαν και άρμεξαν για πρωί, γύρισαν σπίτια τους, πλύθηκαν και συγυρίστηκαν ακριβώς πάνω στην ώρα που ξεκινούσε η θεία Λειτουργία του Σαββάτου, η πρώτη Ανάσταση.

Η θεία αυτή Λειτουργία παρηγόρησε όλες τις ελλείψεις. Γιατί ο «δανεικός» παπάς του μικρού χωριού, ο καινούργιος παπάς που είναι και άμισθος μάλιστα, ήταν το καλύτερο δώρο!

Με βάση τυπικό που κληρονόμησε από τον «γέροντά» του, ευχή και εντολή, η θεία Λειτουργία τελέστηκε πάνω στον στολισμένο επιτάφιο, που ήταν τοποθετημένος στο κέντρο του ναού. Εκεί ήταν το ιερό, εκεί ο Χριστός, κι εμείς ολόγυρα. Με δυο λόγια εξήγησε το νόημα του τυπικού και του μυστηρίου, και συγκλονίστηκε πάσα ψυχή ζώσα. Μετά τις αιματηρές θυσίες των αμνών και τις υποχθόνιες δολοπλοκίες κάποιων χωριανών, ήρθε η ώρα της αναίμακτης θυσίας του Κυρίου και Θεού μας. Εκεί δίπλα μας, ανάμεσά μας, σε απόσταση που θα άγγιζαν τα χέρια μας. Περάσαμε από τον βαρβαρισμό στον πολιτισμό, το χαμόγελο και οι ευχές ήταν πηγαίες. «Τὸν ληστὴν αὐθημερὸν τοῦ Παραδείσου ἠξίωσας», νιώσαμε στα σπλάχνα μας, και ευχόμενοι ο ένας στον άλλο «Καλή Ανάσταση» συγχωρήσαμε «πάντα τῇ Αναστάσει».

Δεν υπάρχουν σχόλια: