Βιώνοντας την απόλυτη περιφρόνηση η Δάφνη από τον Αχιλλέα, κατάπιε για πολλοστή φορά τα δάκρυά της και ανασκουμπώθηκε. Δεν θα με τρελάνει, τελείωσε! είπε μέσα της με απόφαση. Κι αν ο όρος για να μην την τρελάνει ήταν η απόλυτη παραίτηση από το θέλημά της, η απόλυτη καλογερική, μοναχική διάσταση στη ζωή;
Στη σκέψη αυτή δίστασε προς στιγμήν. Αλλά, ναι, αν αυτό ήταν, θα έπρεπε τελικά να το περάσει. Είχε ζήσει αρκετά ασκητικά τα τελευταία χρόνια ήδη, για να γνωρίζει ότι δεν μπορεί να ικανοποιείται η κάθε επιθυμία. Η έσχατη φτώχεια στην οποία είχε περιέλθει την είχε διδάξει ότι ακόμα και βασικές, εντελώς στοιχειώδεις ανάγκες και επιθυμίες για τη ζωή, δεν θα ικανοποιούνταν. Αντίθετα, θα βίωνε μια διαρκή αγωνία, ένα απόλυτο υπαρξιακό άγχος για το ελάχιστο.
Κατά κάποιο παράδοξο, όμως, τρόπο, οι ελάχιστες επιθυμίες της επιβίωσης καλύπτονταν μέρα τη μέρα, που μπορεί να πλησίαζε το φάσμα του θανάτου, αλλά δεν το άγγιζε. Και αυτή η αίσθηση ξυπνούσε μέσα της μια εμπιστοσύνη, μιαν ανεμελιά.
Κάπου, σ’ ένα παράξενο μονοπάτι της καρδιάς, σε μια ιδιότυπη διαδρομή του νου, χαιρόταν τη δοκιμασία, και αφηνόταν στην τύχη, στον Θεό, ό,τι θέλετε πέστε. Αυτή την παραδοξότητα την απολάμβανε με ντοστογιεφσκική συνέπεια… Γιατί όχι, δεν το είχε ρίξει στην ευσέβεια, και με τον Θεό παρέμενε βαθύτατα θυμωμένη, ρουφώντας τις αντιφάσεις της σαν την τελευταία ρουφηξιά μιας γρανίτας λεμονιού.
Θυμόταν έναν ντοστογιεφσκικό ήρωα, που διέθετε ελάχιστο τσάι, αλλά καθόλου ζάχαρη πια και καμία θέρμανση. Κουκουλωμένος στα νοτισμένα από την υγρασία στρωσίδια, καθόταν και περίμενε, κάτι αναπάντεχο ή το θάνατο. Το αναπάντεχο ήρθε στην προκειμένη περίπτωση με τη μορφή της σπιτονοικοκυράς, που έδωσε με τη φροντίδα της λίγη παραπάνω ζωή στον ήρωα αλλά και στην αφήγηση. Θυμόταν την απόλυτη κρυάδα που είχε διαπεράσει τα νώτα της σαν πρωτοδιάβασε εκείνες τις αράδες, τον πόνο που της γεννούσε η αίσθηση ενός Ρώσου, έστω και ήρωα μυθιστορήματος, μπροστά στην απόλυτη αδυναμία και προσμονή του θανάτου. Ποτέ δεν της πέρασε από το νου ότι θα ’ρχόταν η ώρα να γνωρίσει από κοντά εκείνη την αίσθηση και την επακόλουθη ιλιγγιώδη ταλάντωση ποικίλων, απερίγραπτων και ακατανόμαστων συναισθημάτων, μέχρι το πλήρες μούδιασμα του συναισθηματικού της κόσμου.
Παρότι τα βιβλία του Φιοντόρ Μιχαήλοβιτς βάραιναν τα ράφια στο σπίτι όπου ακόμα διέμενε, από τον αγαπημένο της συγγραφέα κρατούσε πια μόνο ό,τι της πρόσφερε η μνήμη, μνήμη πολυετούς, επίπονης και επαναληπτικής ενασχόλησης… Δεν κατόρθωνε όμως να τον πιάσει στα χέρια της πάλι, και να φορτώσει θλίψη στη θλίψη, βάρος στο βάρος.
Θα γίνω καλός καπετάνιος, με τόση φουρτούνα, σκεφτόταν, σε μια φάση έξαρσης, στην κορύφωση μιας δραστήριας τρέλας, ενώ με μια ιστιοσανίδα προσπαθούσε να ισορροπήσει στα κύματα των 9 μποφόρ.
Άλλοτε πάλι φανταζόταν πως πορευόταν πάνω σε βουνά, διέσχιζε λαγκάδια, εφτά ποτάμια, σκοτεινά έμψυχα δάση με ξωτικά, ενώ στην τελική δοκιμασία έπρεπε να περάσει μια στενή λουρίδα γης που ένωνε δύο ηφαιστιογενή βουνά… Καθώς η καυτή λάβα κυλούσε κάτω από τα πόδια της, αυτή χοροπηδούσε από πέτρα σε πέτρα, που μαύρες και γεμάτες ρινίσματα σιδήρου κατρακυλούσαν κάτω από τα πόδια της σε μια χαράδρα χωρίς πάτο, εξίσου ζοφερή, απόκρημνη και μαύρη… Και ένιωθε ελαφριά, όλο και πιο ικανή να πραγματώνει αυτά τα απίθανα ακροβατικά, και να πορεύεται πηδώντας και ακροπατώντας με πείσμα και σχεδόν λυσσώδη μονομανία, τραβώντας το δρόμο της και αγνοώντας πλήρως και συνειδητά το έδαφος που κατέρρεε δίπλα της.
Ένα βήμα και ένα πρόβλημα τη φορά θα αντιμετώπιζε, και τα άλλα θα τα διέγραφε προσωρινά εντελώς από τη σκέψη της. Θα ισορροπούσε κοιτώντας μακριά και όχι κάτω, στο βάραθρο. Μια διαδικασία επιλεκτικής λήθης, εσκεμμένης άγνοιας, έσωζε το μυαλό της από την τελική καταστροφή. Γιατί αυτό ήταν το έσχατο οχυρό, σημαντικότερο ακόμα και από την προφύλαξη της υγείας, η διαύγεια του νου.
Είχε διαπιστώσει την παρήγορη αλήθεια, πως κάποια προβλήματα λύνονται μόνα τους, κάποια ξεχνιούνται, με κάποια συμφιλιώνεσαι και ζεις με αυτά, και λίγα μόνο, πραγματικά ελάχιστα, είναι εκείνα για τα οποία πρέπει όντως να κάνεις κάτι.
Και καθώς το ζητούμενο είναι κατά βάση να μη γίνουν τα πράγματα χειρότερα, αν στο όνειρο προχωρούσε ακάθεκτη, στην πραγματικότητα έβλεπε στην ηθελημένη αδράνεια μια μορφή επιβεβλημένης λύσης. Ας κάνει ο Θεός ό,τι θέλει, έλεγε με ανέμελη παιδικότητα, μετεωριζόμενη μεταξύ αλήθειας και ψεύδους…
Πολύ προσεχτικά απέφευγε να κάνει κινήσεις, όταν ήταν θυμωμένη ή τόσο απελπισμένη, όσο τώρα. Έτσι, δεν αγκιστρώθηκε στο λαιμό του συναδέλφου που της έδινε πολλά περιθώρια και την προσκαλούσε με χίλιους μυστικούς τρόπους, νύξεις και υποσχέσεις… Ήταν αρκετά μεγάλη και αρκετά έμπειρη για να γνωρίζει τη φενάκη τέτοιων διαφυγών και να είναι δυο και τρεις φορές προσεκτική. Όχι ότι θα τις απέκλειε, αν συνέτρεχαν όντως οι συνθήκες… αλλά δεν έμοιαζε να είναι όντως η περίπτωση… Η λύση δεν είναι, σκεφτόταν, μια διαρκής ταλάντωση από τα ουράνια του έρωτα στα τάρταρα της απελπισίας… Κάπου θα σπάσει αυτό το τεντωμένο σκοινί και θα τσακιστούμε στην άβυσσο, διατύπωνε το φόβο της σε πρώτο πληθυντικό, περιλαμβάνοντας τον εαυτό της αλλά και όσους εξαρτώνταν απ’ αυτήν… Κι αυτοί η εξαρτώμενοι, παιδιά και γέροι, που κρέμονταν μαζί της στο ίδιο σκοινί, παραδόξως αντί να το βαραίνουν το αλάφραιναν και της έδιναν μεγαλύτερες δυνάμεις για να τα βγάλει πέρα…
Τον ίδιο συνάδελφο συμπαθούσε ιδιαιτέρως και η Γιάννα, και σαν να της ζητούσε την άδεια για να προχωρήσει. Η Δάφνη υπέθετε ότι ο εν λόγ
ῳ έπαιζε διπλό και γιατί όχι πολλαπλό παιχνίδι… Έκανε τράκα τρία ολόκληρα τσιγάρα, που τα κάπνισε μονορούφι όσο να το καλοσκεφτεί…
Όλες τις άδειες ευχαρίστως να τις παρείχε, αλλά πώς να μη μοιραστεί την ανησυχία της για την έκβαση τέτοιων σχέσεων, μεταξύ ανθρώπων με λοιπές υποχρεώσεις, ρημαγμένα σπίτια και απλήρωτους εδώ και μήνες;
Έβλεπε όμως τη χαρά στα μάτια της φίλης της και δεν έλεγε κουβέντα. Και το πολλαπλό παιχνίδι το έκρινε με κάποια επιείκεια. Αντί για πετονιά, το παραγάδι… Έξυπνη κίνηση, σκεφτόταν, αφού τα πάντα μας εκπαιδεύουν σε μια πάσῃ θυσίᾳ παραγωγικότητα. Ο καθένας στη ζωή παίρνει το μάθημά του, και σπάνια μαθαίνουμε από την πείρα των άλλων, λογάριασε. Έτσι, μόνο μια φορά έκανε στη Γιάννα κάποιες νύξεις, ως προς κάποιες ανησυχίες που την έζωναν, αλλά ο κρυπτικός της λόγος δεν έπεσε σε ώτα ευήκοα…
Νιώθω ευτυχισμένη, της είπε η φίλη της, κι η Δάφνη δεν τόλμησε να της μιλήσει για φενάκη… Εξάλλου, τι λόγος της έπεφτε, και γιατί να αποκλείσει μια θετική έκβαση στη ζωή… Όσα ξέρει ο νοικοκύρης δεν τα ξέρει ο κόσμος όλος, συμπέραινε κι αφηνόταν να εκπλαγεί…
Άλλωστε, στο πρόσφατο παρελθόν, μια καλή κατάθλιψη την είχαν περάσει κι οι δυο τους, και ήταν και συλλογική μεταξύ των συναδέλφων. Η ανάμνηση ήταν νωπή… Τότε ακόμα, τα πράγματα ήταν πιο ανώδυνα. Τότε, η ανησυχία γεννιόταν για μελλοντικά ενδεχόμενα… Τώρα, που το μέλλον έγινε παρόν, βίωναν το ανυπόστατο του παρόντος. Θα περάσει, έλεγαν, με πλήρη άρνηση της στιγμιαίας μηδενικής παροντικής διάστασης. Η Γιάννα με τη σκέψη του Γιώργου ξέφευγε εντελώς από το πλαίσιο του χωροχρόνου, και της πραγματικότητας. Η Δάφνη επίσης κάπως ξεπερνούσε την κατάθλιψη… πώς ακριβώς δεν ήξερε… Ίσως γιατί τέτοιες νοσηρές συναισθηματικές περιπέτειες δεν χωρούσαν την ώρα της μάχης, που καλούσε σε εγρήγορση…
Είμαι πολύ σκληρή και πολύ γριά πια, διαπίστωνε και θυμόταν τις γριές του χωριού, τις χτυπημένες πολλές φορές από το θάνατο, που όμως άντεχαν καλύτερα από τις νεότερες, σαν να είχαν συμφιλιωθεί με την ακύρωση της ζωής, που τη θεωρούσαν φυσικό κομμάτι της.
Αλλά δεν ήθελε να είναι γριά… Με κίνηση και χορευτική διάθεση ανέβασε τη φυσική της κατάσταση. Ήρθε η ευεξία και το κέφι. Και μαζί μια αίσθηση εθελούσιας στέρησης, μια πραγματική απόλαυση του αισθήματος της πείνας…
Ο Αχιλλέας αποσυρόταν στα παρασκήνια αυτού του διηγήματος και στα παρασκήνια της σκέψης και των αισθημάτων της Δάφνης. Κι αυτό παρότι η κοινή διαμονή στο ίδιο σπίτι, το μοίρασμα κοινών δουλειών που έπρεπε να γίνουν, οι βασικές ανάγκες, η ικανοποίηση των οποίων απαιτούσε τέχνη μεγάλη, έφερναν τη μια πρόκληση πίσω από την άλλη.
Για πρώτη φορά κατάφερνε η Δάφνη να μη βλέπει τον κόσμο μέσα από το δικό του απαξιωτικό βλέμμα, να μη βλέπει τον εαυτό της μέσα από τα γυαλιά της μόνιμης αποδοκιμασίας και διαρκούς κατηγόριας για όλα τα δεινά της κοινής τους ζωής.
Έπαψε να επιθυμεί το οτιδήποτε, και χαιρόταν με το κάθε τι… Συμφιλιώθηκε με τη στέρηση, ακόμα και αυτή τη συναισθηματική.
Φάση είναι, μπορεί και να περάσει, συμπέραινε με καλογερική αυταπάρνηση και χαμόγελο που ζέσταινε τους φίλους και εκνεύριζε απίθανα τους εχθρούς.
Τον Αχιλλέα αν τον ζέσταινε ή τον εκνεύριζε το πλατύ χαμόγελο, δεν θα στεκόταν να μάθει. Ήταν ζήτημα δικό του, κι εκείνος ήξερε να ελέγχει το πώς ένιωθε. Πάντα επέλεγε να νιώθει τα χειρότερα… Θα γκρεμοτσακιστεί ο καημένος, σκεφτόταν, και κατόπιν περιέκοπτε τις προβλέψεις που περιείχαν ανομολόγητη έγνοια και περισσή έπαρση μαζί, και άφηνε τον Αχιλλέα να κάνει κουμάντο στον εαυτό του…
Και πίσω από τον Αχιλλέα, πίσω από τη Γιάννα, πίσω από τον Γιώργο, άφηνε τον Θεό να διαπαιδαγωγήσει, την ίδια και τους άλλους… Αυτόν τον ίδιο με τον οποίον οργιζόταν αδιάκοπα…
Πρώτη φορά στην πιο δύσκολη φάση της ζωής της ένιωθε αληθινά ευτυχισμένη, με τρόπο σκληρό, σαν να κοιμόταν στην κυριολεξία στα σανίδια… κι αντί να βαρυγκωμά, συνήθιζε και χαιρόταν το τέντωμα της πλάτης.
Ανώμαλη με μαζοχιστικά σύνδρομα, ή καλόγρια γεμάτη αρετές, ποσώς την ενδιέφεραν οι τελικές διαγνώσεις και ιδίως των ψυχολόγων… Κι ενώ η ίδια η επιβίωση ήταν αμφίβολη, εκείνη ζούσε και ρουφούσε το μεδούλι της ζωής. Όσο ήταν καιρός, ζούσε το παρόν στο ρυθμό των ντραμς, κι η παραπονιάρα τρομπέτα μέσα της γινόταν ουράνια μουσική... Ο νέγρικος ουρανός της χαμογελούσε, πιο φωτεινός παρά ποτέ…