27 Φεβ 2013

Είναι Ψεύτρες, οι Φωτογραφίες;




Τι μου έκανες σήμερα φίλε Γιώργο! Στέριωσα τη σκάλα, ανέβηκα στα πατάρια, χώθηκα στις κούτες και ψάχνω να βρω παιδικές μου φωτογραφίες… Μάταιο! Δεν υπάρχουν στο σπίτι… Βυθίστηκα στο βάθος του χρόνου και έφτασα μέχρι τα παιδικά χρόνια των δικών μου παιδιών… Ξέμειναν και πάλι οι δουλειές… Χάρηκαν τα μάτια τόσες αγκαλιές… Τόσα χαμόγελα… Τόσες στιγμές οικογενειακές… Εδώ τα τρία μικρά γυμνά στη μπανιέρα. Εδώ η Εύη και ο Δημήτρης αγκαλιά. Και πάλι παρακεί. Εδώ, η Μαρία γίνεται η "μαμά" του Γιώργου… Εδώ τα δυο μεγάλα παρατηρούν το νεογέννητο και τριπλοβαπτισθέν (άλλη φορά αυτή η ιστορία!). Εδώ ξαπλώνουμε [τις κορμάρες μας!] στη θάλασσα… Εκεί ο Δημήτρης πετάει τα παιδιά αεροπλάνο. Να κι ο παππούς, ο πατέρας του Δημήτρη, νεότατος. Και η γιαγιά, η μάνα μου, σαν να της μοιάζω τώρα… Ο πατέρας μου, με τα μικρά στο χαλί… Τα πάρτι, μια πλημμυρίδα από παιδιά… Εγώ με το ένα, ή με το άλλο, ή με τα δύο ή και τα τρία… Ταξίδια… Περιηγήσεις στο μαγικό κόσμο των παιδικών βιβλίων… Ζωγραφίζοντας… Κάνοντας κωλοτούμπες και ακροβατικά… Περιηγήσεις στα βουνά. Στη σκηνή το καλοκαίρι… Οικοδομικές εργασίες. Πάλι με τον Δημήτρη αγκαλιά. Φαγητό σε ταβέρνες… Σε επισημότερες δεξιώσεις. Καβάλα στο γαϊδούρι… Ο θείος μας χάρισε σκέιτμπορντ, και διασχίζουμε το σαλόνι απ’ άκρου σ’ άκρο! Τα ποδήλατα, διαδοχικά. Οι διακοπές με το σκυλί και τα ποδήλατα. Ποδηλασία στο βουνό. Η Πεντέλη βαθυπράσινο δάσος… Στο αεροδρόμιο. Μιλώντας σε συνέδρια. Στους Δελφούς και τον όσιο Λουκά Βοιωτίας. Σε δεκάδες μέρη, ιστορικά και ανιστόρητα… (sic) Με φίλους από όλα τα μέρη του κόσμου. Ω, πόσο αδύνατη ήμουν! (Γιατί πάντα πίστευα πως είμαι χοντρή;). Με τα ξαδέρφια των παιδιών. Με τα δικά μας αδέρφια…

Ένα είναι το κοινό στοιχείο όλων των φωτογραφιών… Ανεμελιά, χαμόγελα… Αγάπη, ζέστα, ξεγνοιασιά… Και πάλι ανεμελιά, και γέλιο πλατύ… Μάτια βελούδινα, μάτια γελαστά…

Πόσο λείπουν τώρα όλα αυτά… Άραγε οι σημερινές φωτογραφίες να αποπνέουν αύριο την ίδια ανεμελιά, το ίδιο γέλιο; Είναι ψεύτρες, οι φωτογραφίες;

Ή μια σκιά, όντως, θα σκιάζει τα μάτια;

Η θέα σήμερα, μια πλημμυρίδα χαμόγελου… Τα μάτια μου, μια πλημμυρίδα δάκρια… Πάω να τα σκουπίσω τώρα, να ανασυνταχτώ. Θα ανέβω στο πατάρι, θα κατέβω πάλι στο ύψος της καθημερινότητας, πρακτική, αποτελεσματική, νηφάλια. Σε λίγο, Κυριακή μεσημέρι. Ελπίζω, πάλι με χαμόγελα στο τραπέζι… να μη σκοτωθούν οι συνιστώσες στην πορεία για το «σοσιαλισμό»… αφού ξυπνήσει και η απογευματινή βάρδια… η νεολαία…

Δεν έχουμε απαρτία. Τμήμα της ολομέλειας έχει αφισοκόλληση. Ψωμί, παιδεία, ελευθερία…

Εμείς έχουμε αναλάβει το ψωμί, τα μεγαλύτερα παιδιά την παιδεία, ο μικρότερος απολαμβάνει όσο είναι καιρός ακόμη την ελευθερία του… Και η ζωή συνεχίζεται.

Venceremos!




ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το κείμενο αυτό είναι μια απλή συμμετοχή σε δι-ιστολογικό αφιέρωμα που εμπνεύστηκε και οργάνωσε ο Βιβλιοθηκάριος!

Συμμετέχουν:

Τσαλαπετεινός: Μοναχοπούλι
Σημειωματάριο: Μια παλιά φωτογραφία

25 Φεβ 2013

Άξιος!




Άξιος! Αναφωνούμε μαζί με όλο τον κόσμο προς τον νέο μητροπολίτη Μαρωνείας και Κομοτηνής κ. Παντελεήμονα. Οι δηλώσεις του σταθμισμένες, σωστές και υποσχόμενες για μια συνετή διαποίμανση σε μια περιοχή με σύνθετες δυσκολίες, ποικίλες προκλήσεις αλλά και ομορφιές.
Μια εκλογή θρίλερ είχε προηγηθεί, που κατέδειξε και τη συνετή πηδαλιούχηση από τον μακ. αρχιεπίσκοπο Αθηνών, εν μέσω ανατροπών, αλλαγών στρατοπέδων, πλειστηριασμών της τελευταίας στιγμής, υψηλότατων δωρεών σε ιδρύματα μητροπόλεων από εξωθεσμικούς παράγοντες, και πλήθους συκοφαντιών… Πολύπειρος άλλωστε ο αρχιεπίσκοπος, αφού είχε χάσει την εκλογή στον αρχιεπισκοπικό θρόνο από τα ίδια κυκλώματα, και τις ίδιες αθέμιτες πρακτικές, για να δικαιωθεί μια δεκαετία περίπου μετά. Το παιγνίδι ήταν σκληρό. Η έκβαση άριστη.
Εντούτοις, υπάρχουν κάποιες σημειώσεις και κρατούμενα… τα οποία δεν γίνεται να μην επισημάνουμε όσο είναι καιρός. Γιατί αλλιώς η Εκκλησία θα προξενήσει στον εαυτό της μέγιστο κακό. Ήδη για τη λίγη ώρα, από την εκλογή του τριπρόσωπου μέχρι την οριστική εκλογή του σεβ. Παντελεήμονα, σπάσανε τα τηλέφωνα στην περιοχή από την αγωνία του λαού –και την ετοιμότητά του για αντίδραση, με απρόβλεπτες συνέπειες– για το ενδεχόμενο να καταλήξει εκεί επίσκοπος ο θεοφ. Βρεσθένης Θεόκλητος Κουμαριανός που έλαβε 38 ψήφους, ενώ οι συνυποψήφιοί του, αρχιμανδρίτες Παντελεήμων Μουτάφης και  Κωνστάντιος Παναγιωτακόπουλος τον υπερκέρασαν μόνο κατά μία ψήφο. Το απόλυτο δε μοίρασμα των ψηφοφόρων δεν επέτρεψε και σε κανέναν υποψήφιο να αποσυρθεί διακριτικά, και έτσι το θρίλερ συνεχίστηκε μέχρι την τελευταία στιγμή, με τον πολύπειρο εκλογομάγειρα του βορρά σε πρωταγωνιστικό ρόλο, ο οποίος και ηττήθηκε κατά κράτος… Ο εκλεγείς έλαβε κατά τη μονοσταυρία 29 ψήφους, έναντι 25 του Κωνσταντίου και 23 (!) του Θεοκλήτου.
Το πρόβλημα εντοπίζεται στο υψηλό ποσοστό, σχεδόν το 1/3 της Συνόδου, που συγκέντρωσε ο Θεόκλητος Κουμαριανός, ο και παραιτηθείς από τη μητρόπολή του το 2005 υπό το κράτος αμφιβολιών και κατηγοριών για σκάνδαλα ποικίλης ύλης και θεματολογίας. Η παραίτηση ερμηνεύεται ως έμμεση παραδοχή ή αδυναμία του παραιτηθέντος να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Επισημάνουμε ότι αν κάποιος παραιτείται από δημόσιο αξίωμα και δεν δώσει από τη θέση του τη μάχη για να αποδείξει την αθωότητά του, οφείλει και να παραμείνει στην παραίτησή του. Ο λαός μας είναι ιδιαίτερα πληγωμένος και βασανισμένος από τους ταγούς και εκπροσώπους του, και αυτό ισχύει εν προκειμένω και για το πλήρωμα της Εκκλησίας. Το ζήτημα είναι ευαίσθητο και μείζονος σημασίας.
Μας είναι συνεπώς εντελώς ακατανόητη η εμμονή για επαναφορά του συγκεκριμένου σε μητροπολιτικό θώκο, λες και ο σκοπός των δημοσίων θέσεων είναι να βολεύονται οι φίλοι (αδικημένοι ή όχι, αδιάφορο). Η εμμονή αυτή και η συναφής εκστρατεία εκπορεύτηκε τόσο από τον Αμβρόσιο Καλαβρύτων και Αιγιαλείας, όσο και από άλλα κέντρα που συνδέονται με το μοναστήρι της Χρυσοπηγής. Σε ανύποπτο χρόνο (13.02.05) είχε γράψει για τη Χρυσοπηγή ο Χρήστος Γιανναράς στην επιφυλλίδα του στην Καθημερινή: «Οι απαιτήσεις και εξαγγελίες για "κάθαρση" του κλήρου θα μείνουν "επικοινωνιακά" τεχνάσματα, αν δεν δικαστεί από συνοδικό δικαστήριο η κραυγαλέα στα εκκλησιαστικά χρονικά περίπτωση "τυρείας" που ενσαρκώνεται στην αδελφότητα της "Xρυσοπηγής": Φατριαστική συσπείρωση κληρικών με στόχο να γίνουν όλοι επίσκοποι, αλλά και να καταλάβουν τη διοίκηση της Εκκλησίας, έστω και εξοντώνοντας ηθικά όσους θα μπορούσαν να σταθούν εμπόδιο στον δρόμο τους. Εκεί, στην απροσχημάτιστη "τυρεία", μοιάζει να είναι το επίκεντρο των πρόσφατων δεινών της ελλαδικής Εκκλησίας».
Από τότε έχει τρέξει αρκετό νερό στ’ αυλάκι. Και υπό μία άποψη και η τελευταία απόπειρα δεν συνιστά παρά μια εσχάτη, απέλπιδα και αποτυχημένη προσπάθεια. Εντούτοις, όσοι μητροπολίτες συνέπλευσαν στο πνεύμα της αδελφικής τους αλληλεγγύης, ή για άλλους λόγους που οι ίδιοι γνωρίζουν, είναι φανερό ότι δεν κατανοούν την απόλυτη αυστηρότητα με την οποία αντιμετωπίζει πλέον η ελληνική κοινωνία τη διαχείριση των δημοσίων αξιωμάτων.
Διαπιστώνει επίσης κανείς ότι κάποιοι μητροπολίτες, είτε με απροκάλυπτα αθεολόγητο αλλά φασιστικό και ταλιμπανικό λόγο, είτε με κατ’ επίφασιν προοδευτικό, ξεδιπλώνουν τη διττή τους συνάλληλη στρατηγική για την άνοδο σε εκκλησιαστικά αξιώματα. Στο πλαίσιο αυτό είναι πολύ σημαντική η εγρήγορση του ορθοδόξου πληρώματος ώστε να μην εγκλωβίζεται σε φατριαστικές λογικές και λογικές τεχνητής έντασης, σε έναν θεολογικό λόγο που καμία σχέση δεν έχει με την πατερική και ευαγγελική παράδοση και δεν υπηρετεί παρά ιδιοτελείς σκοπούς.
Το ορθόδοξο πλήρωμα δεν θέλει να δει «αποκαταστάσεις» και άλλου, τελεσιδίκως καταδικασθέντος μητροπολίτη από ποινικά δικαστήρια. Αντίθετα, θέλει να λειτουργήσουν οι θεσμοί, έστω και αυτοί οι κάπως ανάπηροι, οι οποίοι και χρήζουν μεγάλης βελτίωσης.
Για την ώρα η κοινή γνώμη ασχολείται με τα σοβαρότατά της προβλήματα και με ό,τι την τροφοδοτούν τα media σε σκάνδαλα, με το φακό κυρίως στο Βατικανό. Ούτε όμως εμείς εδώ είμαστε αναμάρτητοι. Ας είμαστε έστω στοιχειωδώς συνετοί.
Η περίοδος του Τριωδίου που άρχισε σήμερα είναι περίοδος μετανοίας…

19 Φεβ 2013

Η Υπόσχεση του Θέρους




Τα ξύλα είναι νοτισμένα και κελαηδάει το τζάκι. Κάποια είναι ακόμα χλωρά, γεμάτα χυμούς. Κλαδέψαμε και καθαρίσαμε ένα πεύκο. Κι οι βελόνες μπαίνουν στο τζάκι καταπράσινες, υγρές απ’ τη βροχή, χλοερές. Σαν ένα δεύτερο θάνατο το νιώθω. «Ο θάνατος συντελέστηκε πιο πριν», λέει αποφθεγματικά ο Δημήτρης. Παρηγοριέμαι κάπως… Κι όμως, η μουσική του τζακιού δεν είναι ένα απλό, αδιάκοπο, μονότονο τσιτσίρισμα, είναι κελάηδημα μελωδικό, και σαν κύκνειο άσμα μου μοιάζει των ξύλων που πεθαίνουν και πεθαίνοντας μας χαρίζουν τη ζέστη τους, τη μουσική τους, την ομορφιά της φλόγας τους. Πόσες φορές δεν μαζευόμαστε εδώ, πρωινά, βράδια και μεσημέρια, τρώμε στο χαμηλό τραπέζι που το βάφτισα «σοφρά», κουκουλωνόμαστε στους καναπέδες για έναν υπνάκο. Και χωράμε και οι πέντε, στους δύο καναπέδες και δυο πολυθρόνες ενωμένες, ή καλύτερα στο χαλί, στρωματσάδα, απάνω καταπάνω στη φωτιά…
«Το σπίτι σου είναι κάπως… βουκολικό», μου είχε πει μια φίλη, που κάποτε είχε έρθει οικογενειακώς για φαγητό. Πόσο γέλασα τότε, έχοντας πλήρη επίγνωση της αστικής μας αλλοτρίωσης… Αλλά όσο περνούσε ο καιρός μού άρεσε η ιδέα… Και ρέπω ολοένα περισσότερο προς τη χωριάτικη ζεστασιά…
Η LCD τηλεόραση είναι κλειστή… Και η μαύρη 42άρα οθόνη χρησιμεύει μόνο για στήριγμα ενός πίνακα εν εξελίξει, ενός τοπίου παραθαλάσσιου στα τέλη του Μάη… Αυθαίρετα τοποθετώ εκεί την εποχή, αλλά τα δροσερά πράσινα μαρτυρούν ότι το θέρος δεν έχει ακόμα μπει, κι ενώ απολαμβάνω τη ζέστη του τζακιού και την ψυχρή δροσιά του αέρα λίγα μέτρα μακριά, το εκτυφλωτικό φως του πίνακα με τα ψυχρά του θαλασσιά, τιρκουάζ, μπλε σαξ και μωβ, και τα θερμά καφετιά, ωχροκίτρινα, πορτοκαλιά, η υπόσχεση του θέρους μου εκμαυλίζει όλες τις διαθέσεις, με μεθά σε πείσμα των καιρών. Μεθώ, γοητεύομαι, φαντάζομαι, χασομερώ.
Και κάνω ό,τι μπορώ για να ξεφύγω από τη δουλειά που έχω άμεσα απλωμένη μπροστά μου, με προθεσμία θηλιά στο λαιμό… Πειράζει που μεταβαίνω από την επιστημονική μου στην καλλιτεχνική διάσταση αδιάκοπα, και μπλέκω την αλήθεια με τη φαντασία;
Και τώρα που ολοκλήρωσα κι ετούτο τον καμβά, ω, Θεέ μου, να μην εφεύρω και άλλη, νέα δικαιολογία…

Υ.Γ. Επιμελούμαι τυπογραφικά ένα βιβλίο τέχνης. Γι’ αυτό άραγε λες να ακούω το τζάκι να κελαηδάει;
Υ.Γ. 2.  Το εικονιζόμενο έργο είναι του Ρόμπερτ Χόκινς. Καμία σχέση με το εν εξελίξει δικό μου...

17 Φεβ 2013

Ο Nέγρικος Oυρανός


Βιώνοντας την απόλυτη περιφρόνηση η Δάφνη από τον Αχιλλέα, κατάπιε για πολλοστή φορά τα δάκρυά της και ανασκουμπώθηκε. Δεν θα με τρελάνει, τελείωσε! είπε μέσα της με απόφαση. Κι αν ο όρος για να μην την τρελάνει ήταν η απόλυτη παραίτηση από το θέλημά της, η απόλυτη καλογερική, μοναχική διάσταση στη ζωή;

Στη σκέψη αυτή δίστασε προς στιγμήν. Αλλά, ναι, αν αυτό ήταν, θα έπρεπε τελικά να το περάσει. Είχε ζήσει αρκετά ασκητικά τα τελευταία χρόνια ήδη, για να γνωρίζει ότι δεν μπορεί να ικανοποιείται η κάθε επιθυμία. Η έσχατη φτώχεια στην οποία είχε περιέλθει την είχε διδάξει ότι ακόμα και βασικές, εντελώς στοιχειώδεις ανάγκες και επιθυμίες για τη ζωή, δεν θα ικανοποιούνταν. Αντίθετα, θα βίωνε μια διαρκή αγωνία, ένα απόλυτο υπαρξιακό άγχος για το ελάχιστο.

Κατά κάποιο παράδοξο, όμως, τρόπο, οι ελάχιστες επιθυμίες της επιβίωσης καλύπτονταν μέρα τη μέρα, που μπορεί να πλησίαζε το φάσμα του θανάτου, αλλά δεν το άγγιζε. Και αυτή η αίσθηση ξυπνούσε μέσα της μια εμπιστοσύνη, μιαν ανεμελιά.

Κάπου, σ’ ένα παράξενο μονοπάτι της καρδιάς, σε μια ιδιότυπη διαδρομή του νου, χαιρόταν τη δοκιμασία, και αφηνόταν στην τύχη, στον Θεό, ό,τι θέλετε πέστε. Αυτή την παραδοξότητα την απολάμβανε με ντοστογιεφσκική συνέπεια… Γιατί όχι, δεν το είχε ρίξει στην ευσέβεια, και με τον Θεό παρέμενε βαθύτατα θυμωμένη, ρουφώντας τις αντιφάσεις της σαν την τελευταία ρουφηξιά μιας γρανίτας λεμονιού.

Θυμόταν έναν ντοστογιεφσκικό ήρωα, που διέθετε ελάχιστο τσάι, αλλά καθόλου ζάχαρη πια και καμία θέρμανση. Κουκουλωμένος στα νοτισμένα από την υγρασία στρωσίδια, καθόταν και περίμενε, κάτι αναπάντεχο ή το θάνατο. Το αναπάντεχο ήρθε στην προκειμένη περίπτωση με τη μορφή της σπιτονοικοκυράς, που έδωσε με τη φροντίδα της λίγη παραπάνω ζωή στον ήρωα αλλά και στην αφήγηση. Θυμόταν την απόλυτη κρυάδα που είχε διαπεράσει τα νώτα της σαν πρωτοδιάβασε εκείνες τις αράδες, τον πόνο που της γεννούσε η αίσθηση ενός Ρώσου, έστω και ήρωα μυθιστορήματος, μπροστά στην απόλυτη αδυναμία και προσμονή του θανάτου. Ποτέ δεν της πέρασε από το νου ότι θα ’ρχόταν η ώρα να γνωρίσει από κοντά εκείνη την αίσθηση και την επακόλουθη ιλιγγιώδη ταλάντωση ποικίλων, απερίγραπτων και ακατανόμαστων συναισθημάτων, μέχρι το πλήρες μούδιασμα του συναισθηματικού της κόσμου.

Παρότι τα βιβλία του Φιοντόρ Μιχαήλοβιτς βάραιναν τα ράφια στο σπίτι όπου ακόμα διέμενε, από τον αγαπημένο της συγγραφέα κρατούσε πια μόνο ό,τι της πρόσφερε η μνήμη, μνήμη πολυετούς, επίπονης και επαναληπτικής ενασχόλησης… Δεν κατόρθωνε όμως να τον πιάσει στα χέρια της πάλι, και να φορτώσει θλίψη στη θλίψη, βάρος στο βάρος.

Θα γίνω καλός καπετάνιος, με τόση φουρτούνα, σκεφτόταν, σε μια φάση έξαρσης, στην κορύφωση μιας δραστήριας τρέλας, ενώ με μια ιστιοσανίδα προσπαθούσε να ισορροπήσει στα κύματα των 9 μποφόρ.

Άλλοτε πάλι φανταζόταν πως πορευόταν πάνω σε βουνά, διέσχιζε λαγκάδια, εφτά ποτάμια, σκοτεινά έμψυχα δάση με ξωτικά, ενώ στην τελική δοκιμασία έπρεπε να περάσει μια στενή λουρίδα γης που ένωνε δύο ηφαιστιογενή βουνά… Καθώς η καυτή λάβα κυλούσε κάτω από τα πόδια της, αυτή χοροπηδούσε από πέτρα σε πέτρα, που μαύρες και γεμάτες ρινίσματα σιδήρου κατρακυλούσαν κάτω από τα πόδια της σε μια χαράδρα χωρίς πάτο, εξίσου ζοφερή, απόκρημνη και μαύρη… Και ένιωθε ελαφριά, όλο και πιο ικανή να πραγματώνει αυτά τα απίθανα ακροβατικά, και να πορεύεται πηδώντας και ακροπατώντας με πείσμα και σχεδόν λυσσώδη μονομανία, τραβώντας το δρόμο της και αγνοώντας πλήρως και συνειδητά το έδαφος που κατέρρεε δίπλα της.

Ένα βήμα και ένα πρόβλημα τη φορά θα αντιμετώπιζε, και τα άλλα θα τα διέγραφε προσωρινά εντελώς από τη σκέψη της. Θα ισορροπούσε κοιτώντας μακριά και όχι κάτω, στο βάραθρο. Μια διαδικασία επιλεκτικής λήθης, εσκεμμένης άγνοιας, έσωζε το μυαλό της από την τελική καταστροφή. Γιατί αυτό ήταν το έσχατο οχυρό, σημαντικότερο ακόμα και από την προφύλαξη της υγείας, η διαύγεια του νου.

Είχε διαπιστώσει την παρήγορη αλήθεια, πως κάποια προβλήματα λύνονται μόνα τους, κάποια ξεχνιούνται, με κάποια συμφιλιώνεσαι και ζεις με αυτά, και λίγα μόνο, πραγματικά ελάχιστα, είναι εκείνα για τα οποία πρέπει όντως να κάνεις κάτι.

Και καθώς το ζητούμενο είναι κατά βάση να μη γίνουν τα πράγματα χειρότερα, αν στο όνειρο προχωρούσε ακάθεκτη, στην πραγματικότητα έβλεπε στην ηθελημένη αδράνεια μια μορφή επιβεβλημένης λύσης. Ας κάνει ο Θεός ό,τι θέλει, έλεγε με ανέμελη παιδικότητα, μετεωριζόμενη μεταξύ αλήθειας και ψεύδους…

Πολύ προσεχτικά απέφευγε να κάνει κινήσεις, όταν ήταν θυμωμένη ή τόσο απελπισμένη, όσο τώρα. Έτσι, δεν αγκιστρώθηκε στο λαιμό του συναδέλφου που της έδινε πολλά περιθώρια και την προσκαλούσε με χίλιους μυστικούς τρόπους, νύξεις και υποσχέσεις… Ήταν αρκετά μεγάλη και αρκετά έμπειρη για να γνωρίζει τη φενάκη τέτοιων διαφυγών και να είναι δυο και τρεις φορές προσεκτική. Όχι ότι θα τις απέκλειε, αν συνέτρεχαν όντως οι συνθήκες… αλλά δεν έμοιαζε να είναι όντως η περίπτωση… Η λύση δεν είναι, σκεφτόταν, μια διαρκής ταλάντωση από τα ουράνια του έρωτα στα τάρταρα της απελπισίας… Κάπου θα σπάσει αυτό το τεντωμένο σκοινί και θα τσακιστούμε στην άβυσσο, διατύπωνε το φόβο της σε πρώτο πληθυντικό, περιλαμβάνοντας τον εαυτό της αλλά και όσους εξαρτώνταν απ’ αυτήν… Κι αυτοί η εξαρτώμενοι, παιδιά και γέροι, που κρέμονταν μαζί της στο ίδιο σκοινί, παραδόξως αντί να το βαραίνουν το αλάφραιναν και της έδιναν μεγαλύτερες δυνάμεις για να τα βγάλει πέρα…

Τον ίδιο συνάδελφο συμπαθούσε ιδιαιτέρως και η Γιάννα, και σαν να της ζητούσε την άδεια για να προχωρήσει. Η Δάφνη υπέθετε ότι ο εν λόγ έπαιζε διπλό και γιατί όχι πολλαπλό παιχνίδι… Έκανε τράκα τρία ολόκληρα τσιγάρα, που τα κάπνισε μονορούφι όσο να το καλοσκεφτεί…

Όλες τις άδειες ευχαρίστως να τις παρείχε, αλλά πώς να μη μοιραστεί την ανησυχία της για την έκβαση τέτοιων σχέσεων, μεταξύ ανθρώπων με λοιπές υποχρεώσεις, ρημαγμένα σπίτια και απλήρωτους εδώ και μήνες;

Έβλεπε όμως τη χαρά στα μάτια της φίλης της και δεν έλεγε κουβέντα. Και το πολλαπλό παιχνίδι το έκρινε με κάποια επιείκεια. Αντί για πετονιά, το παραγάδι… Έξυπνη κίνηση, σκεφτόταν, αφού τα πάντα μας εκπαιδεύουν σε μια πάσῃ θυσίᾳ παραγωγικότητα. Ο καθένας στη ζωή παίρνει το μάθημά του, και σπάνια μαθαίνουμε από την πείρα των άλλων, λογάριασε. Έτσι, μόνο μια φορά έκανε στη Γιάννα κάποιες νύξεις, ως προς κάποιες ανησυχίες που την έζωναν, αλλά ο κρυπτικός της λόγος δεν έπεσε σε ώτα ευήκοα…

Νιώθω ευτυχισμένη, της είπε η φίλη της, κι η Δάφνη δεν τόλμησε να της μιλήσει για φενάκη… Εξάλλου, τι λόγος της έπεφτε, και γιατί να αποκλείσει μια θετική έκβαση στη ζωή… Όσα ξέρει ο νοικοκύρης δεν τα ξέρει ο κόσμος όλος, συμπέραινε κι αφηνόταν να εκπλαγεί…

Άλλωστε, στο πρόσφατο παρελθόν, μια καλή κατάθλιψη την είχαν περάσει κι οι δυο τους, και ήταν και συλλογική μεταξύ των συναδέλφων. Η ανάμνηση ήταν νωπή… Τότε ακόμα, τα πράγματα ήταν πιο ανώδυνα. Τότε, η ανησυχία γεννιόταν για μελλοντικά ενδεχόμενα… Τώρα, που το μέλλον έγινε παρόν, βίωναν το ανυπόστατο του παρόντος. Θα περάσει, έλεγαν, με πλήρη άρνηση της στιγμιαίας μηδενικής παροντικής διάστασης. Η Γιάννα με τη σκέψη του Γιώργου ξέφευγε εντελώς από το πλαίσιο του χωροχρόνου, και της πραγματικότητας. Η Δάφνη επίσης κάπως ξεπερνούσε την κατάθλιψη… πώς ακριβώς δεν ήξερε… Ίσως γιατί τέτοιες νοσηρές συναισθηματικές περιπέτειες δεν χωρούσαν την ώρα της μάχης, που καλούσε σε εγρήγορση…

Είμαι πολύ σκληρή και πολύ γριά πια, διαπίστωνε και θυμόταν τις γριές του χωριού, τις χτυπημένες πολλές φορές από το θάνατο, που όμως άντεχαν καλύτερα από τις νεότερες, σαν να είχαν συμφιλιωθεί με την ακύρωση της ζωής, που τη θεωρούσαν φυσικό κομμάτι της.

Αλλά δεν ήθελε να είναι γριά… Με κίνηση και χορευτική διάθεση ανέβασε τη φυσική της κατάσταση. Ήρθε η ευεξία και το κέφι. Και μαζί μια αίσθηση εθελούσιας στέρησης, μια πραγματική απόλαυση του αισθήματος της πείνας…

Ο Αχιλλέας αποσυρόταν στα παρασκήνια αυτού του διηγήματος και στα παρασκήνια της σκέψης και των αισθημάτων της Δάφνης. Κι αυτό παρότι η κοινή διαμονή στο ίδιο σπίτι, το μοίρασμα κοινών δουλειών που έπρεπε να γίνουν, οι βασικές ανάγκες, η ικανοποίηση των οποίων απαιτούσε τέχνη μεγάλη, έφερναν τη μια πρόκληση πίσω από την άλλη.

Για πρώτη φορά κατάφερνε η Δάφνη να μη βλέπει τον κόσμο μέσα από το δικό του απαξιωτικό βλέμμα, να μη βλέπει τον εαυτό της μέσα από τα γυαλιά της μόνιμης αποδοκιμασίας και διαρκούς κατηγόριας για όλα τα δεινά της κοινής τους ζωής.

Έπαψε να επιθυμεί το οτιδήποτε, και χαιρόταν με το κάθε τι… Συμφιλιώθηκε με τη στέρηση, ακόμα και αυτή τη συναισθηματική.

Φάση είναι, μπορεί και να περάσει, συμπέραινε με καλογερική αυταπάρνηση και χαμόγελο που ζέσταινε τους φίλους και εκνεύριζε απίθανα τους εχθρούς.

Τον Αχιλλέα αν τον ζέσταινε ή τον εκνεύριζε το πλατύ χαμόγελο, δεν θα στεκόταν να μάθει. Ήταν ζήτημα δικό του, κι εκείνος ήξερε να ελέγχει το πώς ένιωθε. Πάντα επέλεγε να νιώθει τα χειρότερα… Θα γκρεμοτσακιστεί ο καημένος, σκεφτόταν, και κατόπιν περιέκοπτε τις προβλέψεις που περιείχαν ανομολόγητη έγνοια και περισσή έπαρση μαζί, και άφηνε τον Αχιλλέα να κάνει κουμάντο στον εαυτό του…

Και πίσω από τον Αχιλλέα, πίσω από τη Γιάννα, πίσω από τον Γιώργο, άφηνε τον Θεό να διαπαιδαγωγήσει, την ίδια και τους άλλους… Αυτόν τον ίδιο με τον οποίον οργιζόταν αδιάκοπα…

Πρώτη φορά στην πιο δύσκολη φάση της ζωής της ένιωθε αληθινά ευτυχισμένη, με τρόπο σκληρό, σαν να κοιμόταν στην κυριολεξία στα σανίδια… κι αντί να βαρυγκωμά, συνήθιζε και χαιρόταν το τέντωμα της πλάτης.

Ανώμαλη με μαζοχιστικά σύνδρομα, ή καλόγρια γεμάτη αρετές, ποσώς την ενδιέφεραν οι τελικές διαγνώσεις και ιδίως των ψυχολόγων… Κι ενώ η ίδια η επιβίωση ήταν αμφίβολη, εκείνη ζούσε και ρουφούσε το μεδούλι της ζωής. Όσο ήταν καιρός, ζούσε το παρόν στο ρυθμό των ντραμς, κι η παραπονιάρα τρομπέτα μέσα της γινόταν ουράνια μουσική... Ο νέγρικος ουρανός της χαμογελούσε, πιο φωτεινός παρά ποτέ…

4 Φεβ 2013

Η Τέχνη να κρατιέσαι στον Αφρό



Ήξερε να κρατιέται στον αφρό…  Ο μπον βιβέρ διανοητής είχε χάρη, ρυθμό, στιλ. Κατείχε με μοναδική μαεστρία την τέχνη να προσβάλλει τους πάντες και συνάμα να τους χαμογελά γλυκά. Νόμιζες πως σου έκανε τη χάρη ν’ ασχοληθεί μαζί σου, έστω και για να σε προσβάλει… Είχε μια ακαταμάχητη γοητεία το κυρίαρχο αρσενικό. Ιδίως όταν έσμιγε ελαφριά τα φρύδια του. Και μια στα τόσα, εκεί που ήσουν στο τσακ να έρθεις σε μετωπική ρήξη, σου έκανε μια μικρή αυτόκλητη εκδούλευση, που σε σκλάβωνε, ή τουλάχιστον σε κατεύναζε για λίγο, παρότι ουδέποτε είχες ζητήσει εσύ κάποια εκδούλευση… Η παρουσία του σε αναστάτωνε, ένιωθες πως σε ευνούχιζε… Θυμόσουν τα όσα είχες πει εναντίον του, για την πολυπραγμοσύνη του και τη ρηχότητά του και ξαφνικά σε κυρίευε η ντροπή, γιατί το βούλωσες έκτοτε, όταν εκείνος μεσολάβησε για τη δημοσίευση των ποιημάτων σου σε λογοτεχνικό περιοδικό.
«Μα δεν ήταν τίποτε σπουδαίο», σου δήλωνε όταν τον ευχαριστούσες, τινάζοντας ελαφρά το πιγούνι του, εσύ όμως γνώριζες για κάποιον λόγο ότι ήσουν διά βίου υπόχρεος. Και το εννοούσε κι αυτός.
Άφριζες γιατί ξεπουλήθηκες έναντι πινακίου φακής… Αλλά πάλι τα ποιήματα ήταν ο κόπος μιας ζωής, κάτι πολύ περισσότερο από ένα πιάτο φακές ή μπον φιλέ, αδιάφορο.
Έπαψες να τον αναφέρεις με το όνομά του. Το παρατσούκλι του, «κυρίαρχο αρσενικό», το είχε βγάλει πρώην γκόμενά του, αλλά σου άρεσε και το υιοθέτησες. Οι γυναίκες είναι, καμιά φορά, πολύ αιχμηρές, διαπίστωνες και σκέφτηκες να τις πάρεις με το μέρος σου. Τις λίγες και καλές, όχι τις πολλές.
Σε παρηγορούσαν οι φίλοι σου μιλώντας για την αληθινή ποίηση, για την αληθινή διανόηση, που δεν είναι δημόσιες σχέσεις, αλλά βίος μοναχικός, σκάψιμο στα εσώψυχα…
Έτσι νόμιζες κι εσύ, ρουφώντας την πίπα σου από ρίζα κερασιάς, και περίμενες να έρθει το κοινό να αναγνωρίσει το έργο σου, να κριθείς αντικειμενικά και όχι να επιβληθείς με αγοραία επικοινωνιακά τεχνάσματα...
Πώς όμως να σε αναγνωρίσει το κοινό δίχως να σε γνωρίσει; Αυτή η σκέψη σε στοίχειωνε νύχτα μέρα.
Τότε βρέθηκε ένα νεότερο άτομο, συγγενής, και σου πρότεινε να ανεβάσεις κάποια κείμενα σε ιστολόγιο…
 Ήσουν παλιομοδίτης, του χαρτιού, και δεν υπήρχε μεγαλύτερη ικανοποίηση από το να χαϊδέψεις το σώμα ενός βιβλίου με τα ποιήματά σου, τυπωμένα σε σαμουά, ακόμα καλύτερα μονοτυπία και πάντως σε πολυτονικό. Με ένα διακοσμητικό σφραγιδάκι στο εξώφυλλο, εγχάρακτο κατά προτίμηση, χαρακτηριστικό του καλού σου γούστου και της ικανότητας για αφαίρεση, όπως επίσης και της αφοσίωσής σου σε αξίες κλασικές…
Ενέδωσες και σ’ αυτή την ιδέα. Παρότι ήσουν ασυμβίβαστος, στα ουσιαστικά πράγματα. Στα ουσιαστικά πράγματα κράταγες χαρακτήρα. Αυτό το γνώριζες και το πίστευες ακράδαντα.
Μόλις όμως έγιναν οι πρώτες αναρτήσεις, ένιωσες κρεμασμένος κανονικά στα μανταλάκια.
Περίμενες όχι δίχως ταραχή, και σχεδόν κοριτσίστικη συστολή, να έρθει ο εκδότης που θα έκρινε εξ όνυχος τον λέοντα, θα ανακάλυπτε το ταλέντο σου, θα είχε προτάσεις για σένα… Ήδη κάποια ποιήματα τα είχες μεταφράσει μόνος σου στα ιταλικά… Να βρίσκονται…
Πρέπει ν’ αφοσιώνεται κανείς σε ό,τι αγαπά, χωρίς συμβιβασμούς, σκέφτηκες. Την ποίηση, ας πούμε, o altra cosa.
Και τον είδες πάλι, πρόσφατα, σε life style περιοδικό, φωτογραφισμένο ανέμελα σε πλατύ κήπο στη χαρακτηριστική του θέση, σταυροπόδι τριών τετάρτων, με το κεφάλι προς τα πίσω, ανάρριχτο. Και άλλη ολοσέλιδη φωτογραφία, όρθιο, με τα χέρια σταυρωμένα, να ατενίζει το μέλλον.
Ναι, το μέλλον, όχι τη γραμμή του ορίζοντα, αλλά το υπερπέραν που μόνο με τη δύναμη του νου συλλαμβάνεται. Και ως γνήσιος προφήτης ερμήνευε τα μελλούμενα, σχολίαζε τα τρέχοντα, κατέγραφε γραμμές σκέψης, νάματα μυστικού στοχασμού.
Ναι, παρουσίαζε το νέο του βιβλίο. Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι, σκέφτηκες και πάλι με κακεντρέχεια. Μα κάπως αλλιώς ήταν ο τίτλος, αδιάφορο. Ο συγγραφέας του, με τις αφόρητές του κοινοτοπίες ήταν και πάλι στον αφρό…
Σήκωσες το τηλέφωνο… Ήλπιζες μήπως η Μελίνα ήταν διαθέσιμη το βράδυ. Και όλως παραδόξως, ήταν. Ήσουν ανήσυχος ο ίδιος και κάπως μαγκωμένος. Μετά την ερωτική πράξη, σα να βρήκες τον εαυτό σου. Δεν είχες διάθεση να κοιμηθείς. Άναψες τσιγάρο. Απόθεσες τα σώψυχά του στη Μελίνα, όπως λίγο πριν είχες αποθέσει τα σωματικά σου υγρά, μαζί και την έντασή σου στο κορμί της.
Την επόμενη μέρα μάζευες τα ποτήρια το ουίσκι, τα αποτσίγαρα, τα ξηροκάρπια και τη γενική ακαταστασία. Άνοιγες το παράθυρο να μπει καθαρός αέρας. Τώρα δεν ήσουν βέβαιος. Δεν ήσουν βέβαιος για τη χθεσινή βραδιά, ούτε για τη συνάντηση, ούτε για την εξομολογητική διάθεση.
Το ίδιο απόγευμα, η ανησυχία, αυτό το φαρμακερό προαίσθημα, επιβεβαιώθηκε. Γιατί τα σώψυχά σου που τα είχες αποθέσει στη Μελίνα, εκείνη τα είχε αναλάβει, κατά κυριολεξία… Και μάλιστα με εργώδη, αεικίνητο και αναπόδραστο πρακτικισμό.
Τη φανταζόσουν να βαδίζει με το υπέροχο αεράτο μαλλί της, το κομψό ταγιέρ της, να πληκτρολογεί e-mail και τηλεφωνικά νούμερα με τα φίνα δάχτυλά της. Η γλυκιά σταθερή φωνή της ηχούσε στ’ αφτιά σου, και η φαντασία σου επένδυε σε δεκάδες παραλλαγές στις διαπραγματεύσεις… Αυτές που δεν θα ήθελες να ξέρεις, αυτές που δεν ξέρεις αν τις ήθελες…
Σε τρεις μέρες η Μελίνα σου είχε δεκατρείς προτάσεις από διαφορετικούς εκδότες, μεταξύ 1.000 και 2.500 €, αναλόγως της εκδοτικής ποιότητας, του τιράζ, του αριθμού των σελίδων… Το είχε συζητήσει το θέμα με τις παντογνώστριες φίλες της –μα γιατί το έκανε αυτό;– και είχε στη διάθεσή της πλήρη αναφορά για το προφίλ του κάθε εκδότη, ποιος είναι μπαμπέσης, ποιος σου ζητάει κι άλλα λεφτά στην πορεία, ποιος είναι κακοτέχνης, ποιος βγάζει υπέροχα βιβλία αλλά δεν διακινεί, ποιος τελικώς είναι αρκετά φερέγγυος, με βάση τις φήμες… Έκανε σχέδια για την επιλογή των ποιημάτων, για τον τίτλο της συλλογής.
  Έναν μάνατζερ χρειάζεσαι, χρυσέ μου, αυτό σου λείπει, σου έλεγε.
Κι εσύ την κοίταζες και βυθιζόσουν σε όλο και μεγαλύτερη αμφιβολία… Για τις γυναίκες, για την ποίησή σου, για τις αρχές σου… Μα αν είχε δίκιο;
Γιατί ναι, στο βάθος ήσουν έτοιμος να υποταχθείς… Να ενδώσεις άλλη μια φορά. Σερνόσουν στο γραφείο σου με το βάρος των διλημμάτων σου, με την προαίσθηση της ήττας… Ήδη σκεφτόσουν την παρουσίαση του βιβλίου σου. Τις αφιερώσεις και τις υπογραφές των αντιτύπων… Ποιους θα μπορούσες να καλέσεις… Απίθανο να σου έπαιρνε κανείς συνέντευξη, αλλά κάποιο μονόστηλο μπορεί να γραφόταν για σένα…
Ένιωθες ότι τα χρόνια περνούσαν. Γιατί να μην έκανες το κέφι σου, να μη χρηματοδοτούσες την έκδοση;
Διεκπεραίωνες λογιστικά φύλλα, και γεννιόταν μέσα σου μια παράξενη, μελαγχολική ποιητική διάθεση. Σταματούσες τις καταχωρίσεις, για να καταχωρίσεις στο μικρό σημειωματάριο στα κλεφτά την αρχή ενός καινούργιου ποιήματος.

Φυλλορροούν οι αριθμοί
Κι η νιότη βιάζεται…

Μετά κάτι,

Ποιος να νοιάζεται…

Όχι, καλύτερα,

Η γυναίκα νοιάζεται

Ναι, ας μπει στο ποίημα η γυναίκα… Εξάλλου στ’ αλήθεια νοιάζεται, σκέφτηκες, έχοντας πάρει τις αποφάσεις σου…


Εκείνη τη στιγμή, μια άλλη γυναίκα, η γραμματέας του Γενικού σε καλούσε στο τηλέφωνο.
– Λυπάμαι πολύ, σου είπε, αλλά έχω εντολή να σου μεταφέρω το νέο… Πρέπει να περάσεις από το λογιστήριο… Ειλικρινά λυπάμαι.
Έφυγες, λίγα λεπτά μετά, ανάλαφρος από διλήμματα, σχέδια και χρήματα.
Δεν απάντησες στα τηλέφωνα του επίμονου θηλυκού…
Αναζήτησες το κυρίαρχο αρσενικό και για πρώτη φορά είχες κάτι να του ζητήσεις. Κάτι, για το οποίο θα άξιζε στ’ αλήθεια να υποχρεωθείς. Αλλά μήπως κι αυτός έδινε μόνο φρούδες υποσχέσεις; Ποιος το ξέρει;

1 Φεβ 2013

Για την Κηδεία του Χουντικού Ντερτιλή και την Εκκλησία




Πρωτοβουλία Χριστιανών κατά του Εθνοφυλετισμού, Νεοφασισμού, Νεοναζισμού


ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΗΝ ΕΞΟΔΙΟ ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΟΥ ΧΟΥΝΤΙΚΟΥ ΝΤΕΡΤΙΛΗ
Μόνο θλίψη προκαλούν τα όσα διαδραματίστηκαν στην εξόδιο ακολουθία του αμετανόητου χουντικού και δολοφόνου "στρατηγού" Ντερτιλή. Αν μάλιστα αναλογιστεί κανείς ότι ο προεξάρχων της ακολουθίας Μητροπολίτης Αιγιαλείας και Καλαβρύτων Αμβρόσιος παραλλήλισε τον νεκρό με τον Σωκράτη και τον Κολοκοτρώνη, τότε η θλίψη γίνεται αγανάκτηση. Θα περίμενε κανείς απο έναν επίσκοπο της Εκκλησίας σε έναν επικήδειο να μιλήσει για τη μετάνοια και για την πίστη στην ανάσταση, ώστε να υπηρετήσει ένα χριστοκεντρικό και εκκλησιολογικό κήρυγμα. Αντί για όλα αυτά ακούσαμε και πάλι μία τραγική φιλοχουντική ομιλία, που μόνο νοσταλγοί και θιασώτες της απριλιανής δικτατορίας θα μπορούσαν να εκφωνήσουν. Δύο φορές τραγικός ο Άγιος Καλαβρύτων: τη μία για την απόλυτη απουσία θεολογικού λόγου και την άλλη για την ολοκληρωτική και χουντική νοοτροπία του. Μετά τα όσα έγιναν χθές έχουν πειστεί και οι πλέον καλόπιστοι για το ρόλο του Μητροπολίτη Καλαβρύτων.
Υπογράφουμε με παλμό την έκκληση (petition) προς την Ιερά Σύνοδο για την συνοδική καταδίκη του εθνοφυλετισμού, του φασισμού και του ναζισμού, ώστε ο εκκλησιαστικός λόγος να γίνει ξανά προφητικός και παρηγορητικός, και να σωπάσουν οι φωνές της μισαλλοδοξίας και του φασισμού.
Προσμένουμε από την Ιερά Σύνοδο να καταδικάσει απερίφραστα τον εθνοφυλετισμό, νεοναζισμό και νεοφασισμό, στη σημερινή εκδοχή του, ώστε να μην υπάρχει κανένας χώρος για τέτοια φαινόμενα που προδίδουν την ουσία της χριστιανικής πίστης.