Ανήμερα της Μεταμορφώσεως. Στο όρος Θαβώρ αποκάλυψε ο Χριστός τη θεότητά Του στους επίλεκτους μαθητές Του, οι οποίοι θαμπώθηκαν στη θέα του Ήλιου της Δικαιοσύνης, τη θέα του ακτίστου φωτός.
Παιχνίδι κατεξοχήν του φωτός η τέχνη της ζωγραφικής, παιχνίδι μύησης στο μυστήριο του φωτός η αγιογραφία.
Τέχνη επί μακρόν παραγνωρισμένη και παραγκωνισμένη, συχνά σφαγιάστηκε στον αλληθωρισμό μας προς εσπερίας, στη μειονεξία και το φθόνο των νόμων της προοπτικής.
Ο συνδυασμός δύο παραγόντων οδήγησε ξανά το βλέμμα στην παραδοσιακή εικονογραφική τέχνη της καθ’ ημάς Ανατολής. Αφενός, η κάποια πρόοδος που συντελέστηκε στη δική μας αυτοσυνειδησία, παράλληλη με την πολιτική πρόοδο... Αφετέρου, τα ίδια τα ανατρεπτικά καλλιτεχνικά ρεύματα στη Δύση της νεωτερικότητας, ιδίως του 20ού αι., που ανακάλυπταν έννοιες πρωτόγνωρες. Μαζί με την ανάδυση νέων επιστημών, όπως η ψυχολογία, η εθνολογία, η θρησκειολογία, η κοινωνική ανθρωπολογία, τον 19ο, μαζί με την κάποια κόπωση από μια μονοδιάστατη ρασιοναλιστική βιομηχανική αισιοδοξία, ήδη διαψευσμένη, και το νόστο για κόσμους εξωτικούς, η Δύση ανακάλυπτε σε φιλοσοφία, επιστήμες και τέχνη την έννοια της πολυπρισματικότητας, της αποσπασματικότητας, της έλλειψης νοήματος και συνάμα το δρόμο μιας αναζήτησης περισσότερο υπαρξιακής.
Οι συγκυρία ήταν ευνοϊκή και οι συνέργειες διαμορφώθηκαν. Σπουδαίο σκαλί στην πορεία αυτογνωσίας, από δικής μας πλευράς, ήταν το έργο του Φώτη Κόντογλου. Ο κυρ Φώτης ανακάλυψε ξανά τους μεγάλους προγόνους, την ελληνιστική τέχνη, τα αιγυπτικά φαγιούμ, τα πρωτοβυζαντινά ψηφιδωτά, τα εγκαυστικά του Σινά, τα βυζαντινά ιδίως τα μετά την εικονομαχία, της περιόδου των Κομνηνών, των Παλαιολόγων και των Αγγέλων, την Κρητική Σχολή, τα μεταβυζαντινά με τις επτανήσιες και δυτικές επιδράσεις τους αλλά και τα λαϊκότροπα, τη ρωσική εικονογραφική ερμηνεία ενός πιο αφαιρετικού και ομιχλώδους λεπτού φωτός...
Ο κυρ Φώτης, μαζί με το έργο του, έργο σταθμό, μας κληροδότησε και επιγόνους, που ακολούθησαν την πορεία του αλλά και την αναθεώρησαν. Ανάμεσά τους, και στο βαθμό που η «βυζαντινή» εικόνα έγινε μόδα, και πολλοί τεχνίτες του συρμού. Η ζήτηση έφερνε εισόδημα, και το κίνητρο του κέρδους μαζικές παραγωγές άψυχων αντιγράφων. Μια ευτελιστικά εμπορική, τουριστική σχεδόν τέχνη, που δεν κατόρθωνε να πείσει για την ευγένειά της, αλλά μάλλον σε οδηγούσε πίσω στην παλιά παρανόηση ότι είναι τέχνη διακοσμητική. Κι από την άλλη, στο ίδιο αποτέλεσμα οδηγούμασταν και από διαφορετικά κίνητρα: εξαιτίας μιας βυζαντινολαγνείας, στείρας παραδοσιοπληξίας, που έδειχνε το δρόμου του εύκολου και δουλικού μιμητισμού, των απειράριθμων «πιστών» αντιγράφων...
Και ξαφνικά οι οδηγίες για τη «νηστεία» είχαν αντικαταστήσει την ίδια την τέχνη, μια τέχνη που από τη φύση της χρειάζεται βλέμμα, χέρι και πνεύμα.
Μέσα όμως σε όλες αυτές τις αντιθέσεις και δυσκολίες της Ιστορίας, υπήρξαν και άξιοι επίγονοι του Κόντογλου. Πέτρος Βαμπούλης, Χρήστος Λιόνδας, νεότεροι όπως ο αείμνηστος Δημήτρης Αντωνόπουλος, ο Σπύρος Καρδαμάκης, ο Δημήτρης Χατζηαποστόλου, ο Θανάσης Κουτσιπετσίδης, ο Δημοσθένης Αβραμίδης και πολλοί ακόμα. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν δυο πολύ ιδιαίτερες γραφές, του π. Σταμάτη Σκλήρη, και του Γιώργου Κόρδη. Αλλά και προγενέστερων, όπως ο Ράλλης Κοψίδης, που χαρακτηρίζεται από τον Κόρδη ο «πένης άρχων», και είναι σημαντικότατος στη συμβολή του
– και στις δύο περιόδους, την περισσότερο παραδοσιακή του, με αποκορύφωμα τη δουλειά του στον πρόναο (εξωνάρθηκα) της Μονής Πεντέλης, και τη μοντέρνα του, στο Σανμπεζί της Γενεύης.
Σημαντικότατοι ζωγράφοι διακόνησαν την αγιογραφία. Άλλωστε, όλοι οι σωστοί αγιογράφοι είναι πρωτίστως ζωγράφοι. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει ο Σπύρος Βασιλείου που κόσμησε με το έργο του τον ναό του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτη. Αλλά και στις μέρες μας ο ζωγράφος Μάρκος Καμπάνης, με τη δουλειά του στην Παναγία την Προταΐτισσα στην Κορνοφωλιά του Έβρου.
Ένας από τους σημαντικότατους αγιογράφους μας, ο Γιάννης Καρούσος. Ήταν ένας άνθρωπος που θεωρούσε την αγιογραφία κάτι όχι λιγότερο, αλλά πολύ περισσότερο από ζωγραφική. Ο λόγος που την αντιμετώπιζε έτσι με σεβασμό, από καθαρά καλλιτεχνικό και αισθητικό πρίσμα, και πέρα από ζητήματα πίστης και θεολογίας, είναι διότι η αγιογραφία είναι δημόσια τέχνη. Στέκει από κοινού με την αρχιτεκτονική και διαμορφώνει τον δημόσιο χώρο. Έχει διάρκεια και οφείλει να αντιμετωπίζει το χρόνο. Σε αντίθεση λοιπόν με ένα πνεύμα που σέβεται το ιδιωτικό, και περιφρονεί ή λεηλατεί το κοινό, ο Γιάννης Καρούσος διακόνησε το κοινό, το δημόσιο, με αίσθημα ευθύνης.
Δάμασε τις τεράστιες διαστάσεις εκκλησιών, όπως ο ο Άγιος Ανδρέας Πατρών ή ο Άγιος Παντελεήμων Αχαρνών. Σε μια περιοχή που έχει δεινοπαθήσει, στην πλατεία ακόμα και τα σκαλιά του ναού, όπου οι κάτοικοι κάποτε δυσκολεύονται στη συνύπαρξη, όπου ακραίες φωνές μισαλλοδοξίας έχουν αναλάβει δράση θεωρώντας το χώρο προπύργιο, εκεί εργάστηκε ο Γιάννης Καρούσος φέρνοντας την ομορφιά και το φως μέσα στο σκοτάδι, συνδέοντας με τη γλώσσα της τέχνης τα ετερόκλητα και γονιμοποιώντας τον οικιστικό ιστό. Ίσως διότι
οὗ δὲ ἐπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία, ὑπερεπερίσσευσεν ἡ χάρις (Ρωμ 5,20).
Μπαίνοντας κανείς σε αυτό τον αχανή τσιμεντένιο ναό, κινδύνευε να συνθλιβεί υπό το βάρος του μπετόν αρμέ. Κινδύνευε να συνθλιβεί σε διαστάσεις ξένες προς τις συνήθεις στον τόπο μας, σε μια μαζική, απρόσωπη μεγαλούπολη.
Ήταν ευτύχημα που ο Γιάννης Καρούσος ήταν εμπειρότατος καλλιτέχνης. Γιατί μόνο άνθρωπος με τόσο μεγάλη πείρα μπορούσε να ανταπεξέλθει στις διαστάσεις, να ισιάσει τις καμπύλες, να αλαφρώσει από το βάρος, να βγάλει πέρα τον όγκο της δουλειάς, με σοφία και ασφάλεια. Το μόχθο, την αγωνία, το βάρος του εγχειρήματος τα ένιωθα καθώς μου τα μετέφερε η κόρη του καλλιτέχνη.
Η διαδικασία, οι συνεργάτες, τα επάλληλα βήματα σπουδής και δοκιμής περιγράφονται επακριβώς στο
βιβλίο του για την αγιογράφηση του ναού.
Ευτύχημα, στο οποίο επέστησε την προσοχή μου ο π. Σταμάτης Σκλήρης, ήταν ότι ο Καρούσος είχε μελετήσει σε βάθος τις αγιογραφίες του Σοπότσανι, βυζαντινού μνημείου του 13ου αι. στη Σερβία, που είχε εμνεύσει και τους Αστραπά και Πανσέληνο, τους μέγιστους της παλαιολόγειας περιόδου.
Στο πνεύμα αυτών των αγιογραφιών, με τα ανάλαφρα, ρευστά ακουαρελίστικα σχεδόν χρώματα και τη λιτότητα των μορφών και των συνθέσεων, ο Καρούσος στάθηκε ο άνθρωπος που αλάφρυνε το βάρος των δομικών υλικών του Αγίου Παντελεήμονα. Ο καλλιτέχνης που με τις λαζούρες στα φόντα του εισήγαγε μια καινοτομία στη βυζαντινή ζωγραφική, μια καινοτομία ταιριαστή στην άνωση του θεατή.
Εργάτης άοκνος, μερακλής πάντα, μάστορας και τεχνίτης σωστός, μα πάνω απ’ όλα καλλιτέχνης αυθεντικός, κοιμήθηκε χθες, στα 76 του χρόνια.
Υπηρετώντας την τέχνη του φωτός ανταμώνεται με την πηγή του φωτός. Ζωγραφίζοντας τη μορφή του Παντοκράτορα, τώρα Τον βλέπει πρόσωπο προς πρόσωπο.
Καλή ανάπαυση και καλό αντάμωμα, Γιάννη.
Η εικόνα του Παντοκράτορα είναι από τον Άγιο Παντελεήμονα Αχαρνών, έργο του Γιάννη Καρούσου..