Μαρκ Σαγκάλ, Οι Μπλε Εραστές
Ριγούσαν τ’ ακροδάχτυλα από το βάρος της ερωτικής έντασης των δυο. Τα μάτια κοιτούσαν σε απόσταση, λες κι ένας αδιόρατος φόβος τα οδηγούσε σε ξάγναντα. Γωνίες σε απόκλιση, οι αμβλείες γωνίες τού βλέμματος. Αν και τα μάτια τυχόν έσμιγαν καθώς τα χέρια, ίσως να μην άντεχαν την πίεση οι ψυχές.
Η έλξη κρατούσε τα δάχτυλα ενωμένα ώρα ασυνήθιστα πολλή. Πρώτος εκείνος αποτράβηξε το χέρι. Κι εκείνη μίσησε την πρόφαση: ήθελε να στρίψει τσιγάρο. Όσο έστριβε ο Παύλος, η Ειρήνη παρατηρούσε τα δάχτυλά του. Πολύ απαλά και επιδέξια για το μέγεθος και τη δύναμή τους! Άπλωσε το δικό της χέρι στους ξηρούς καρπούς, ακολουθώντας ελεύθερα το ρυθμό, σε έναν ελάχιστα ετεροχρονισμένο μουσικό κανόνα, και ρούφηξε το ουίσκι της. Σκέτο. Τότε, συναντήθηκαν ξανά τα μάτια τους.
«Θα το ξεπεράσουμε», της είπε αόριστα, καθησυχαστικά και ελαφρώς προστατευτικά, παίρνοντας έναν τόνο αδελφικό και συνάμα κάπως δασκαλίστικο.
Το αλάτι από τους ξηρούς καρπούς είχε ήδη εγγράψει στην παλάμη της μια νέα αίσθηση αφής, αλμυρή και λίγο λαδερή. Ήδη μετάνιωνε για την κίνησή της να δρέψει τους ξηρούς καρπούς. Ήθελε να επαναφέρει την πρότερη μνήμη, τη μνήμη της αφής των ακροδάχτυλων, εκείνη που την αναρριγούσε ώς τα τρίσβαθα τού είναι.
Πιο χαλαρή και διαθέσιμη από όταν φορούσε το εργασιακό ταγιεράκι της και το επιβεβλημένο, συρματόπλεγμα χαμόγελό της, η Ειρήνη έριξε πίσω ανέμελα με νάζι το μαλλί κι έριξε το κεφάλι της νωχελικά στο πλάι. Μισόκλεισε τα μάτια... Έπαιζε με το κερί πάνω στο τραπέζι και ξαφνικά ανατινάχτηκε, σαν να την καψάλισε μια στάλα καυτού υγρού. Με προσποιητή μα πειστική αυστηρότητα του τόνισε:
«Δεν σου έχω πει να μη μου πεις ποτέ ψέματα;»
Ο Παύλος ταράχτηκε. Δεν υπήρχε κατά βάση λόγος, αλλά βαθιά μέσα του ταράχτηκε. Προσπάθησε να μην το δείξει. Από τη μια δυσκολευόταν όλο και περισσότερο να διατηρήσει τη σχέση τους εντός του ορίου της σύμβασής της, καθώς το ερωτικό στοιχείο ήταν αδύνατο να μείνει στο ημίφως μιας διακριτικής σκιάς – διεκδικούσε ανελέητα το χώρο του. Από την άλλη, τον τάραζε η ίδια η διεισδυτικότητα της ερώτησης: Ούτε η πραγματικότητα μπορούσε να συγκαλυφθεί, ούτε να την κοιτάξεις κατάματα μπορούσες. Τίναξε τη στάχτη. Φύσηξε δύο, τρία, πέντε δαχτυλίδια καπνού... Παράγγειλε μια δεύτερη μπύρα. Σαν να του αρκούσε αυτός ο χρόνος να προετοιμαστεί για μια μεγάλη μάχη, την κοίταξε ολόισια μέσα στις κόρες των ματιών. Εκείνη δεν χαμήλωσε το βλέμμα. Άρχισε να της ιστορεί τις τύχες των παλιών τους συναδέλφων, των γειτόνων, των συμμαθητών. Κι εκείνη την πραγματική κατάσταση της νέας της δουλειάς. Ασφαλώς, πάλι καλά που υπήρχε...
Όλο και περισσότερο πλησίαζαν ο ένας προς το μέρος του άλλου, πλην χωρίς ένταση ερωτική πια. Σαν δυο άνθρωποι που τους ένωναν διαφορετικές, μα στο βάθος ίδιες ιστορίες, δυο άνθρωποι που αναζητούν αποκούμπι. Πλήρωσαν, μισά μισά δίχως άλλη συζήτηση. Τον αγκάλιασε από τη μέση, κι εκείνος ακούμπησε το χέρι του στην ωμοπλάτη της, καθώς προχωρούσαν προς το μετρό.
Δεχόταν ευχάριστα τη ζέστη του. «Θα το ξεπεράσουμε», του είπε τώρα εκείνη, γέρνοντας και το κεφάλι στον ώμο του. Δεν της αποκρίθηκε κάτι, μόνο αχνογέλασε αόριστα.
«Δεν ήξερα», συνέχισε εκείνη περνώντας αβίαστα σε άλλο θέμα, «πόσο ερωτισμό μπορεί να κρύβουν τα ακροδάχτυλα». Η φωνή της μόλις που ακουγόταν. «Ω, μα ναι», συμφώνησε γενναιόψυχα ο Παύλος, με βέβαιο ύφος, σα να εκστόμιζε μια φιλοσοφική γενικολογία, μια απαραβίαστη θεωρητική αρχή. «Είναι όντως θαυμαστό! Λοιπόν...», την έπιασε από τους ώμους να καληνυχτίσει.
«Αυτό που λες», πρόφτασε η Ειρήνη να σπρώξει άλλη μια κουβέντα ανάμεσά τους, «αυτό που μόλις είπαμε, με τα ακροδάχτυλα, δεν το λες “λογοτεχνία”...».
«Πώς το λες;», τη ρώτησε πειραχτικά και έτοιμος να ξιφουλκήσει στο άκουσμα της καμπύλης λέξης που αρχίζει από ε-, και των όποιων συνωνύμων ή μετωνυμιών προέκρινε η ευφάνταστη συνομιλήτρια.
«Το λες μάλλον “θεωρία λογοτεχνίας”», είπε εκείνη, με όλο το κύρος που απέπνεε όταν φορούσε το ταγιέρ.
Ο Παύλος δεν δίστασε να καρφώσει το βλέμμα του στο ανοιχτό ντεκολτέ, να ακολουθήσει τις γλυκιές καμπύλες του κορμιού της, να παρατηρήσει την έξαψη κάτω από το ολάνοιχτο παλτό. Είχε κερδηθεί από την έξυπνή της στροφή, από την απρόσμενη θεωρητικοποίηση της συζήτησης. Ήταν τσαχπινιά. Παρέβλεψε το πείραγμα που έκρυβαν τα λόγια της, τον έμμεσο ψόγο.
«Σου έχω πει ότι μου αρέσουν οι έξυπνες γυναίκες;», τη ρώτησε και τη βεβαίωσε ότι γι’ αυτό ακριβώς την κάνει παρέα. Το βλέμμα του στάθηκε στο κάπως στραβό μα πλέριο κι ανεπιτήδευτο χαμόγελό της. Τη φίλησε στ’ ακρόχειλα και έφυγε με βήμα, αν όχι ταχύ, πάντως ρυθμικό.
Σε λίγο ήρθε το μετρό κι η Ειρήνη ένιωσε κάπως στενάχωρα που έπρεπε να περάσει αμέσως σε μια φωτεινότερη ζώνη, ενόσω από πάνω της έσταζαν ακόμα γλυκά σιρόπια μα και νοήματα σκιερά, ιδέες του μισοσκόταδου. Κάθισε δίπλα στο παράθυρο. Το μετρό άρχισε να λικνίζεται, μαζί κι οι σκέψεις της. Κανείς πάντως δεν έβαλε τούτη τη σκέψη στο τραπέζι: «Να προχωρούσαν παραπέρα εκείνο το βράδυ». Κι είχε το πράγμα απορία κι αμηχανία μα και πόνο βουβό.