20 Σεπ 2014

Εις μνήμην...




René Magritte, Golconda (1953)


Εις μνήμην ενός εμπόρου, ετών 44, χρεωκοπημένου, αστέγου και φιλοξενούμενου στο κέντρο αστέγων...

Ενός από εμάς.

Ενός ακόμα που δεν άντεξε τούτη τη ζωή, που κατέρρευσε ο ίδιος μαζί με την κατάρρευση του κόσμου γύρω του.

Δύο γιατροί του Δρομοκαΐτιου είναι στα χέρια της δικαιοσύνης, γιατί δεν τον διέγνωσαν και δεν τον κράτησαν για νοσηλεία.

Ίσως. Ίσως ήταν απρόσεχτοι. Αλλά οι αυτοκτονούντες δεν είναι ψυχικά νοσούντες, αναγκαστικά, όσο κι αν ο πόνος τους έχει καταφάει την ψυχή.

Οι αυτοκτονίες, οι μαζικές αυτοκτονίες των ημερών μας, ίσως έχουν προσωπικά αίτια, και ίσως σε διαπροσωπικό επίπεδο πολλά μπορούν να ειπωθούν.

Ό,τι και να ειπωθεί πρέπει να έχει ειπωθεί μια άλλη στιγμή, πολύ έγκαιρα, και πριν δρομολογηθεί στο μυαλό ενός ανθρώπου η οριστική απαξίωση της ζωής. Πολύ λιγότερο άλλωστε μετρούν τα λόγια, όσο η στάση ζωής, και οι άνθρωποι γύρω σου.

Ίσως αν παίρναμε λιγότερο σοβαρά τον εαυτό μας να είχαμε καλύτερα εργαλεία να αντιμετωπίσουμε την αίσθηση αδιεξόδου, αλλά και την ίδια την αίσθηση του προσωπικού μας ευτελισμού καθώς βρισκόμαστε σε πλήρη αδυναμία και, αδυνατώντας να ανταπεξέλθουμε σε υποχρεώσεις, στερούμαστε, όπως το αντιλαμβανόμαστε, την ίδια την αξιοπρέπειά μας.

Μιλώ για κάτι που το γνωρίζω καλά. Το γνωρίζω προσωπικά.

Και είναι αίσθημα ικανό να στείλει τον άνθρωπο στο χώμα, ιδίως έναν άνθρωπο που δεν θέλει να ζει γονατιστός.

Τι μπορεί να προσφέρει η παιδεία, η θεολογία, η κοινωνία, είναι πολύ σημαντικό σε αυτές τις συνθήκες, αλλά ο τρόπος της βαθύτατης επεξεργασίας αυτών των καταστάσεων δεν λύνεται με ένα ποστάκι στο διαδίκτυο...

Πρέπει σε ένα πρώτο επίπεδο, και ανεξάρτητα από το τι κατορθώνει κανείς μόνος του, ή με μικρή και στενή παρέα, στον τρόπο που προσωπικά επεξεργάζεται καταστάσεις καταστροφής, να αντιληφθούμε το ζήτημα στις πραγματικές του διαστάσεις.

Οι αυτοκτονίες αυτές έχουν αίτιο, και συχνά και νόημα, πολιτικό.

Είναι δολοφονίες. Το αίμα είναι στα χέρια εκείνων που απεργάστηκαν την κοινωνική καταστροφή σε αυτή τη χώρα.

Αλλά για να μην γίνονται κραυγές που αναζητούν το νόημά τους στην πολιτογράφηση, να μη γίνονται μέθοδος καταγγελίας, να μην συμπλέουν με τη γενικότερη απαξίωση της ζωής μας, είναι επίσης πολιτικό και κοινωνικό το ζήτημα της αντιμετώπισης ανθρώπων υπερχρεωμένων και σε πλήρη αδυναμία.

Η κοινωνία, μερικές φορές, όπως προσωποποιείται σε ανθρώπους με τους οποίους υπάρχουν εμπορικές συναλλαγές, απελπισμένη πιέζει έναν τέτοιον άνθρωπο πέρα από το όριο της αντοχής του. Και όσο πιο ευαίσθητος και φιλότιμος είναι ένας τέτοιος άνθρωπος, ιδίως αν δεν έχει κατορθώσει να επεξεργαστεί και να εκλογικεύσει μέσα του το πρόβλημά του, και να το τοποθετήσει στις σωστές του διαστάσεις - και πάντως όχι σε μέγεθος πάνω από την ίδια την αξία και την ομορφιά της ζωής, τόσο ευκολότερα μπορεί να σπάσει και να γίνει πραγματικά επικίνδυνος, για τον εαυτό του.


*

Σε κάθε περίπτωση, οι αυτοκτονίες δεν πρέπει να μπαίνουν κάτω από το χαλί. Οι αυτοκτονίες είναι δείκτης της βαθύτατης αποτυχίας της οικονομικής πολιτικής.

Και επίσης, οι αυτόχειρες πρέπει να κηδεύονται εκκλησιαστικά, όπως είχε αναλυτικά τεκμηριώσει από τη σκοπιά της θεολογίας και της πατερικής σκέψης ο Ηλίας Βουλγαράκης στο βιβλίο του Αυτοκτονία και Εκκλησιαστική Ταφή, ένα βιβλίο που ήρθε σε χρόνο ανυποψίαστο και έβαλε τα πράγματα στη θέση τους, σε συνάντηση της παράδοσης με τις ανάγκες του σύγχρονου ανθρώπου.


*

Αν δεν θέλουμε αυτοκτονίες πρέπει έγκαιρα να σταθούμε δίπλα στους ανθρώπους και όχι ως βαρίδια πάνω τους.


15 Σεπ 2014

Επάνω στα Ψηλώματα, με Γλέντια και με Πρόβατα!


 

Ανάμεσα στο «η φτώχεια θέλει καλοπέραση» και στο «οι φτωχοί ξέρουν να γλεντούν» κύλησε το Σαββατοκύριακο στο Ζαγαρά, το χωριό μας ψηλά στον Ελικώνα. Φεύγει ο μεγάλος ανιψιός, ο πρωτότοκος, για στρατό, και μας κάλεσε όλους, μαζί και με τους φίλους του, για γλέντι τρικούβερτο. Όπερ και εγένετο! Με προβατίνα στον ξυλόφουρνο, σίγλινο Μάνης, σαλάτα από το χωράφι που ανταγωνιζόταν σε νοστιμιά τα κρέατα, συνοδευτικά και άφθονο κρασί να ρέει, με τη γλυκιά παρέα, κύλησε το γλέντι μέχρι το πρωί. Σηκώθηκαν ποτήρια, ένα πανάρχαιο έθιμο, στο οποίο μυήθηκαν και οι καινούργιοι της συντροφιάς. Έρρεαν οι ευχές, τα φιλιά και τα τραγούδια, μέχρι που αποσώθηκαν οι φωνές κοντά στα ξημερώματα. Είναι από τις περιπτώσεις που βλέπεις πώς ζει το δημοτικό τραγούδι, αλλά και πώς επίσης το έντεχνο είναι ζωντανό κομμάτι της ζωής και του γλεντιού. Άνθρωποι άγνωστοι ήρθαν κοντά, και τα παιδιά μας τα έβλεπες που έχουν γίνει άντρες και γυναίκες, κι είχαν στα χέρια τους όλη τη διοργάνωση. Δεν χρειαζόταν να έχουμε εμείς τον πρώτο λόγο, και είναι τόσο υπέροχα ανέμελο αυτό!

Την ώρα που προηγήθηκε αλλά και τη μέρα που ακολούθησε τη βγάλαμε στο «Λαβά», τοπωνύμιο που σημαίνει για την ευρύτερη οικογένεια τους μόχθους και τους κόπους γενεών ξωμάχων παππούδων, κτηνοτρόφων και αγροτών. Εκεί κι εμείς, συνέχεια μιας γερής αλυσίδας όπου τώρα κάποιοι από τα αδέρφια είναι κρίκοι βασικοί, κι εμείς επισκέπτες που η ανάσα μας γεμίζει από τη μυρωδιά του υγρού χώματος.

Ανάμεσα στα πρόβατα λοιπόν, που είναι γερά και καλοταϊσμένα, δόξα να ’χει ο Θεός. Εκεί και μια οχιά, που μακέλεψε το κριάρι, και τη μακέλεψε η γάτα. Αυτό το κριάρι, το δύσμοιρο, είναι αμφίβολο αν θα ζήσει – μεγάλη ζημιά! Εκεί και ο Αράπης, σκύλος ετών δεκατεσσάρων, που έχει βγάλει πέρα το κοπάδι σε δύσκολους καιρούς, έχει δώσει μάχη με το λύκο ξανά και ξανά, και είναι ακόμη ζωντανός, χάρη στην περιποίηση και την αγάπη του αφεντικού του. Όμως, έτσι νιώθουμε, είναι μάλλον η τελευταία φορά που τον βλέπουμε, καθώς οριακά σηκώθηκε, ήρθε να τον χαϊδέψουμε σαν σε αποχαιρετισμό, και κατόπιν άραξε στο έδαφος και δεν ξανασηκώθηκε όσο και να του φωνάζαμε. Εκεί αυτό το δέντρο το γιγάντιο, το βίδι, που κλαδεύτηκε με άδεια του δασαρχείου... Τα κλαδιά του κόπηκαν και ταΐστηκαν τα πρόβατα με την αγαπημένη τους λιχουδιά, τα πράσινα πλυμένα φύλλα, ενώ με το ξύλο του θα ταϊστεί η σόμπα, να ζεστοκοπηθεί ο παππούς όλο το χειμώνα.

Φέτος θα έχουμε βαρύ χειμώνα, λένε τα μερομήνια, λένε τα έλατα που γέρνουν από τον καρπό, λέει κι ο παππούς στοχαστικά: «Είναι καιρός να κάνει χειμώνα, έχει δυο χρόνια που δεν έκανε καθόλου, μα αλίμονο στη φτωχολογιά».

Με αυτό το βίδι παλεύαμε όλη μέρα πριν το γλέντι, μα και την επομένη. Με φόβο και τρόμο, με το μηχανάκι δεμένο με τριχιά, ανέβηκε ο Σπύρος στα πιο ψηλά από τα κλαδιά, και εκεί, ισορροπώντας πάνω στα πιο γερά, έκοβε και καθάριζε λίγο λίγο, ενώ εμείς του δίναμε οδηγίες και εργαλεία από κάτω. Στην προσπάθεια να του πετάξω ένα μαγκούρι για να αδράξει ένα κλαδί, από κάτω προς τα πάνω σε καμιά δεκαριά μέτρα ύψος, ξέχασα την αγκύλωση στον ώμο μου κι έχασα τη μιλιά μου από τον πόνο για ώρα πολλή. Ευτυχώς, ο Δημήτρης το πέτυχε καλύτερα από μένα. Λίγο λίγο το καταφέραμε το δέντρο, και μετά το λιανίσαμε, το διαλέξαμε, το στοιβάξαμε, σύραμε τα μεγάλα κλαδιά από το δρόμο μέσα στο κτήμα. Αυτό θα φουντώσει και πάλι, ανανεωμένο και θαλερό. Την άλλη μέρα κατεβάσαμε και κάποιες μεγάλες κλάρες που είχαν μείνει απάνω, καθώς τις συγκρατούσαν εκεί μετέωρες άλλα κλαδιά.

Πήγαμε και στα χωράφια. Είχε βρέξει μια ευλογημένη βροχή, και η λάσπη δυσκόλευε τις κινήσεις. Πλούσια η συγκομιδή σε φασολάκια, ντομάτες, αρωματικά πεπόνια, που μας ζάλιζαν με το μεθυστικό άρωμά τους στο αυτοκίνητο, στο δρόμο της επιστροφής.

Ζωγράφισα το «πορτρέτο» της γαϊδούρας, και ό,τι πρόλαβα σκίτσαρα σε πρόχειρο μπλοκ. Τώρα γνωρίζω καλύτερα τα ζώα και τις κινήσεις τους, αν και αυτά τα πρώιμα σκίτσα θέλουν πολλή δουλειά ακόμα. Βήμα βήμα όμως προχωράει κανείς.

Κι έτσι, σε αργούς ρυθμούς κύλησαν οι ώρες, αργούς και γεμάτους, και έχασα και όλα τα σημαντικά της επικαιρότητας για χάρη αυτής της θεϊκής ομορφιάς, που μας τύλιξε και στην αγκάλη της οποίας αφεθήκαμε με ανακατακτημένη ξεγνοιασιά.

Όλα πήραν τη θέση τους, και οι βουνίσιες ανάσες μας θα μας κρατήσουν αρκετό καιρό ακόμα, μέσα στην πόλη.

Σήμερα Δευτέρα πρέπει να μπολιάσουμε εδώ, στο Πεντελιώτικο βουνό, μια αγριοκορομηλιά με μπόλι βανίλιας και δαμάσκηνου που φροντίσαμε να πάρουμε, από το μερακλήδικο κτήμα ενός θείου.

Εκεί στα ψηλώματα του Ελικώνα, όλα ήταν στη θέση τους. Το ήξερα καλά τη νύχτα, σχεδόν χάραμα, όταν η παρέα των παιδιών έμπαινε στα αυτοκίνητα να πάει στο δρόμο της, και εμείς ευχόμασταν καλό κατευόδιο και να τους φυλάει ο Θεός.

Κατόπιν, ησυχία... Μόνο το θρόισμα των φύλλων και οι νυχτερινοί ήχοι της φύσης, μαζί και η βρύση η μεγάλη που ξέχυνε το λιγοστό, αυτή την εποχή του χρόνου, νερό της, προσμένοντας τα καινούργια νερά και τα χιόνια που θα της δώσουν ζωή. Εκεί μείναμε με το Δημήτρη ώρα πολλή ακόμα... Εκεί, με τη δισταχτική φωνή μου συνέχισα να τραγουδώ, γιατί το τραγούδι δεν έλεγε να βγει από τα μέσα μας.

Εκεί είπα για πρώτη φορά στη ζωή μου ολόκληρο, μόνη μου, σιγανά και τρεμάμενη, αλλά ολόκληρο το κλέφτικο:


Ωρέ βγήκεν ο ήλιος, κόκκινος
και το φεγγάρι μαύρο
κι ο λαμπερός Αυγερινός
δεν πάει να βασιλέψει.
-Πες μας, καημένε Αυγερινέ, κανά καλό χαμπέρι.
-Το Λεπενιώτη βάρεσαν μες στη Φουρνά στη σκάλα
τον κλαίει όλος ο ντουνιάς
τον κλαιν τα κυπαρίσσια...



Το είπα αργά, σπαρακτικά αργά, όπως θυμάμαι να το τραγουδάει ο μπάρμπας ο μουσικός, ο Κώστας ο Πισίνας κάθε χρόνο σε πανηγύρια... Αυτός που μας έδωσε και τα μπόλια, για να τρώμε τους γλυκούς καρπούς!

«Καλά το είπες», μου επιβεβαίωσε ο Δημήτρης, κι εκεί στη βρύση, μέσα στη νύχτα, πάνω στα στέργια βουνά και χώματα, στεργιώθηκαν και σφιχτοδέθηκαν όλες οι σκέψεις που περνούσαν φευγαλέες και ρευστές από το νου και την καρδιά το τελευταίο διάστημα.

Απέκτησα σχέδιο ζωής, το ίδιο, το γνωστό, που ξανακαινουργώθηκε.


Ο ήλιος βασιλεύει κι η μέρα σώνεται
Κι ο νους μου απ’ την αγάπη δεν συμμαζώνεται!





Υ.Γ. Η ζωή ήταν πολύ γεμάτη για να τη φωτογραφήσουμε, εντούτοις ο Γιώργος μου σκέφτηκε να τραβήξει τη βροχή...



7 Σεπ 2014

Διανόηση, βούληση και γίγνεσθαι...






Οι οικονομιστές παραγνωρίζουν τη θεολογική αρχή ότι «ἐὰν ἔχητε πίστιν ὡς κόκκον σινάπεως, ἐρεῖτε τῷ ὄρει τούτῳ, μετάβηθι ἐντεῦθεν ἐκεῖ, καὶ μεταβήσεται· καὶ οὐδὲν ἀδυνατήσει ὑμῖν». (Μτ 17:21). Και γενικότερα παραγνωρίζουν την ελεύθερη βούληση, άρα και την πολιτική, στο πλαίσιο μιας –ήδη διαψευσθείσας– νομοτελειακής εσχατολογίας.

Ποτέ, εξάλλου, η ενσυνείδητη δράση των πολλαπλών ανθρώπινων υποκειμένων δεν εκβάλλει στον συνειδητά καθορισμένο τόπο, διότι η ετερογονία των οπτικών και προοπτικών γεννούν μια σύνθετη συνισταμένη την οποία μόνο μια μακρόχρονη πείρα, προσληπτική των γεγονότων και πραγμάτων ευαισθησία και μια ισχυρότατη διαίσθηση στη βάση της ιστορικής, πολιτικής και ανθρωπολογικής σπουδής μπορεί μερικώς να προβλέψει ή να εικάσει.

Αυτό είναι και το γοητευτικότατο παιχνίδι της ζωής, η συνάντηση του ετεροκαθοριζόμενου ή και του πραγματικού με την ανθρώπινη βούληση.

Ποτέ συνεπώς η ατομική δράση δεν επικαθορίζει την ιστορία ή την ιστορία της σκέψης. Έτσι, και η ίδια η διανόηση όσο κι αν επιδιώκει συνειδητά να διακονήσει ένα συγκεκριμένο σχέδιο δράσης, προσφέροντας ιδέες, αναλύσεις και εργαλεία που εκβάλλουν σε ένα τελικό και επαρκώς λαϊκό και ευπρόσληπτο σύνθημα, δεν έχουν μια ευθύγραμμη σχέση αιτιότητας με το παραγόμενο στην κοινωνία αποτέλεσμα.

Απλώς εκχύνουν σε ένα ποτάμι, το οποίο, συνομιλώντας με τη μορφολογία του εδάφους, κατακτά αυτοτελώς το δρόμο του, κι ας συνενώνει ποικίλους παραπόταμους στο ίδιο νερό.

Το έργο λοιπόν ενός διανοούμενου όχι μόνο πρέπει να κρίνεται στο ιστορικό συγκείμενο καθώς συνιστά διάλογο με ζητήματα της εποχής του, αλλά και ο τρόπος με τον οποίο διεμβολίζει τη συζήτηση και κατ’ επέκταση την επικαιρότητα, την πολιτική, το πραγματικό, είναι μόνο μερικώς αντίστοιχο με την ίδια την προθετικότητά του, στο μεγαλύτερο δε βαθμό η συμβολή ξεπερνά ή ξεφεύγει των ορίων κάθε προγραμματικής διακήρυξης, συχνά με πολύ ενδιαφέροντα τρόπο, και κάθε πρόβλεψης.

Η αποτίμηση μιας ατομικής συμβολής οφείλει έντιμα να εξετάζει και τα δύο επίπεδα, και αυτό της ενσυνείδητης προθετικότητας και αυτό της τελικής πρόληψης στο κοινωνικό γίγνεσθαι και συνεπώς συμβολής σε αυτό.


Εύη Βουλγαράκη, Παραλία στο Φεγγαρόφως.
Ακρυλικό σε καμβά. Διαστάσεις 20 x 20 εκ. 1 Σεπτεμβρίου 2012.


5 Σεπ 2014

Σκαλί της Προόδου







Τη σκάλα
Ανεβαίνεις της προόδου
Σκαλί σκαλί
Θαρρείς πως ανεβαίνεις
Η ευκρίνεια του ορίζοντα
Σε ουρανί γαλάζιο
Χάνεται

Εσύ πλησιάζεις
Αυτό απομακρύνεται
Και άξαφνα η σκάλα
Διαλύεται
Σε γκρεμούς δρόμους
Περιβόλια και δρυμούς

Πικραμένος
Και σοφός σκεπτικιστής
Αναζητάς πια
Μια διαδρομή
Λαβυρινθώδη
Δίχως τον κατακόκκινο μίτο
Της εγκόσμιας
Παραμυθητικής εσχατολογίας

Απαρηγόρητος
Κοιτάς τον Άδη
Με την αφή νιώθεις
Την πίστη ανάραιη
Ως βαθύτατη μορφή
Απιστίας

Με καμπάνες νταούλια και κρουστά
Η μεταφυσική αρχινά
­­                 —Ως εμπράγματη φυσική διάσταση
                    Ως επιστήμη εμπειρικά επαληθεύσιμη—
Ήχος τριχτός
Μόλις εκπέσει
Η λατρεία του ανθρωποθέου
Στην καρδιά ενός αθέου
Τότε ο Θεός
Σε συναντά
Σε αυτοπρόσωπη διαύγεια

4 Σεπ 2014

Γέροντα Βασίλειον Ιβηρίτη [Γοντικάκη], Άγιον Όρος




Αγαπητέ Γέροντα Βασίλειε,

η πολυετής μας γνωριμία, η προσωπική μου εκτίμηση στο πρόσωπό σας και μια συνομιλία μας πριν λίγα χρόνια  με κάνουν να σας απευθύνω το λόγο προσωπικά. Άλλωστε, δεν γνωρίζω κανέναν άλλο από τους παράγοντες του Όρους, πέραν της γνωριμίας που έχουμε με κάποιους από τα δελτία των ειδήσεων.

Ενώ ο κόσμος υφίσταται χαράτσια, κάποιοι διασφαλίζουν για τον εαυτό τους φορολογικά προνόμια;

Αυτό ανήκει στην Παράδοση εν θεολογική εννοία;

Με το να φορτώνετε με τα προνόμιά σας τον ελληνικό προϋπολογισμό, με αυτό τον τρόπο ακολουθείτε τα σταυρικά βήματα του Χριστού, του αίροντος τις αμαρτίες του κόσμου;

Κάθε θεολογία, όσο ωραία και να είναι διατυπωμένη, εκβάλλει σε δύο τρία βασικά και θεμελιώδη ζητήματα. Ρωτώ λοιπόν: μοναχισμός με μεταξωτά βρακιά ή μοναχική πτωχεία;

Μοναχισμός που ανεβοκατεβάζει κυβερνήσεις ή που έχει αποταχθεί τον κόσμο και τον μαμωνά;

Και αν υπάρχει όντως πρόβλημα σε κάποιες περιπτώσεις, τα μοναστήρια με τις off shore δεν μπορούν να αναλάβουν τους αδελφούς τους στην έρημο;

Το θυμό που προκύπτει στην ελληνική κοινωνία από όλα αυτά πώς θα τον διαχειριστούμε στα σχολεία εμείς, οι "άθεοι" θεολόγοι;

Ως πολίτες πώς θα απαντήσουμε στο αίτημα για ισονομία και όχι θεοκρατία;

Ως πιστοί θα σταθούμε διαφορετικά από τη στάση του Χριστού στους τρεις Πειρασμούς;

Εσείς πάλι, οι αθλητές του ασκητικού βίου, πώς θα διαχειριστείτε όλες αυτές τις επιτυχίες;

Με συγχωρείτε για την αναστάτωση και τη στεναχώρια. Δεν είναι καρπός αναίδειας, είναι εικόνα της δικής μας παντελούς αποτυχίας και κατά κόσμον απελπισίας. Σκέφτηκα ότι θα θέλατε να γίνετε μέτοχος των αποριών μας και ίσως και κάποιων εκ των βαρών μας. Γιατί και κάποιες φορές λυγίζουμε.

Ευλογείτε και εύχεσθε,

Ευαγγελία Βουλγαράκη


Υ.Γ. Η φωτογραφία τραβήχτηκε σε κάποιο μου ταξίδι από αεροπλάνο. Με όλη την αγάπη μου στο Όρος, που έτσι το φαντάζομαι, μες στον ουρανό.