Ζούσε σε μια χώρα που δεν σεβόταν τους ανθρώπους τις γιορτές, μα μήτε και τις καθημερινές ακόμα. Θα ήθελε να βρίσκεται αλλού, σε μέρη ξωτικά, μα η διοίκηση δεν συμμεριζόταν τον καημό του. Οφείλοντας να καλύψει το έλλειμμα παραγωγικότητας μιας ολόκληρης χώρας, με βαριά καρδιά έπιασε το πόστο εργασίας του.
Εκείνη τη μέρα στη βιβλιοθήκη, όμως, τα πράγματα δεν ήταν σαν τις άλλες μέρες. Καταρχάς τον έτρωγε η μύτη του, τον έτρωγε αφόρητα, δείγμα πως θα έτρωγε ξύλο πολύ. Κατόπιν τον φαγούριζαν οι πατούσες του, μέσα από τις κάλτσες, και είχαν αρχίσει να υπερθερμαίνονται μέσα στο αστικό σκαρπίνι, σαν να του φώναζαν πως έπρεπε να φορέσει σαγιονάρα ή πέδιλο... Μα δεν είχε κοντά του κάτι τέτοιο, και οι πατούσες φούσκωναν, φούσκωναν, θα έσκιζαν τις κάλτσες και τα παπούτσια ακόμη. Κοίταξε ολόγυρα. Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή του που χάρηκε την ησυχία και τη σιωπή, την παντελή έλλειψη κόσμου στη βιβλιοθήκη εκείνη τη μέρα.
Ο βιβλιοθηκάριος τόλμησε. Έβγαλε τις κάλτσες και τα παπούτσια και ανέβασε τα πόδια πάνω στο γραφείο. Ανάσανε. Σκεφτόταν ότι αν ήταν να έρθει η επιθεώρηση δημόσιας διοίκησης, εκείνη τη στιγμή ακριβώς θα ερχόταν. Και πράγματι, ένας πολύ παράξενος θόρυβος ακούστηκε ξαφνικά, σαν να σχιζόταν το παραπέτασμα του ναού της γνώσης στα δυο, κι από μια κουρτίνα που κάλυπτε την αχλή του χρόνου ξεπρόβαλε η Σταυρούλα!
Πήδηξε επάνω στο γραφείο του με χάρη και σβελτάδα, στεριώθηκε στα δυο της πόδια όπως στεριώνονται οι ναυτικοί, σταύρωσε τα δυο της χέρια, και είπε με επιβλητική φωνή. «Σήμερα δεν έχει μάθημα! Είναι Τσικνοπέμπτη!».
Η Σταυρούλα σεβόταν τον εαυτό της ως δασκάλα, μα πάνω απ' όλα την τάξη της. Εκείνος ήθελε κάτι να ψελλίσει, για τις αναπόδραστες και κατεπείγουσες υποχρεώσεις του, αλλά η φωνή ενός αηδονιού τον μάγεψε και του έκλεψε θαρρείς τη λαλιά. Πού να ήταν το αηδόνι; Ένα πουλί διέσχισε το ανοιχτό παράθυρο με ορμή αητού. Μα δεν ήταν μήτε αητός μήτε αηδόνι... Ήταν ένας τσαλαπετεινός, λιγάκι παράξενος. Στ’ αλήθεια είχε φωνή αηδονιού και δύναμη αητού.
Αναρωτιόταν ο βιβλιοθηκάριος σε ποιο βιβλίο είχε μελετήσει τα αηδονικά, γιατί –παράξενο πώς– καταλάβαινε την κάθε λέξη. Ο μαγικός τσαλαπετεινός άπλωσε την παράξενα μεγάλη φτερούγα του, κι από μέσα της ξεδιπλώνονταν εικόνες από παραλίες και ακτές, μαγευτικά τοπία και μέρη που δεν γνώριζαν πόνο δάκρυ ή ανάγκη...
Δεν πρόλαβε ν’ αποκριθεί στον τσαλαπετεινό με το αηδονίσιο κελάηδημα που σε μεθούσε, όταν έπεσε με κρότο ένας πολύ βαρύς και σκονισμένος τόμος. Τρόμαξαν κι οι τρεις. Όπως έπεσε, άνοιξε περίπου στη μέση και από τις σελίδες του πρόβαλε ο Γρηγόρης, παγκόσμιας φήμης αρχαιολόγος και ιστορικός ερευνητής, κρατώντας ένα βοτσαλάκι! Τινάχτηκε πάνω, καλημέρισε ευγενικά τους φίλους, τις φίλες και τα όμορφα πουλιά, και αναφώνησε με ορμή: «Εύρηκα, εύρηκα!» Μαζεύτηκαν κι οι τρεις ολόγυρα να δουν το βοτσαλάκι. «Χρόνια και χρόνια το αναζητούσα», συνέχισε ακάθεκτος ο Γρηγόρης, λες κι ένα όραμα τον συνείχε. «Μα το βρήκα επιτέλους, κατά την τελευταία ανασκαφή, το ξεχώρισα από χιλιάδες άλλα». Η Σταυρούλα στέριωσε τα γυαλιά της, ο βιβλιοθηκάριος ετοιμάστηκε να αποδελτιώσει το εύρημα, και παραλίγο ο Τσαλ το ζαβολιάρικο πουλί να το άρπαζε με το ράμφος του. Μα ο Γρηγόρης το κρατούσε σφιχτά! «Αυτό το βότσαλο, δεν είναι τυχαίο», μίλησε ο Γρηγόρης, και η ομήγυρη λούφαξε τώρα και άκουγε με προσοχή! «Είναι η πέτρα εκείνη με την οποία ο Δαβίδ νίκησε τον Γολιάθ. Μ’ αυτή κι εμείς θα νικήσουμε τον τύραννο και θα πέσει η τυραννία». Οι τρεις κοιτάχτηκαν, έπεσε βαριά σιωπή. Αναμετρήθηκαν με τις δυνάμεις τους, δίστασαν για λίγο. Μα τα μάτια του Γρηγόρη έλαμπαν, γεμάτα έμπνευση. Και τότε από δυο πιο ανάλαφρους τόμους, πλούσιους σε εικονογράφηση και πολύ καλλιτεχνικούς, πετάχτηκαν η Νέφωσις και η Ρούμπη, όμορφες και δυνατές σαν αμαζόνες. «Φέραμε πολεμοφόδια, κι άλλα», είπαν και ξετύλιξαν μπροστά μας ένα μεγάλο δέμα με πιστόλια χρώματος. «Με αυτά θα κατατροπώσουμε τον εχθρό», δήλωσε η Ρούμπη με το αλάθητο χαρακτηριστικό της χιούμορ και μπρίο, κι οδήγησε μπροστά το άλογό της, βαστώντας το παράλληλα σφιχτά από τα γκέμια, για να μην ξεχυθεί ασυγκράτητο στη μάχη πριν την ώρα. Η Νέφωσις ήταν ήδη δίπλα της. Το λάβαρο της επανάστασης ανέμιζε και γινόταν ένα με τα πέπλα του αιθέριου φορέματός της, ενώ το γαλήνιο ευγενικό χαμόγελό της δεν υποψίαζε κανέναν για τη δύναμη που έκρυβε μέσα της.
«Είμαι κι εγώ εδώ», φώναξε η Χάρις η νεράιδα, που κατέβαινε αργά και με περιστροφικές κινήσεις από έναν παλιό πολυέλαιο. Καθώς κατέβαινε, το φως του πολυελαίου μετακινιόταν κι αυτό, γινόταν ένα με το κορμί της. «΄Εχω εδώ το μαγικό ραβδί μου, με το οποίο θα σπείρουμε εννοιολογική σύγχυση στους αντιπάλους», είπε, και η Σταυρούλα που τα πιάνει αυτά αμέσως ενθουσιάστηκε.
Ο Γρηγόρης κοίταξε τον βιβλιοθηκάριο, και ο βιβλιοθηκάριος τον Γρηγόρη. Το πουλί ο Τσαλ ήδη είχε βγει από το παράθυρο και κατόπτευε το πεδίο. Συννενοήθηκαν οι δυο τους με το βλέμμα και παραχώρησαν την αρχηγία στη Σταυρούλα, που ήταν στρατηγός καλός και οργανωτικός.
Μέτρησαν τις δυνάμεις τους. Μόνο ένας έλειπε, το Ερυθρό Καγκουρώ. Αλλά να, πάνω στην ώρα, το τζάμι θρυψαλιάστηκε με πάταγο, οι τοίχοι σείστηκαν και το Ερυθρό Καγκουρώ ήταν ήδη στα άδυτα της βιβλιοθήκης κρατώντας...
... κρατώντας... κρατώντας...
μια τεράστια πιατέλα με αχνιστό, μοσχομυριστό γουρουνόπουλο, τόσο τιτανοτεράστια που θα χρειάζονταν τουλάχιστον 10 μπουκάλια Fairy για να την πλύνουν όλη...
«Έφερα κάτι για να πάρουμε δυνάμεις και να καρδαμώσουμε πριν ξεχυθούμε στη μάχη», είπε. Αυτό το Ερυθρό Καγκουρώ, ήταν απλό στους τρόπους, αλλά του έκοβε πολύ: όλα τα προλάβαινε και όλα τα φρόντιζε. Γι’ αυτό το αγαπούσαν τόσο! Κι ο επαναστατικός στρατός, συγκράτησε για λίγο την ορμή του, προκειμένου να πάρει λίγες δυνάμεις...
Εγώ πάλι μέχρι εκείνη τη στιγμή πληκτρολογούσα μανιωδώς για να αναφέρω όλα τα γεγονότα ως εντεταλμένος ιστορικός του επαναστατικού στρατού – αλλά και με την ακρίβεια και αντικειμενικότητα που αρμόζει σε κάθε ιστορικό που σέβεται τον εαυτό του. Μόλις όμως είδα τη μοσχομυριστή πιατέλα και άρχισαν να με φιλεύουν με τα λουκούλεια εδέσματα, αποξεχάστηκα και λησμόνησα εντελώς τις χρονογραφικές υποχρεώσεις μου. Καθώς το Καγκουρώ ξετρύπωσε από το μάρσιππό του και ένα τσίπουρο θεϊκό, εκεί που άρχισε το γλέντι, ένα γλέντι τρικούβερτο, ένα γλέντι καυτό, εγώ έχασα πλήρως τη σύνδεση με το χρόνο και τη μνήμη.
*
Ο βιβλιοθηκάριος άνοιξε τα μάτια του γεμάτος ανησυχία. Φοβόταν μήπως τα βιβλία είχαν λεκιαστεί με λαδιές, μήπως είχαν περιχυθεί με τσίπουρο. Το πρώτο που αντίκρισε ήταν οι πατούσες του που ξεπρόβαλλαν κάτω από το πάπλωμα. Κοίταξε το ρολόι του. Μέρα Παρασκευή. Εργάσιμη και σήμερα, συνειδητοποίησε, κι αναζήτησε τα ρούχα του. Μα τι έγινε χθες; αναρωτήθηκε, για την ακρίβεια με ρώτησε στο αφτί.
Ας δώσω τουλάχιστον μια ολόκληρη ευχή: Κι αν δεν καεί ο μπερντές μας η Βουλή, άιντε να καεί το πελεκούδι!
Καλές Απόκριες, παίδες, και καλή Σαρακοστή!