Μονόγραμμα ΧΡ, 5ος αι. μ.Χ, Μουσείο Pio Cristiano, Βατικανό
Χριστιανισμός:
το σχολείο της τέλειας αντίφασης και του παραδόξου.
Η
πιο διαλεκτική από τις έννοιες.
Σε
προφανή διάσταση από τη σοφία του κόσμου τούτου, οι χριστιανοί προσκυνούν Θεόν
εσταυρωμένον. Ο Σταυρός του Χριστού, Ιουδαίοις
μεν σκάνδαλον, Έλλησι δε μωρία (ΑΚορ 1, 23), είναι καρδιά της χριστιανικής πίστης, ή μάλλον ένα πέρασμα,
αναγκαίο αλλ’ όχι αδιέξοδο. Η λογική αντίφαση είναι ήδη εγγενής και ορατή με
γυμνό μάτι. Σε όλη την ανθρώπινη ιστορία, από τις πιο αρχέγονες μορφές
θρησκείας αλλά και στις περισσότερες μεταγενέστερες εκδοχές των θρησκειών
(εξαιρώντας τις φιλοσοφικότερες εκδοχές των ανατολικών θρησκειών, όπου όμως και
η ίδια η έννοια θείο είναι κάτι όλως άλλο), λατρεύεται ο θεός που είναι δυνατός,
ακριβώς για τον λόγο της δύναμής του (της). Τον υπακούμε, τον τιμούμε, του
προσφέρουμε γιατί περιμένουμε να μας δείξει την εύνοιά του, σε μιαν
ανταποδοτική και απόλυτα “λογικά” δομημένη λογική. Όμως, στο χριστιανισμό
φέρουμε ένα σύμβολο, ως κόσμημα στο στήθος και ως σημείο αλήθειας, που όχι μόνο
υπήρξε σύμβολο έσχατης αδυναμίας, άφατου πόνου, επικράτησης του θανάτου, αλλά
και ονείδους, εξευτελισμού. Ο Κύριός μας μετά
ανόμων ελογίσθη (Μκ 15, 28· Λκ 22, 37) και υπέστη ατιμωτικό θάνατο. Αλλά
και στη διάρκεια της ζωής του, “ανοήτως” συνταυτίσθηκε με τις χθαμαλότερες
όψεις της ζωής… Από την ίδια τη γέννησή του σ’ ένα σταύλο, τη ρήξη του με τους
προύχοντες της κοινωνίας –τους ατσαλάκωτους και καλοσιδερωμένους γραμματείς και
Φαρισαίους–, τις συναναστροφές του με
τους τελώνες και τις πόρνες, μέχρι την εγκατάλειψη και προδοσία από τους
μαθητές του και την κάθοδό του στον Άδη. Με τον σταυρό ολοκληρώνεται η κατάλυση
μιας –της μόνης γνωστής ώς τότε– θρησκευτικότητας, τόσο των Ιουδαίων, όσο και
των Ελλήνων. Όπως επισημαίνει ο π. Αλεξάντρ Σμέμαν, «οι “Ιουδαίοι” αντιπροσωπεύουν εκείνους που προσδοκούν
μόνο βοήθεια από τη θρησκεία, ενώ οι “Έλληνες”
εκείνους που προσδοκούν λογικές και εύκολες ερμηνείες».
Η ωφελιμιστική και η εξουσιαστική εξυπνάδα καταλύονται, μια για πάντα.
Με το σταυρό του Χριστού, η περί περιουσιότητας ιδέα
ενός λαού, εθισμένου στην ιδιαιτερότητα και την προνομιακή του θέση, καταργείται
οριστικά. Ο Χριστός δεν φείστηκε του εαυτού Του, γιατί να φειστεί του λαού Του;
Το περί θεοδικίας ερώτημα, γιατί οι ασεβείς περνούν καλά,
ενώ οι δίκαιοι βασανίζονται, τίθεται πλέον εμπράκτως διαφορετικά. Ο Θεός δεν
υπάρχει για να κάνει εξυπηρετήσεις, η ανταποδοτική θρησκευτικότητα είναι
παρελθόν και όλο το λατρευτικό σύστημα θυσιών, προσφορών και κάθε μορφής
απόπειρας εξαγοράς του Θεού ή εξευμενισμού Του ακυρώνεται. Ο ίδιος ο Θεός είναι
ο προσφέρων και ο προσφερόμενος στη χριστιανική λατρεία, στη θεία Ευχαριστία.
Μια πλήρης αντιστροφή των μέχρι τότε γνώριμων και οικείων πραγμάτων, και συνάμα
«πλήρωση» του νόμου.
Με το σταυρό του Χριστού, η ελληνική λογική απόπειρα
«σύλληψης» του θείου με τη φιλοσοφία ανατρέπεται άρδην. Διότι ακόμα και ο
ισχυρότατος Άδης, του οποίου οι πύλες είναι απροσπέλαστες προς τα έξω, συνέλαβε
και αιχμαλώτισε τον Θεό, για να περιπέσει από έκπληξη σε έκπληξη. Όπως διατρανώνουμε
στην αναστάσιμη θεία Λειτουργία, στον κατηχητικό λόγο του αγίου Ιωάννη του
Χρυσοστόμου, ο άδης «ἔλαβε σῶμα καὶ Θεῷ περιέτυχεν, ἔλαβε γῆν καὶ συνήντησεν
οὐρανῷ». Άλλο
περίμενε ο άδης με αδηφάγο και βουλιμική διάθεση και άλλο του συνέβη: ο Χριστός
ενέκρωσε τον άδη και ανέστησε τους τεθνεώτας εκ των καταχθονίων. Δυο περίπου
χιλιετίες πριν την εφεύρεση του «θανάτου του Θεού», ο Θεός αφέθηκε μόνος του
στον θάνατο, για να μας χαρίσει για πάντα τη ζωή.
Η ανοησία της φιλοσοφικής απόπειρας είναι εγγενής: το
θείο δεν συλλαμβάνεται από τον ανθρώπινο νου. Μια τέτοια στόχευση σύλληψης του
θείου ενέχει αφεαυτής ένα ενδημικό λογικό ατόπημα: το πεπερασμένο δεν δύναται
να συλλάβει το άπειρο. Έτσι, κάθε τέτοια απόπειρα, όσο και να διευρύνει κανείς
τη δυνατότητα του ανθρώπινου νου, είναι εξ ορισμού καταδικασμένη σε αποτυχία. Κάθε
υποτιθέμενη λογική ευόδωση οδηγεί στο ίδιο, γνωστό ξεστράτισμα: σε συρρίκνωση
του απείρου σε ένα περατό σύστημα σκέψης, παρ’ όλα τα φιλοσοφικοθεωρητικά
μασκαρέματα, σε ένα είδωλο και όχι στον Θεό. Καθώς όλα αυτά τα πορίσματα
απέχουν πολύ από την πραγματικότητα, ενώ απλώς γεννούν μια εικονική
πραγματικότητα στη συνείδηση, οδηγούν στο ασφαλές συμπέρασμα πως τέτοιες
απόπειρες είναι στο βάθος τους απόπειρες αυτοθέωσης, μια ακριβής επανάληψη του
προπατορικού ολισθήματος, που οδηγούν σε κατάργηση κάθε κοινωνικής αναφοράς και
τελικό χωρισμό από τον Θεό και τον συνάνθρωπο.
Η Αλήθεια ως Συνάντηση
Για να
αποφύγει η Ορθόδοξη Εκκλησία τον γνωστικό πειρασμό και εντός των κόλπων της,
μαζί με την καταφατική της θεολογία, που συνιστά απόπειρα περιγραφής μιας
εμπειρίας, αυτής της αποκάλυψης του ίδιου του Θεού, ανέπτυξε ταυτόχρονα και την
αποφατική θεολογία. Ο Θεός είναι, και συνάμα δεν είναι, καθώς είναι πέρα από
την ύπαρξη. Είναι Θεός, και συνάμα υπέρθεος, γνωστός στην ιστορία και
υπερβατικός.
Ιδιαίτερα η παλαμική θεολογία με τη διάκριση θείας
ουσίας και ακτίστων θείων ενεργειών έδωσε τον 14ο αι. πολύ σοβαρές
όσο και ριζοσπαστικές απαντήσεις στο ζήτημα της θεογνωσίας. Η χριστιανική πίστη
υπόσχεται στον άνθρωπο τη θέωση, όχι όμως ως αφαιρετική σύλληψη μιας θείας
ουσίας, ξένης στον άνθρωπο και την πεπερασμένη φύση του, αλλά ως μετοχή στις
άκτιστες ενέργειες του Θεού, ως συνάντηση.
Αυτό είναι τελικά και το «καινό» που κομίζει το
Ευαγγέλιο. Ο Χριστός είναι, σύμφωνα με τα δικά του λόγια, η οδός, η αλήθεια και
η ζωή. Ἐγὼ εἰμί… (Ιω 14, 6).
Η αλήθεια δεν είναι μια αφηρημένη έννοια, αλλά ένα πρόσωπο, το πρόσωπο του
Θεανθρώπου, που μέσα από γεγονότα, εξελίξεις, θαύματα, λόγους, παραβολές ή και
αντιφάσεις μάς γνωρίζεται μέσα στην Ιστορία. Διόλου τυχαίο που τα ευαγγέλια δεν
έχουν δοκιμιακό αλλά αφηγηματικό χαρακτήρα… Και οι εκπλήξεις και οι ανατροπές
είναι συστατικό στοιχείο κάθε αφήγησης. Ο Θεός είναι ο Θεός των εκπλήξεων,
κι οι εκπλήξεις οι πιο δυσάρεστες αναμένουν πιθανώς εκείνους που θεωρούν πως
Τον έχουν συλλάβει και Τον κατέχουν. Έτσι, οι μαθητές για να γνωρίσουν τον
Κύριο έπρεπε να ερμηνεύσουν επιμέρους συμπεριφορές, πράξεις και λόγους ενός
ανθρώπου, του Ανθρώπου, ο Οποίος για πρώτη φορά, ανατρέποντας τα δεδομένα και
την τάξη, αποκάλυψε τον εαυτό Του σε μια γυναίκα κακότροπης συμπεριφοράς,
αμφίβολης ηθικής διαγωγής και ασφαλώς ύποπτης καταγωγής, τη Σαμαρείτισσα. Η
Σαμαρείτισσα κατανόησε πρώτη αυτό που οι ίδιοι οι απόστολοι άργησαν πολύ να
αντιληφθούν, και μόνο μετά την Ανάσταση κατάλαβαν, ιδίως δε μετά την έλευση του
Αγίου Πνεύματος κατά την Πεντηκοστή.
Σχετική λοιπόν η φύση της εξυπνάδας και της βλακείας,
που συχνά αναδιπλώνονται στο Ευαγγέλιο με μιαν αντίστροφη προοπτική, σαν αυτή
της βυζαντινής εικονογραφίας, κάποτε άλλοτε παραμορφώνονται σαν την πρισματική
εικόνα του κυβισμού και άλλων νεότερων εικαστικών ρευμάτων…
Καὶ ὁ Ταπεινῶν Ἑαυτὸν ὑψωθήσεται
Με αγωνία η
μητέρα των αδελφών Ζεβεδαίου ρωτούσε για την τακτοποίηση των γιων της στη
Βασιλεία του διδασκάλου. Μα πόσες εκπλήξεις επεφύλασσε Εκείνος ακόμη… Εκείνος
που διακήρυξε πως «μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι» (Μτ 5, 3), έπλυνε τα πόδια των μαθητών,
δίδαξε το απίστευτο, πως «ὅστις ἂν θέλῃ ἐν ἡμῖν εἶναι πρῶτος, ἔστω ὑμῶν δοῦλος» (Μτ 20,
27). Γιατί «ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι», αλλά και «οἱ πρῶτοι ἔσχατοι» (Μτ
20, 16).
Όλοι επιθυμούμε το συμφέρον μας. Νά μια λογική σκέψη! Μα μήπως γνωρίζουμε οι άνθρωποι
το υπέρτερο συμφέρον μας; Μήπως, εξάλλου, ενεργούμε πάντα με βάση αυτό; Ήδη από
το προπατορικό αμάρτημα, ο άνθρωπος ξεγελιέται ως προς το αληθινό συμφέρον του
και μπαίνει σε περιπέτειες, γνωρίζοντας εμπειρικά το κακό. Εκτός των άλλων, το
προπατορικό αμάρτημα είναι και ένα νοητικό ολίσθημα. Γιατί η έλλειψη πίστης
αποδείχτηκε υψίστη ακρισία. Όμως, θα επανέλθουμε στο ζήτημα της σχέσης πίστης
και κρίσης.
Ο πολύ σπουδαίος Ρώσος θεολόγος
και μάρτυρας π. Αλεξάντρ Μεν λέει, επικαλούμενος σχετική ρήση του Φράνσις
Μπέικον, ότι: «μόνο η επιφανειακή γνώση απομακρύνει από τον Θεό, ενώ η βαθιά γνώση
αντιθέτως οδηγεί σ’ Αυτόν».
Η Σχολή του Παραλόγου
Το
βαθιά παράλογο της ανθρώπινης φύσης έχει αναδειχθεί, ιδίως από την τέχνη. Έχει
θρέψει σχολές ολόκληρες. Στον σύγχρονο κόσμο, τα σημαντικότερα ρεύματα στο χώρο
της τέχνης συνδέονται με όψεις του παραλόγου, ενώ παιδαριώδης αφέλεια φαντάζει μια
επιφανειακή και προφανής προσέγγιση της πραγματικότητας, η ταύτιση της
οντολογίας με τη φαινομενολογία, η μονολογική διάσταση.
Γράφει ο σπουδαίος λογοτέχνης,
ποιητής και στοχαστής Θανάσης [Αθ. Κ.] Χριστοδούλου: «ο παραλογισμός είναι
τυποποιημένο προϊόν πού παράγει συστηματικά και αποκλειστικά ο ορθός λογισμός».[6]
Πράγματι, σήμερα δεν μπορεί κανείς πια να συμμερίζεται την αισιοδοξία για τα
επιστημονικά επιτεύγματα, που διαπερνούσε την Ευρώπη του Διαφωτισμού. Ο άνθρωπος
του 21ου αι. είναι πιο απαισιόδοξος, πιο γερασμένος αλλά και πιο
υποψιασμένος.
Η δυσπιστία για την ορθολογική
οργάνωση της ανθρώπινης φύσης, για τη δυνατότητα του ανθρώπου για μια
ευθύγραμμη προοδευτική πορεία –όπου η πρόοδος θα γινόταν ο νέος (από μηχανής)
θεός, και η αυτορρύθμιση όλων των κοινωνικών και υπαρξιακών ζητημάτων θα
ερχόταν μοιραία (ή νομοτελειακά, όπως θέλετε…)– βαίνει διαρκώς αυξανόμενη.
Ας φέρουμε ένα μικρό, ελλαδικό
παράδειγμα: Μια αντίθεση διαπερνά και σήμερα όλους τους πολιτικούς χώρους και
τις διάφορες ιδεολογίες με τη μόρφωση δύο αντίρροπων μεταξύ τους τάσεων· οι μεν
επικράτησε να αποκαλούνται «σκοταδιστές» (επωνυμία που δόθηκε προφανώς από τους
αντιπάλους), οι δε «φωταδιστές» (η σκωπτική ανταπάντηση).
Σκοταδιστές είναι οι οπαδοί της παράδοσης, οι νοσταλγοί του Βυζαντίου, ενός –υποτιθέμενου–
σκοτεινού μεσαίωνα, και φωταδιστές οι οπαδοί της Ευρώπης των Φώτων, αυτοί που
ακόμη ελπίζουν στη δύναμη της τεχνολογίας ως πανάκεια. Και οι δύο θεωρήσεις
στις ακραίες τους μορφές τείνουν να αποσιωπούν ουσιαστικά στοιχεία της αλήθειας.
Παίρνοντας όμως ασφαλείς αποστάσεις από πρόσωπα και πράγματα στην Ελλάδα, θα
σταθούμε σε μιαν αντίστοιχη συζήτηση είχε προηγηθεί στη Ρωσία του 19ου
αι.
Με την καρδιά δοσμένη
περισσότερο προς τους Σλαβόφιλους αντί για τους οπαδούς της Δύσης, όχι όμως και
χωρίς να κρατά αποστάσεις ασφαλείας, ο πολύ σπουδαίος και προφητικός, καθόσον
έμελλε να θέσει πρόωρα ζητήματα που απασχολούν εξίσου και σήμερα, συγγραφέας
Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, απαντά με το έργο του στους οπαδούς του διαφωτισμού και
ιδίως στον συμπατριώτη του Τσερνιτσέφσκι, που φαντάζεται ένα «κρυστάλλινο
παλάτι» ως σύμβολο της ευκρίνειας, του ορθολογισμού και της προόδου.
Από την πρώτη στιγμή, αλλά ιδίως με το Υπόγειο
και πέρα, ο Ντοστογιέφσκι προβαίνει σε μια διπλή κριτική για τον
ορθολογισμό και την αισιοδοξία του για την πρόοδο, όσο και σε μια αισθητική
κριτική για τον ρομαντισμό και την εξίσου αφελή αισιοδοξία του και μορφή του.
Σε αντίθεση με το πλατσούρισμα σε μια ρομαντική ρηχότητα, ο Ντοστογιέφσκι
κατέρχεται στα βάθη και μελετά τα ερέβη της ανθρώπινης ύπαρξης. Διόλου παράξενο
που οι αρνητικοί ήρωες προβάλλουν στο έργο του ισχυρότεροι από τους θετικούς. Ο
υποχθόνιος ήρωας του Υπογείου,
αντιτάσσει σε κάθε ορθολογικό νόμο και σε κάθε κοινώς παραδεκτή «αλήθεια», την
αλήθεια της ελευθερίας στα άκρα. Ο ήρωας αμφισβητεί το 2+2=4. Όμως, και ο
μεταγενέστερος και ωριμότερος Ντοστογιέφσκι προτιμάει να διαλέξει τον Χριστό
έναντι της «αλήθειας», αν υποτεθεί πως κάποιος του αποδείκνυε πως ο Χριστός δεν
ταυτίζεται με την αλήθεια. Πολλά και πολύ σημαντικά για το θέμα θα μπορούσε να
πει κανείς. Εντέλει
όμως, ο συγγραφέας δεν είναι ξεροκέφαλος, ούτε τυφλά προσκολλημένος σε μιαν
ανούσια (χωρίς αλήθεια δηλαδή) πίστη. Αντίθετα, με εργαλεία καλύτερα ακόμα και
από αυτά της θεολογίας, και χωρίς να θεολογεί με την έννοια του «δογματίζειν», κατάφερε
ο λογοτέχνης να αναδείξει πως η αλήθεια δεν είναι μια «στατική ιδέα», αλλά
πρόσωπο, ακριβώς στο πνεύμα μα και το γράμμα του Ευαγγελίου. Κατά συνέπεια, την
αλήθεια δεν την κατακτά κανείς με την όποια επιστημοσύνη, αλλά με τη
διαπροσωπική σχέση με το πρόσωπο του Χριστού και με όλους εκείνους, τους
συνήθως απόκληρους, στο πρόσωπο των οποίων μπορεί κανείς να δει τον Χριστό.
Η διυποκειμενικότητα δεν είναι πια πικρό φαρμάκι, αλλά συνάντηση ζωής.
Φιλοσόφους Ασόφους
Δεικνύουσα
Η
ίδια η παράλογη φύση της νίκης του χριστιανισμού κατά τους πρώτους αιώνες ήταν
στην ιστορία της αρχαίας Εκκλησίας βασικό επιχείρημα για την αλήθεια της. Το
επιχείρημα αυτό αποκτούσε δύναμη μεγαλύτερη ακόμα, όταν διαπίστωνε κανείς πώς
άνθρωποι αγράμματοι σαγήνευσαν όλη την οικουμένη και κατατρόπωσαν τους
φιλοσόφους και τις διδαχές τους. Για να εξάρει μέχρι τα άκρα τη δύναμη αυτού
του επιχειρήματος ο ιερός Χρυσόστομος, φθάνει να ισχυρίζεται κάτι ιστορικά
σφαλερό και απολύτως αναληθές, ότι δηλαδή και ο απόστολος Παύλος ήταν
αγράμματος!
Όμως, η νίκη αυτή επί της
φιλοσοφίας δεν είναι μια νίκη επικράτησης, μια νίκη αριθμών. Σχετίζεται με την
ποιοτική διαπίστωση για την αλλαγή ζωής που η νέα «φιλοσοφία» έφερε στις ζωές
των πιστών της. Μια ηθική, αλλά κυρίως μια υπαρκτική υπεροχή τονίζεται από το
σύνολο των Πατέρων.
Θα ήταν πάντως λάθος αν
θεωρούσε κανείς ότι η ρήξη με τον αρχαίο κόσμο (όπου και η χρήση της λέξης έλλην με μειωτική σημασία) ήταν
γενικευμένη ή ότι αφορούσε και άλλα πέρα από το θεμελιώδες ζήτημα, που είναι για
τους χριστιανούς η πίστη στον ένα τριαδικό Θεό. Αντιστρέφοντας τη λογική (υπεροψία)
των ελλήνων, που δέχονταν στη βάση του γένους ότι «πας μη έλλην βάρβαρος», όσο
διασταλτικά και αν ερμηνευθεί αυτό, οι Πατέρες τόνισαν ομοθυμαδόν ότι και οι
βάρβαροι δίδαξαν τους έλληνες φιλοσοφία!
Πίστη και Γνώση
Η
«άλλη» λογική που έφερε ο χριστιανισμός ουδόλως σήμανε την περιφρόνηση της
παιδείας, του συλλογισμού, της ανθρώπινης προκοπής και προόδου. Εδώ, η παραβολή
των ταλάντων (Μτ 25, 14-30· Λκ 19, 11-27) θα είχε πολλά να πει. Γι’ αυτό και οι
σπουδαιότεροι Πατέρες ήταν και ιδιαίτερα μορφωμένοι άνθρωποι, πολλοί εξ αυτών
λόγιοι ή επιστήμονες. Όχι μόνο διέσωσαν πολλά αρχαία χειρόγραφα αλλά και το
έργο τους στον εκχριστιανισμό πολλών ευρωπαϊκών λαών σήμανε την απαρχή του
πολιτισμού των τελευταίων, το πέρασμά τους από την προϊστορία στην ιστορία.
Αυτό εμείς οι Έλληνες δεν είμαστε σε θέση να το εκτιμήσουμε, περήφανοι καθώς αισθανόμαστε
για τον αρχέγονο πολιτισμό μας. Οι νεότεροι όμως ευρωπαϊκοί λαοί, τα γερμανικά
φύλα στη Δύση και τα σλαβικά στην Ανατολή, ιδίως δε τα τελευταία, περνούν από
την προφορική τους παράδοση σε μια πιο συγκροτημένη αυτοσυνειδησία, όπου και η
γλώσσα τους οργανώνεται σε γραπτή, ταυτόχρονα με τον εκχριστιανισμό τους.
Η ευαγγελική ιστορία όμως του
«Άπιστου Θωμά» (πρβλ. Ιω 20, 24-29)
τα λέει όλα για τη σχέση πίστης και κρίσης / γνώσης. Ο Θωμάς ήθελε να ψηλαφήσει
με τα ίδια του τα χέρια τους «τύπους τῶν ἥλων»
(τα σημάδια των καρφιών), και ο Κύριος ενέδωσε σε αυτή τη διαδικασία. Συνάμα
είπε: «μακάριοι οἱ
μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες»· όχι για να
αρνηθεί την ερευνητική διαδικασία, αλλά για να μακαρίσει εμάς, τις ερχόμενες
γενεές, που πιστεύουμε εμπιστευόμενοι την πίστη των Πατέρων μας και των
Αποστόλων δίχως οι ίδιοι να έχουμε το προνόμιο να γνωρίσουμε τον Θεάνθρωπο στην
εδώ βιοτή Του. Για να μην διατηρείται καμία αμφιβολία, σημειώνουμε ότι ο
Άπιστος Θωμάς είναι μεγάλος άγιος και απόστολος της Εκκλησίας μας. Εξάλλου, την
ίδια διαδικασία επανέλαβε πλειστάκις ο αναστηθείς Κύριος, σύμφωνα με τις
παραλλαγές των τεσσάρων Ευαγγελίων, μέχρι να αποδεχτούν όλοι την –αντίθετη σε
κάθε λογική και σε κάθε ώς τότε πείρα– απτή πραγματικότητα της Αναστάσεως.
Έτσι, πρώτα τον συνάντησαν οι μυροφόρες και μετά την αρχική ταραχή τους
πείστηκαν. Οι απόστολοι όμως δυσπίστησαν, μέχρι που τους συνάντησε ο ίδιος ο
Κύριος. Η μία αφήγηση αφορά τη συνάντηση με δύο μαθητές στην πορεία προς
Εμμαούς (Λκ 24, 13-35· πρβλ. Μκ 16, 12-13). Ακολούθως, ο Κύριος ήρθε και
συνάντησε τους έντεκα (Μκ 16, 14· Μτ.
28, 16-20 (και εδώ ορισμένοι αμφέβαλαν, στ. 17)· Λκ 24, 36-49· Ιω 20, 19-23). Στην αφήγηση του Ιωάννη είχε δει τους μαθητές
του απόντος του Θωμά. Γι’ αυτό ιδιαίτερα αναφέρεται ακολούθως στο Ευαγγέλιό του
και αυτή η διαδικασία, να έρθει ο Κύριος και να παραδώσει στον Θωμά τα χέρια
του προς ψαύση, πειστήρια του σταυρικού θανάτου και της Αναστάσεως. Πρόκειται
για μια ερευνητική διαδικασία στην οποία ο Κύριος συγκατένευε κατ’ επανάληψη
για να δείξει σε όλους τον δρόμο της πίστης μετά γνώσεως.
Υπάρχουν, ασφαλώς, ζητήματα
καλυμμένα, με πέπλα μυστηρίου, άχρι καιρού. Πιστεύουμε όμως στον Κύριο γιατί Τον
γνωρίζουμε ως αγάπη, μέσα από την Αποκάλυψη του προσώπου Του.
«Ξενίας δεσποτικῆς, καὶ ἀθανάτου τραπέζης, ἐν ὑπερώῳ τόπῳ, ταῖς ὑψηλαῖς φρεσί, πιστοί δεῦτε ἀπολαύσωμεν, ἐπαναβεβηκότα λόγον, ἐκ τοῦ Λόγου μαθόντες, ὃν μεγαλύνομεν», ψέλνουμε τη Μεγάλη
Πέμπτη.
Ο Δεσπότης μας θα είναι πάντα
ξένος και θα τον ξενίζουμε μέσα μας για να Τον «απολαύσουμε», δηλαδή να τον
γνωρίσουμε όχι μόνο με το νου αλλά και με τις αισθήσεις. Εξάλλου, Αυτός μας
ξενίζει, μας φιλοξενεί στον υπερώο τόπο, στην αθάνατη αγία Του τράπεζα, με το
Σώμα και το Αίμα Του, ως προσφέρων και προσφερόμενος.
Ταῖς ὑψηλαῖς φρεσί, λόγον ἐκ τοῦ Λόγου ἀπολαύσωμεν, σε μια λατρεία του ὑπὲρ λόγον Λόγου, ἐξ ὅλης καρδίας, ἑξ ὅλης ψυχῆς καὶ διανοίας. Λογοπαίζουμε, αλλά
δεν παίζουμε. Αν κάτι από αυτά τα στοιχεία λείπει, ακόμα κι αν λείπουν τα
ταπεινά υλικά στοιχεία της λατρείας, η γνώση της αλήθειας δεν ανάγεται στην
καθολικότητα, παραμένει μερική, αιρετική, αποσπασματική. Όπως ο Χριστός
προσέλαβε όλο τον άνθρωπο γενόμενος άνθρωπος, έτσι κι εμείς ολόκληροι, με την
ψυχή, την καρδιά, τις αισθήσεις και τη διάνοιά μας κλίνουμε το γόνυ και
λατρεύουμε τον Χριστό. Και έτσι οδηγούμαστε σε «απόλαυση» και χαρά, καθώς η
αλήθεια θα μας ελευθερώσει.
Λίγα Λόγια για το
Σήμερα… ή
…Μωραίνει
Κύριος Ὃν βούλεται Ἀπωλέσαι
Είναι απορίας άξιο πώς στη
σημερινή εποχή της πληροφόρησης χωράει τόση παραπληροφόρηση. Είναι απορίας άξιο
πώς ο σημερινός άνθρωπος χάνεται κάτω από το βάρος πληροφοριών που δεν δύναται
να αξιολογήσει, γιατί έχει χαθεί η ραχοκοκαλιά που δομεί, συνέχει και οριοθετεί
τη σκέψη. Είναι απορίας άξιο γιατί οι άνθρωποι τόσο πολύ, με καταναλωτική μανία
σχεδόν, προσφεύγουν στις άλογες λατρείες της νέας εποχής. Η διάθεση του
σύγχρονου ανθρώπου να χωρέσει τον κόσμο όλο αλλά και τον αχώρητο Θεό στη
σμικρότητα της ύπαρξής του ξεχειλώνει την κοφτερή ακμή της νόησης, διαμορφώνει
παχυλή τη συνείδηση και πλαδαρή την προσωπικότητα. Ο άνθρωπος γίνεται
«γενικοάνθρωπος», όπως επισημαίνει ο Ντοστογιέφσκι και ερμηνεύοντάς τον ο άγιος
(και επισήμως τώρα πια) Ιουστίνος Πόποβιτς. Στη χύτρα του ανθρώπινου στοχασμού
κοχλάζει μια σούπα ετερόκλητων στοιχείων, όπου δεν ξεχωρίζει κανείς πλέον ούτε
το κρέας ούτε το ψάρι ή τα μυρωδικά, καθώς όλα έχουν γίνει μια άγευστη μάζα.
Η διάχυση αυτή της
προσωπικότητας μπορεί να οδηγήσει σε διάθλαση και διάσπαση. Κοινό στοιχείο στα
περισσότερα θρησκευτικά μορφώματα της διάχυτης θρησκευτικότητας του σήμερα
είναι η έλλειψη ουσιαστικής συγκρότησης, η έκπτωση σε μια διαδικασία «ατομικής»
θρησκείας (σχήμα εξ ορισμού οξύμωρο) και εξατομικευμένης «σωτηρίας», ή και ο
εγκλεισμός σε περίκλειστες ομάδες.
Όπως ο Κύριος δεν δίδασκε
θεωρητικολογίες, γενικολογίες και αοριστίες, έτσι και ο σύγχρονος θεολογικός
λόγος οφείλει να σαρκώνεται απτά και συγκεκριμένα.
Ανησυχεί λοιπόν ιδιαίτερα τον
σύγχρονο θεολόγο, όταν φαινόμενα νεοεποχίτικης θρησκευτικότητας καλλιεργούνται
και μέσα στον ορθόδοξο κόσμο, και δη από πνευματικούς και γέροντες (συχνά
νεαρότατους σε ηλικία). Για κάποιους το δόγμα δεν είναι η υπαρκτική αλήθεια και
η καταγραφή μιας εκκλησιαστικής εμπειρίας, αλλά το σκληρό εκείνο κέλυφος που
προφυλάσσει και συνάμα μαντρώνει τους οπαδούς.
Είναι τραγική ειρωνεία και
τραγωδία απλώς, όταν κάποιοι τέτοιοι πνευματομάχοι πνευματικοί ξιφουλκούν κατά
της κριτικής σκέψης, στο όνομα της από μέρους τους κατοχής του Αγίου Πνεύματος.
Τα δώρα του Πνεύματος χαρίζονται απλόχερα, αλλά ουδέποτε κατέχονται.
Οι άνθρωποι αυτοί ισχυριζόμαστε
ότι στηρίζουν το κύρος τους στο σχήμα που φέρουν, αλλοιώνοντας το αληθινό νόημά
του και παραγνωρίζοντας τη σοφή λαϊκή ρήση ότι «τα ράσα δεν κάνουν τον παπά».
Κατά πάσα πιθανότητα δεν θα πετύχαιναν μεταξύ ισοτίμων σε κανένα επάγγελμα… Επαγγέλλονται
όμως ως «πατέρες», αλλά κατ’ αλήθειαν πάτρονες, τη σωτηρία των οπαδών τους,
καλώντας τους ως νέοι ψευδοπροφήτες σε τυφλή υποταγή στους άνομους σκοπούς
τους. Τέτοιοι –εξαιρέσεις ευτυχώς– «πνευματικοί», δεν θα οδηγήσουν ποτέ
κανέναν άνθρωπο στην ἐν
Χριστῷ ελευθερία, αλλά θα τους κρατήσουν όλους σφιχτοδεμένους γύρω από το ράσο
τους στην αυτολατρία του προσώπου τους. Εδώ βρίσκεται η ανομία. Η κριτική σκέψη
είναι γι’ αυτούς ο υπέρτατος τρόμος, όπως για κάθε δεσποτική εξουσία η
ελευθερία του λόγου.
Όμως και τα πνευματικοπαίδια
δεν χρειάζεται να αποδέχονται την καλλιέργεια της βλακείας. Πουθενά δεν συνάδει
κάτι τέτοιο ούτε με το Ευαγγέλιο ούτε με τη μακραίωνη παράδοση των Πατέρων.
Πρόκειται για μια ραγιάδικη παραφθορά και αλλοίωση του ήθους της Ορθοδοξίας.
Λέει ο σπουδαίος γέροντας Νικολάε Στάινχαρτ:
«Χίλιοι διαόλοι με πιάνουν όταν
βλέπω μερικές φορές να μπερδεύεται ο χριστιανισμός με τη βλακεία, με ένα είδος
ηλίθιας και δειλής ευσέβειας, λες και η αποστολή τού χριστιανισμού είναι ν’
αφήσει τον κόσμο να εξευτελίζεται από τις δυνάμεις τού κακού, ενώ ο ίδιος ο
χριστιανισμός να διευκολύνει τις ανομίες, δεδομένου ότι είναι εξ ορισμού
καταδικασμένος σε παραπληγία. […] Ο ανίκανος και αδύναμος χριστιανισμός είναι
αιρετική αντίληψη […]. Πουθενά και ποτέ δεν μας ζήτησε ο Χριστός να είμαστε
ηλίθιοι. Μας ζητά να είμαστε καλοί, ήρεμοι, ταπεινοί, αλλά όχι βλάκες. Πώς θα
μπορούσε να εξυμνήσει τη βλακεία Εκείνος που μας έδωσε τη συμβουλή να
επαγρυπνούμε συνεχώς για να μην νικηθούμε από τον σατανά;»
Παρόμοια απατηλή μπορεί να
είναι και μια υπερκριτική διάθεση ορισμένων «προοδευτικών» θεολόγων, των οποίων
ο «προοδευτισμός» και η «επαναστατικότητα» δεν έρχονται ως γνήσια έκφραση των
καρπών της πίστης, αλλά λειτουργούν ως φύλο συκής, που μόλις και μπορεί για ένα
άπειρο βλέμμα να καλύψει την αδηφάγο, εξουσιαστική, ομού και υπηρετική διάθεση
για την εξουσία. Όσοι επιλέγουν να εξουσιάζουν, υπηρετώντας την εξουσία και
τους σκοπούς της, αντλώντας δύναμη από τη δύναμή της, κινδυνεύουν να οδηγήσουν
με τη μαεστρία της ευγλωττίας τους τον κόσμο σε επικίνδυνες ατραπούς. «Βλέπε
χρημάτων ἐραστᾶ, τὸν διὰ ταῦτα ἀγχόνη χρησάμενον, φεῦγε ἀκόρεστον ψυχὴν τὴν Διδασκάλῳ τοιαῦτα τολμήσασαν», ψάλλουμε για
τον Ιούδα στον όρθρο της Μεγάλης Πέμπτης. Ας με συγχωρέσουν κάποιοι αδελφοί και
αδελφές για όσα τόσο αυστηρά λέω. Ίσως δεν αναφέρομαι σε κανέναν συγκεκριμένα,
αλλά μου έρχονται στο νου πειρασμοί με τους οποίους παλεύουμε όλοι, και κάποτε
κινδυνεύουμε να γλιστρήσουμε.
Πιστεύουμε βαθύτατα ότι η
κριτική σκέψη και καμιά φορά η δυσπιστία διασώζει.
Η αλήθεια όμως είναι ότι η
πίστη είναι αυτή που σώζει.
Ως παιδαγωγοί, ως γονείς και ως
δάσκαλοι γενικότερα διδάσκουμε τους ανθρώπους, την ευθύνη των οποίων φέρουμε
μερικώς στους ώμους μας, να μην έχουν τυφλή εμπιστοσύνη. Η γενικευμένη όμως δυσπιστία
στις ανθρώπινες σχέσεις οδηγεί τον άνθρωπο σε μια μίζερη, συρρικνωμένη και
μοναχική ύπαρξη. Η καλοπιστία –και όχι η ευπιστία– καλλιεργεί την αγάπη και την
ισόρροπη κοινωνική και πνευματική ύπαρξη.
Στον οικονομικό τομέα, η δυσπιστία
μεταξύ των πιστωτικών ιδρυμάτων είναι σημαντικό μέρος του προβλήματος και η
επανάκτηση της «εμπιστοσύνης» των αγορών –κάτι αναμφίβολα αδύνατο χωρίς τη
βελτίωση των πραγματικών συνθηκών– υπόσχεται την πολυπόθητη ρευστότητα που ίσως
κινήσει την οικονομία.
Η θεολογία δεν είναι ξένη προς
την εμπειρία της καθημερινότητας, ακόμα και αυτή της οικονομικής ζωής: Η
θεολογία είναι κυρίως (θεία) οικονομία.
Η πίστη και η εμπιστοσύνη μας
προς τον Θεό στηρίζεται στη βεβαιωμένη και κριτικά επεξεργασμένη γνώση μας
(δηλαδή της κοινότητας των μαθητών, της Εκκλησίας) του Θεού ως αγάπης, γνωστού
στην Ιστορία και προαιώνιου Λόγου.
Αφουγκραζόμαστε τα κύματα της
Ιστορίας και γνωρίζουμε τον Περιπατοῦντα ἐπὶ τῶν ὑδάτων. Ακούμε και κρίνουμε και
υπακούμε –όχι τις μωροδοξίες ανθρώπων αλλά– τον γενόμενο υπήκοο μέχρι θανάτου,
θανάτου δε σταυρού. Ο απόλυτος παραλογισμός του σταυρωμένου Θεού θα μας
οδηγήσει στην έλλογη χαρά και βεβαιότητα της Αναστάσεως.
π. Αλεξανδροσ
Σμεμαν, Έσχατος Εχθρός καταργείται
ο Θάνατος, Εν Πλώ: Αθήνα, 22004, σελ. 55-62.