Παιδική ζωγραφιά αγνώστου καλλιτέχνη
Μετεωριζόταν, ανάμεσα
στο δείλι και τη χαραυγή. Λικνιζόταν απαλά ξαπλωμένη σε μια κούνια από δίχτυ,
διαπερατή στη δροσιά και τους ανέμους, κρεμασμένη σε ένα οριζόντιο δοκάρι της σκεπαστής
αυλής. Προσπαθούσε να είναι χαλαρή και ανάλαφρη, όσο της επέτρεπε η δυνατότητα
της φαντασίας.
Ο δέσποτας ήταν επιβλητικός
και ψηλός. Παρά τα ξανθά μαλλιά του και τα γυάλινα ψυχρά γαλάζια μάτια του, φαινόταν
σκοτεινός μες στα μαύρα του ρούχα και φάνταζε ιδιαίτερα δυσοίωνος από πάνω της.
“Αν είσαι ορθόδοξη,” της είπε, “θα υπακούς. Αν δεν υπακούς δεν είσαι ορθόδοξη.”
Η Εύα αναδεύτηκε αθέλητα, και το βαρύ σώμα της θεωρίας που από χρόνια είχε συλληφθεί και κουλουριαστεί μέσα της, λες και ξεκουραζόταν, αναδεύτηκε κι αυτό, λες και ετοιμαζόταν να ξεχυθεί σαν λάσο. Μα δεν ήταν η ώρα της θεωρίας. Δεν υπήρχε κανένας λόγος να κουράζεται κάνεις με θεωρίες στο πεδίο του παραλογισμού και του ονείρου, και η Εύα βαριόταν ασφυκτικά τις ανούσιες διατυπώσεις και επιχειρηματολογίες.
«Ναι, είμαι ορθόδοξη»,
απάντησε σθεναρά. «Είναι σημαντικό πράγμα η υπακοή», συνέχισε, «αλλά εσείς
είστε μητροπολίτης στη Σελήνη, εγώ υπάγομαι εδώ στη Μητρόπολη των Αθηνών· εκεί
θα κάνω υπακοή».
Ο δέσποτας αλάφιασε με
την αδιόρατη ειρωνεία της ελαφριά ανασηκωμένης, σαν σε ανάκλιντρο
συνομιλήτριας, αλλά γνωρίζοντας καλά την ανθρωπογεωγραφία και τις συντεταγμένες
της μάχης αποφάσισε να αφεθεί στη χαρά της νίκης μιαν άλλη φορά.
«Ωραία, λοιπόν», της
είπε, «μένει να το δούμε αυτό ανήμερα του Αγίου Φωτίου».
Τότε θα βρισκόταν κατά
το έθος η Θεολογική σχολή μαζί με την Ιερά Σύνοδο, όπως γινόταν δεκαετίες και
δεκαετίες, όσο θυμόταν τον εαυτό της.
Η Εύα ήταν βαρυφορτωμένη
από ένα πλήθος ειδήσεις και ανακοινώσεις, όλες κανονιστικές όλες περιοριστικές,
τις οποίες δεν κατόρθωνε να σκορπίσει στον άνεμο, όσο κι αν λικνιζόταν σε μια
διάτρητη κούνια από το δείλι ως τη χαραυγή. Και ενώ ήθελε η εκκλησία να είναι μια
αγκαλιά να χωράει τον κόσμο, έβλεπε πως ήταν μια αγκαλιά που έσφιγγε ασφυκτικά
τον κόσμο, ή έδιωχνε όποιον στενευόταν σ’ αυτή την αγκαλιά και όποιον δεν ήθελε
τις εκδηλώσεις μιας τέτοιας στοργής.
Προσπαθούσε να καθησυχάσει
τις ανησυχίες της. Τι θα μπορούσε άραγε κακό να συμβεί αν απλώς παρακολουθούσε
σιωπηλή, όπως είχε αποφασίσει;
Μα να που ένας
συγκεκριμένος δεσπότης Προαστίων, εκείνος ο ίδιος που είχε κάποτε δώσει επίσημη
διάλεξη για την κατωτερότητα των γυναικών και για το πως δεν πρέπει να μιλάνε
στην εκκλησία, την φώναξε στο βήμα να έρθει, παρουσιάζοντάς την στην κατάμεστη
αίθουσα, με μια περίλαμπρη εισαγωγή: «Να, κυρίες και κύριοι, εδώ η Εύα είναι
πολύ αντιδραστική».
Τι να κάνει η Εύα, μια
και δυο πήρε τα πόδια της, θέλοντας και μη, και πήγε στο βήμα, γνωρίζοντας ότι
δεν θα της έβγαινε σε καλό.
Ο μητροπολίτης Σελήνης
παρακολουθούσε κάτω από το ακροατήριο προσεκτικά, και ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο φώτιζε
το πυρόξανθο μαλλί του και φανέρωνε ότι ήδη προγευόταν τους καρπούς που θα
μπορούσε σε λίγο να δρέψει από την περίτρανη νίκη.
«Σας κάλεσα εδώ κυρία
μου», συνέχισε ο δεσπότης Προαστίων, «γιατί είστε πνεύμα αντιλογίας, και όλο
διαμαρτύρεστε. Τι είναι αυτό που σας ενοχλεί, παρακαλώ εξηγήστε μας!»
«Με ενοχλεί», απάντησε
εκείνη, όσο μπορούσε πιο διακριτικά, όσο μπορούσε πιο σιγά, «ότι η γλώσσα με
την οποία μιλάτε ενώ έχει καλή πρόθεση δεν φθάνει όπως πρέπει στα αυτιά των
ανθρώπων».
«Χαχαχά», απάντησε ο
δεσπότης Προαστίων με βροντόγελο, «ισχυρίζεστε δηλαδή εσείς ότι ξέρετε καλύτερα
τη γλώσσα;»
«Αφήστε την», φώναξε
άλλος από την άλλη γωνία, «αυτή είναι πνεύμα ανυπακοής!»
«Αλήθεια μπορείτε να
κάνετε υπακοή;» ρώτησε φωναχτά με διακριτή φωνή ο μητροπολίτης Σελήνης.
«Εύα», μίλησε τότε ο αρχιεπίσκοπος,
«μπορείς να κάνεις υπακοή;»
«Τι θα θέλατε μακαριώτατε»,
ρώτησε η Εύα, περιμένοντας να δεχτεί τη διαταγή…
«Να είσαι ευτυχισμένη,
Εύα, αυτό θα ήθελα».
Ξαφνιάστηκε η Εύα,
κοίταξε ερωτηματικά τον μακαριώτατο, τον κοίταξε θαυμαστικά, έπνιξε μέσα της τα
χίλια ερωτήματα, έπνιξε μέσα της την αιχμηρή παράκληση ‘βοηθήστε όμως και εσείς’,
του χαμογέλασε με πλατιά ευγνωμοσύνη, και είπε:
«Είναι δύσκολη αυτή η
εντολή, είναι πολύ δύσκολη, αλλά θα προσπαθήσω».
Και έφυγε από εκείνη
τη συνάντηση πιο ελεύθερη και πιο ευτυχισμένη από ποτέ.